Για τη νουβέλα της Μαριαλένας Σπυροπούλου Ρου (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Ηλία Μαγκλίνη
Λένε οι ειδικοί της αφήγησης ότι οι ιστορίες δεν είναι απλώς βασισμένες σε αρχέτυπα αλλά σε ένα πολύ συγκεκριμένο αρχέτυπο, γνωστό ως «Το ταξίδι του ήρωα»: σε αυτό, ο ήρωας ξεκινά μια εξερεύνηση σε μιαν άγνωστη, αλλόκοτη, απειλητική χώρα γεμάτη μάγους και κινδύνους, για να επιστρέψει εσωτερικά μεταμορφωμένος και νικητής.
Δεκαπέντε χρονών ξεκινά η δική της οδύσσεια, στα δεκαοκτώ της την αφήνουμε πια στο τέλος του βιβλίου – αν και, έντεχνα και δεξιοτεχνικά, η συγγραφέας δεν ακολουθεί μια γραμμική αφήγηση με τη στενή έννοια του όρου αλλά παίζει με χρονικές αντιμεταθέσεις δημιουργώντας αφηγηματικά άλματα και ανεβάζοντας την ένταση στα σημεία που πρέπει.
Θα πρότεινα ότι η νουβέλα Ρου της Μαριαλένας Σπυροπούλου ανταποκρίνεται θαυμάσια σε αυτό το συγκεκριμένο μυθικό αρχέτυπο. Διόλου δεν πειράζει που το ταξίδι της Ρου, της ηρωίδας της Σπυροπούλου, είναι περισσότερο εσωτερικό και λιγότερο εξωτερικό, μεταφορικό ή συμβολικό παρά κυριολεκτικό, πραγματικό· δεν πειράζει που η Ρου δεν είναι ένα εξωπραγματικό ον με υπερφυσικές ιδιότητες αλλά ένα πολύ καθημερινό κορίτσι και δεν πειράζει καθόλου που δεν συναντά μάγους, διαβόλους και φαντάσματα ή ότι δεν κινδυνεύει η σωματική της ακεραιότητα ή η ζωή της. Και ας πούμε εδώ ότι ουσιαστικά η όλη διήγηση της περιπέτειας της Ρου διαρκεί τρία χρόνια. Δεκαπέντε χρονών ξεκινά η δική της οδύσσεια, στα δεκαοκτώ της την αφήνουμε πια στο τέλος του βιβλίου – αν και, έντεχνα και δεξιοτεχνικά, η συγγραφέας δεν ακολουθεί μια γραμμική αφήγηση με τη στενή έννοια του όρου αλλά παίζει με χρονικές αντιμεταθέσεις δημιουργώντας αφηγηματικά άλματα και ανεβάζοντας την ένταση στα σημεία που πρέπει.
Όπως μαθαίνουμε από την πολύ ενδιαφέρουσα (και ταραχώδη κάπως) οικογενειακή της προϊστορία, η Ρου έρχεται με μεγάλες δυσκολίες στον κόσμο από τη μάνα της. Είναι επίσης η κοπέλα της διπλανής πόρτας. Τουλάχιστον φαινομενικά. Ξεκινάει από το νησί της, διωγμένη ουσιαστικά από το ίδιο της το σπίτι διότι χωρίς να το έχει βάλει στόχο, έχει αμφισβητήσει συμβάσεις και έχει απειλήσει τοπικές αγκυλώσεις, ακολουθώντας τις διαδρομές της επιθυμίας της. Πιο συγκεκριμένα, όταν την πιάνει στο πίσω κάθισμα αυτοκινήτου ο πατέρας της, ημίγυμνη στην αγκαλιά ενός άνδρα, η Ρου ξυλοφωρτώνεται άγρια και εκδιώκεται. Όπως της λένε, είναι «βρώμικη», εκθέτει τους γονείς της στην κοινωνία του νησιού άρα πρέπει να εξοριστεί. Η ίδια δεν πολυκαταλαβαίνει γιατί υφίσταται αυτό τον διωγμό ωστόσο επειδή είναι ήδη από την εφηβεία της άνθρωπος του καθήκοντος στο βάθος, βάζει το κεφάλι κάτω και σαν άνδρας παλαιάς κοπής κάνει αυτό που πρέπει να κάνει.
Εξόριστη στην κεντρική λεωφόρο
Μονήρης, σχεδόν μισάνθρωπος, παρότι δάσκαλος στο επάγγελμα, δίχως ίχνος στοιχειώδους τρυφερότητας απέναντι στο κορίτσι αλλά και απέναντι στον εαυτό του.
Έρχεται λοιπόν στην Αθήνα, εξόριστη, στο σπίτι ενός παράξενου θείου με ίχνη λεύκης στο δέρμα, ο οποίος ζει σε ένα σπίτι-σπηλιά σαν κύκλωπας. Από τις πρώτες κουβέντες που της λέει είναι «Δεν είμαι ο μπαμπάς σου», άρα βγάλτα πέρα μόνη σου. Μονήρης, σχεδόν μισάνθρωπος, παρότι δάσκαλος στο επάγγελμα, δίχως ίχνος τρυφερότητας απέναντι στο κορίτσι αλλά και απέναντι στον εαυτό του, με μια μαζοχιστική διάθεση απέναντι στο ίδιο του το σώμα (στο βαθμό που για μια στιγμή νομίζει ο αναγνώστης ότι εδώ πρόκειται να αναπτυχθεί μια ιδιότυπη σαδομαζοχιστική σχέση αλλά ευτυχώς η συγγραφέας δεν πέφτει σε μια τέτοια ευκολία), κάνοντας την καθημερινότητα της Ρου ακόμα πιο τραχιά, ακόμα πιο μοναχική. Στο βάθος, ο πρόωρα γερασμένος αυτός άνδρας μοιάζει την ίδια στιγμή με υπερμεγέθες βρέφος που δεν μεγάλωσε ποτέ.
Όμως ο περίεργος αυτός συγγενής, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνει, βοηθά τη Ρου να κάνει βήματα μπροστά. Αφενός είναι ένας βαθύτατα καλλιεργημένος άνθρωπος με πλήθος βιβλίων και δίσκων όλων των ειδών, έχει δηλαδή έναν κρυμμένο θησαυρό στον οποίο τσαλαβουτάει με οργιώδη διάθεση η Ρου, την ίδια στιγμή που με τον αλλόκοτο ψυχισμό του χαλυβδώνει ακόμα περισσότερο το κορίτσι.
Η Μαριαλένα Σπυροπούλου
|
Η Ρου διαμένει σε ένα καταθλιπτικό, σιωπηρό και αφιλόξενο σπίτι που όμως κρύβει θησαυρούς και προκλήσεις, ταυτόχρονα όμως εργάζεται σε ένα ακόμα πιο ζόρικο περιβάλλον: σε ένα κομμωτήριο όπου σκουπίζει τρίχες όλη μέρα. Η συγγραφέας έχει δηλώσει σε συνέντευξή της ότι αυτή ήταν η αρχική έμπνευση της ιστορίας της και αρχικός τίτλος του βιβλίου, «Η τρίχα», αυτά τα ανθρώπινα υπολείμματα. Αυτά καλείται να μαζεύει κάθε μέρα υπό τις εντολές της Μαίρης, μιας συμπλεγματικής και ανασφαλούς γυναίκας η οποία έχει δοκιμάσει την τύχη της σε ριάλιτι σόου, έχει πλακωθεί στα μπότοξ, τρέχει πίσω από άνδρες αναζητώντας –δίχως να ομολογείται ανοιχτά– έναν πατέρα. Στη δε Ρου συμπεριφέρεται περίπου σα να είναι δουλικό. Η γυναίκα αυτή όμως είναι που δίνει στη Ρου το όνομά της. Ξεκινώντας από το Ζαχαρούλα, η Ρου γίνεται Ρούλα από τη μαμά της αλλά η Μαίρη είναι που τη βαπτίζει «Ρου» και μάλλον έχει τη σημασία του αυτό.
Η Μαίρη έχει πολλά και βαθιά ζητήματα και η Ρου παρατηρεί προσεκτικά και διακριτικά τα σκαμπανεβάσματα και τις εντάσεις που προκύπτουν κάθε τόσο. Θα μπορούσε να απολαμβάνει το θέαμα αλλά χωρίς να το συνειδητοποιεί μάλλον η Ρου δεν προσπαθεί να μπει σε ένα σύστημα νίκης/ήττας, εξουσίας/υποταγής, όσο κι αν εκ πρώτης όψεως ακολουθεί αυτές τις γραμμές – η Ρου προσπαθεί να καταλάβει: τι συμβαίνει βαθιά μέσα στο μύχιο στην ίδια και τι συμβαίνει στους ανθρώπους.
Κάθε τόσο παρεμβάλλονται στην αφήγηση, πηγαίνοντάς την πιο πέρα με πλάγιο και ουσιαστικό τρόπο, οι επιστολές με την κολλητή της στο νησί, τη Χριστίνα δημιουργώντας έτσι επίσης τις απαραίτητες γέφυρες με το παρελθόν της Ρου, το νησί και την οικογένεια κυρίως, αλλά και προεκτάσεις στο μέλλον.
Η ζωή της Ρου στην Αθήνα περιλαμβάνει και άλλες πτυχές βέβαια. Κάθε τόσο, ας πούμε, παρεμβάλλονται στην αφήγηση, πηγαίνοντάς την πιο πέρα με πλάγιο και ουσιαστικό τρόπο, οι επιστολές με την κολλητή της στο νησί, τη Χριστίνα (να πω εδώ ότι τα τεκταινόμενα συμβαίνουν κάποια χρόνια πριν, όταν τα μέιλ και τα γραπτά μηνύματα δεν ήταν ακόμα ο κανόνας στην επικοινωνία), δημιουργώντας έτσι επίσης τις απαραίτητες γέφυρες με το παρελθόν της Ρου, το νησί και την οικογένεια κυρίως, αλλά και προεκτάσεις στο μέλλον: τα δύο κορίτσια ανυπομονούν να ξανασμίξουν, ελεύθερα πια και τα δύο, στην Αθήνα και τη Νομική Σχολή ει δυνατόν. Θα έλεγα ότι αυτές οι σελίδες είναι μερικές από τις ωραιότερες του βιβλίου, ζωντανές, γλαφυρές, με μια καλώς εννοούμενη προφορικότητα και ρεαλισμό ως προς την αποτύπωση της ηλικίας και της εφηβικής γλώσσας.
Επίσης, υπάρχει το ζήτημα των αποξενωμένων γονιών σαν μια διαρκή εκκρεμότητα: τηλεφωνήματα και μηνύματα σε τηλεφωνητές από τη μητέρα της, στα οποία η Ρου δεν απαντά ποτέ, μετανιωμένοι γονείς (ο πατέρας της πέφτει σε μελαγχολία και κοιτά με τις ώρες τη θάλασσα) που προσπαθούν έτσι όπως έμαθαν, άγαρμπα και άτσαλα, να αναιρέσουν τη ζημιά και το κενό που έχει προκληθεί.
Τέλος, υπάρχει ένα ακόμα επίπεδο αφήγησης, μια άλλη πτυχή της Ρου: οι τακτικές, αν και μάλλον άτυπες, επισκέψεις της σε μια ώριμη ψυχοθεραπεύτρια, τη Βέρα. Η επαφή των δύο γυναικών γίνεται περίπου από σπόντα, είναι συγκυριακή αλλά έχει τελικώς μεγάλη σημασία και για τις δύο. Σε ό,τι αφορά το βιβλίο, εδώ η συγγραφέας μετατοπίζεται ελαφρά καθώς και η οπτική γωνία του τριτοπρόσωπου αφηγητή που κατά κανόνα εστιάζει στη Ρου: εάν έως τώρα οι δορυφορικοί χαρακτήρες λειτουργούν σαν καταλύτες για την πορεία της Ρου, εδώ τώρα το ρόλο του καταλύτη παίζει, άθελά της, η ίδια Ρου για τη γυναίκα αυτή, η οποία κουβαλάει στους ώμους της ένα δυσβάσταχτο φορτίο: την απώλεια του γιου της. Κάπου η Βέρα όμως λέει στον δικό της ψυχαναλυτή: «Είναι καιρός τώρα που δεν βλέπω τον γιο μου στον ύπνο μου. Απ' όταν ξεκίνησα να συναντώ αυτό το κορίτσι ο γιος μου με εγκατέλειψε».
Η απώλεια εδώ είναι σύντροφος και οδηγός, φορτίο αλλά και ταυτότητα, βάσανο μα και λύτρωση, κινητήριος μοχλός και πηγή έμπνευσης.
Με άλλα λόγια, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στις ψυχαναλυτικές συνεδρίες, το ένδον σκάπτε δεν αφορά μονάχα τον ψυχαναλυόμενο αλλά και τον αναλυτή. Επομένως, στο ήδη δύσκολο ταξίδι της Ρου έρχεται να προστεθεί ένα ακόμα, σε δεύτερο επίπεδο, της Βέρας. Και πέρα από το τι βλέπει η Βέρα στη Ρου ή η Ρου στη Βέρα, υπάρχει κάτι που ενώνει τις δύο γυναίκες: η απώλεια, η απουσία. Πώς μαθαίνεις να ζεις με την απώλεια. Δεν συγκρίνω φυσικά, όπως ούτε και η συγγραφέας, την απώλεια που υφίσταται η Ρου με εκείνη της Βέρας, όμως θεωρώ πως αν για την μεγαλύτερη γυναίκα η ψυχαναλυτική διεργασία έρχεται να την φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με την δική της, προσωπική, αβάσταχτη απώλεια και κάπως να γλυκάνει την απουσία, το κενό μέσα της, στη νεαρότερη, στη Ρου, η απώλεια μοιάζει να είναι ένα μάθημα πολύ βασικό για τη ζωή που την περιμένει, που ανοίγεται μπροστά της. Εμμέσως η Ρου μαθαίνει ότι ο χειρότερος σύμβουλος στις επιλογές σου είναι ο φόβος της απώλειας· ότι κάθε επιλογή και απόφαση αυτομάτως ενέχει την απώλεια αφού αποκλείεις δεκάδες άλλες για να επιλέξεις μία· ότι ενηλικίωση είναι ένας μικρός θάνατος ή μάλλον μια σειρά από μικρούς θανάτους διότι σημαίνει ανάληψη ευθύνης και ανάληψη ευθύνης σημαίνει μοναχικότητα ή και μοναξιά ακόμα. Μόνος σου παίρνεις αποφάσεις και κάνεις επιλογές· δεν θα σ' τις κάνει κάποιος άλλος για σένα. Οπότε η απώλεια εδώ είναι σύντροφος και οδηγός, φορτίο αλλά και ταυτότητα, βάσανο μα και λύτρωση, κινητήριος μοχλός και πηγή έμπνευσης.
Στην ιστορία της Ρου εμπλέκεται και ένας νεαρός βεβαίως – ο απαραίτητος νεαρός σε μια τέτοια ιστορία, δεν θα μπορούσε να λείπει, χωρίς όμως τίποτα το στερεοτυπικό στην αποτύπωσή του. Δεν είναι πρίγκιπας παραμυθιού ούτε μυθικός ήρωας, είναι το αγόρι της διπλανής πόρτας όπως είπαμε ότι η Ρου είναι το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Είναι μια ακόμα καταλυτική παρουσία στο πέρασμα της Ρου από την παιδική, εφηβική ηλικία προς την ενηλικίωση.
Το ταξίδι της Ρου
Με τα δικά μου μάτια, λοιπόν, θα έλεγα ότι η Ρου και ταξίδι κάνει, και η δυναμική που ξεθάβει από μέσα της είναι σπάνια και ακριβή, και μερικοί από τους ανθρώπους που συναντά μοιάζουν με ενσαρκώσεις στοιχειών απειλητικών.
Τι έχουμε λοιπόν από την ιστορία της Ρου; Ας θυμηθούμε λίγο τον αρχετυπικό ήρωα του αρχετυπικού μύθου, στον οποίο αναφέρθηκα στην αρχή, στο «Το ταξίδι του ήρωα». Με τα δικά μου μάτια, λοιπόν, θα έλεγα ότι η Ρου και ταξίδι κάνει, και η δυναμική που ξεθάβει από μέσα της είναι σπάνια και ακριβή, και μερικοί από τους ανθρώπους που συναντά μοιάζουν με ενσαρκώσεις στοιχειών απειλητικών, καθώς επίσης ρισκάρει πολλά διότι κινδυνεύει από κάτι πολύ σοβαρό: να μην ζήσει τη ζωή της αν όχι ακριβώς όπως την ονειρεύτηκε πάντως όπως έτσι όπως ποθεί να την πλάσει, να την διαμορφώσει η ίδια. Κινδυνεύει από το να μην γίνει αυτό που κατά βάθος ήδη είναι, κινδυνεύει από το να πλάσει μια ταυτότητα θεμελιωμένη στον ετεροπροσδιορισμό και όχι στον αυτοπροσδιορισμό. Το πρώτο είναι πολύ βολικό και εύκολο· το δεύτερο απαιτεί κότσια και, αυτόφωτη ούσα, η Ρου επιλέγει το δεύτερο. Λέει κάπου η Ρου στη Βέρα: «Είχα αποφασίσει να αποφασίζω. Για μένα. Ήμουν μόνη και δεν είχα χρόνο για περιττά διλήμματα».
Η Ρου είναι μόνη της και παλεύει μόνη της χωρίς όμως να γίνει άκαμπτη και σκληρή. Το αντίθετο μάλιστα. Και αυτό είναι ένα εξαιρετικό σημείο στη νουβέλα αυτή, κατά την ταπεινή μου γνώμη: η Ρου θα μπορούσε να σκληρύνει, να γίνει ένας ακόμα ενήλικας μπετόν-αρμέ για να προχωρήσει, εκείνη όμως ακολουθεί τον αντίθετο δρόμο. Η Ρου ανοίγει, δεν κλείνει. Χωρίς ίχνος εξιδανίκευσης (η Ρου δεν είναι Παναγία ούτε αγία), η Ρου «αγκαλιάζει» τον παράξενο θείο, την ανασφαλή Μαίρη στο κομμωτήριο, τους άβουλους και πελαγωμένους γονείς της. Παρά την έντονη και διαρκή αίσθηση της απώλειας, του ότι έχασε την ασφάλεια και τη βολή της πατρικής εστίας, παρ' ότι αντιμετωπίζεται σαν αποσυνάγωγος και μαύρο πρόβατο, δεν κλείνει και δεν αγκυλώνεται. Και, στην κυριολεξία, τα «ανθρώπινα υπολείμματα» που μαζεύει, σκουπίζοντας τρίχες, είναι, ίσως, οι άνθρωποι γύρω της, όχι για να τους πετάξει στα σκουπίδια αλλά για να μην τους αφήσει σκόρπιους στο πάτωμα.
Δεν είναι «γυναικείο» βιβλίο η Ρου, είναι γραμμένο από γυναίκα με ηρωίδα γυναίκα και αυτός είναι ένας πολύ καλός λόγος να το διαβάσει ένας άνδρας. Όπως ακριβώς κάθε καλό βιβλίο πεζογραφίας.
«Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπορούν να μετακινηθούν βήμα από αυτό που είναι», διαβάζουμε στο τέλος του βιβλίου. Η Ρου δεν είναι τέτοιος άνθρωπος και η διαδρομή της ενέχει, υπό αυτό το πρίσμα, ένα είδος κάθαρσης. Το αριστοτεχνικό στη νουβέλα της Μαριαλένας Σπυροπούλου, και ειδικά όταν μιλάμε για πρώτο βιβλίο, όλο αυτό το πέρασμα, μια κάπως βάναυση μύηση στη ζωή, δίνεται διακριτικά και υπαινικτικά, η συγγραφέας δείχνει και δεν λέει, θαυμάζει την ηρωίδα της αλλά δεν τη μυθοποιεί. Η Ρου είναι από σάρκα και οστά και θα έλεγα ότι ματώνει στα χέρια του αναγνώστη. Το επίσης ενδιαφέρον είναι ότι το ψυχοθεραπευτικό μέρος του βιβλίου, ενώ είναι δραστικό και ανοίγει δρόμους στην ανάγνωσή του, δεν επισκιάζει ούτε την πλοκή ούτε το βασικό θέμα του. Για να το πω αλλιώς, η Ρου δεν είναι μια ψυχαναλυτική νουβέλα, δεν είναι μια νουβέλα γραμμένη από ψυχοθεραπεύτρια αλλά από μία πεζογράφο που τυγχάνει να κάνει τη δουλειά της ψυχοθεραπεύτριας. Δεν ξέρω αν απογοητεύω τους θιασώτες της ψυχοθεραπείας στις διάφορες σχολές και τάσεις της, ξέρω όμως ότι ως αναγνώστης γοητεύθηκα και συγκινήθηκα από τη Ρου ως καθαρό πεζό, ως αφήγηση και ποθούσα να δω τι θα της συμβεί και πώς θα κινηθεί παρακάτω, και παρότι άνδρας-αναγνώστης έχω να πω και τούτο: δεν είναι «γυναικείο» βιβλίο η Ρου, είναι γραμμένο από γυναίκα με ηρωίδα γυναίκα και αυτός είναι ένας πολύ καλός λόγος να το διαβάσει ένας άνδρας. Όπως ακριβώς κάθε καλό βιβλίο πεζογραφίας.
* Το κείμενο αυτό διαβάστηκε κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του βιβλίου της Μαριαλένας Σπυροπούλου στο Polis Art cafe, στις 4.12.2016.
* Ο ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Ρου
Μαριαλένα Σπυροπούλου
Μεταίχμιο 2016
Σελ. 136, τιμή εκδότη €9,90