
Για τη συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Κουγιουμτζή Όλα μπορούν να συμβούν μ' ένα άγγιγμα (εκδ. Καστανιώτη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Παρόλο που το «άγγιγμα» οδηγεί τη σκέψη σε ερωτική τρυφερότητα και το «όλα μπορούν να συμβούν» σε μια ευχάριστη ανατροπή, τα διηγήματα της Μαρίας Κουγιουμτζή είναι σκληρά σαν τον θάνατο και σοκαριστικά σαν χαστούκι. Όποιος όμως έχει διαβάσει τις δύο πρώτες συλλογές της (Άγριο βελούδο, 2008, - Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου;, 2011) και το συμβολικό μυθιστόρημά της (Κι αν δεν ξημερώσει;, 2013) δεν παραξενεύεται, παρά μόνο ίσως με μερικές μετακινήσεις του κέντρου βάρους της γραφής της.
Τριάντα δύο ιστορίες που κουβαλούν το συγγραφικό παρελθόν της διηγηματογράφου αλλά ταυτόχρονα προχωράνε λίγο περισσότερο, καθώς συναιρούν πιο έντονα το νατουραλιστικό με το μεταφυσικό.
Πάλι διηγήματα λοιπόν, γραμμένα ως επί το πλείστον την τελευταία τριετία-τετραετία, ολιγοσέλιδα, ακονισμένα σαν τσεκούρι, που ωστόσο προλαβαίνουν να φτιάξουν μια ιστορία κι έπειτα να την οδηγήσουν σε μια οξεία αποκορύφωση. Τριάντα δύο ιστορίες που κουβαλούν το συγγραφικό παρελθόν της διηγηματογράφου (αιχμηρότητα, ηλεκτρισμός, συνδυασμός τρυφερού και άγριου, υπόγεια ορμέμφυτα, αφηγηματική πλημμυρίδα, θριλερικό τέλος, δουλεμένη γλώσσα κ.ά.), αλλά ταυτόχρονα προχωράνε λίγο περισσότερο, καθώς συναιρούν πιο έντονα το νατουραλιστικό με το μεταφυσικό. Το πρώτο αποδίδει ωμά σκηνές της ελληνικής πραγματικότητας, τις οποίες αγγίζει ο πόλεμος, ο θάνατος, κυρίως ο θάνατος με διάφορους τρόπους, και η άτεγκτη όψη της ζωής. Μέσα όμως σ’ αυτό εμφιλοχωρούν στοιχεία του φανταστικού, που προσθέτουν μυστήριο και μια αίσθηση αδιόρατης απειλής («Ο βάλτος»).
Εδώ και οκτώ χρόνια η Θεσσαλονικιά συγγραφέας επιμένει να βλέπει τη ζωή ως ένα πεδίο σφαγής, όπου το σκληρό άγγιγμα του θανάτου καραδοκεί σε κάθε μας βήμα. Αυτό οδηγεί την αφήγηση στο ζενίθ, κυρίως όταν ενσκήπτει η αψιά κόψη του φονικού ή η οδυνηρή ανάμνηση των πεθαμένων («Οι ναυαγισμένοι»), με τη βαρβαρότητα να μην αφήνει κανέναν να θυμιατίσει τη ζωή και την ευτυχία.
Η συγγραφέας εκπέμπει το μήνυμα της αδυσώπητης παρουσίας του θανάτου, που καθιστά μάταιη την εθελότυφλη αγνόησή του.
Κι αν θελήσει κανείς να αναζητήσει το «γιατί» πίσω από την οξύτητα των θεμάτων της Μαρίας Κουγιουμτζή, θα πρέπει να εκλάβει την προκείμενη συλλογή ως το αποκορύφωμα των δύο άλλων. Ειδικά εδώ η συχνή εμφάνιση του θανάτου δίνει μια αναπόφευκτη απάντηση σε όλα αυτά. Η συγγραφέας εκπέμπει το μήνυμα της αδυσώπητης παρουσίας του θανάτου, που καθιστά μάταιη την εθελότυφλη αγνόησή του. Εκείνος υπάρχει και, επειδή είναι η μόνη αλήθεια, η ζωή χορεύει στους ρυθμούς του, ο άνθρωπος ατενίζει το τώρα με την προοπτική του μηδενός και όλα τα ωραία μπορεί να κοπούν απότομα με ένα του νεύμα. Περισσότερο στα πρώτα διηγήματα η ματαιότητα της ζωής είναι εμφανής μπροστά στην ύπαρξη του θανάτου, ο οποίος δεν αφήνει περιθώρια για τίποτα άλλο παρά μόνο τη σκληρή αποδοχή της αλήθειας του.
![]() Η Μαρία Κουγιουμτζή
|
Τι μπορεί να κάνει όμως ο άνθρωπος απέναντί του; Δύο δρόμους ανοίγουν τα διηγήματα της Μαρίας Κουγιουμτζή, τον σφοδρό της βίας ή τον καταπραϋντικό της συγκίνησης. Ο πρώτος αντιπαραθέτει στον θάνατο την ίδια αγριότητα ως αντίσταση στην ορμή του, αγριότητα που ενδέχεται να είναι απάνθρωπη, απειλητική κι ενίοτε τιμωρητική («Όταν ωριμάζουν τα πορτοκάλια» και «Η μικρή Εβραία») ή να συνοψίζει το πάθος και τη βία του έρωτα («Σεισμός»). Ο δεύτερος θυμίζει -αμυδρά ίσως- πως η ζωή κινείται ανάμεσα στις επιφυλάξεις και τους φόβους μας, αλλά έτσι χάνουμε κάθε ανθρωπιά και κάθε καλοσύνη («Ο φωτογράφος», ένα από τα πιο δυνατά στην καταλλαγή του διηγήματα του τόμου).
Η συγγραφέας βλέπει τη ζωή σαν αγώνα, όπου μόνο η επαναστατικότητα, η αγριάδα, η ορμή, η σαρωτική επίθεση του έρωτα υπάρχει.
Η συγγραφέας βλέπει τη ζωή σαν αγώνα, όπου μόνο η επαναστατικότητα, η αγριάδα, η ορμή, η σαρωτική επίθεση του έρωτα υπάρχει· οι άνθρωποί της είναι οι περισσότεροι πειρατές, μαχητές που φτάνουν ακόμα και στον φόνο, αντιμετωπίζουν τον θάνατο με θάνατο, δείχνουν φιλήσυχοι αλλά κατά βάθος είναι τυφώνες χωρίς έλεος. Από τη «λογική» εκδίκηση ώς την άλογη παρόρμηση του έρωτα, μια ψυχαναλυτικά ιδωμένη εσωτερική ορμή συμπαρασύρει τα πάντα. Κι αφού ο θάνατος είναι η φυσική βία, ο άνθρωπος πρέπει να αντιτάξει μια ανάλογη σφοδρότητα.
Όλα αυτά τα συνοψίζει η ίδια η διηγηματογράφος στο τελευταίο της κείμενο με τίτλο «Το υπόγειο». Εκεί επισημαίνει ότι τα στεγανά ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό μάλλον είναι περατά, αφού «το πραγματικό έχει όρια και αυτά τα όρια εισχωρούν και χάνονται μέσα στο φανταστικό». Έτσι, ο φόβος της ζωής, του θανάτου, της βίας που κυριαρχεί κ.λπ. κάνει τον άνθρωπο να αφήνεται στο φανταστικό, το οποίο επιτρέπει στο ένστικτό του να διασκεδάζει αυθόρμητα τις ανασφάλειες και τις ενοχές του καθενός. Άλλη μια σειρά διηγημάτων στην αλυσίδα της Μαρίας Κουγιουμτζή, που σοκάρουν ευεργετικά τον αναγνώστη.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Απόσπασπα από το βιβλίο
«Μετά, δεν ξέρω γιατί, ένιωσα λύπη για τη μητέρα, Ένιωσα πως η αυστηρότητά της ήταν μια απέραντη μοναξιά. Μια αιχμαλωσία. Θα ήθελα η μητέρα μου να ανοίξει την πόρτα σ’ αυτό τον άνθρωπο, να του έψηνε ένα καφέ, και όχι μόνο. […] Να του έπλενε τα σκονισμένα ρούχα, να τα βρει καθαρά το πρωί, να πάρει το δρόμο του ξαλαφρωμένος, κουβαλώντας πάνω του το χάδι μιας ανθρώπινης επαφής. Ένα χάδι που σίγουρα έλειπε κι από τη μητέρα».
Όλα μπορούν να συμβούν μ' ένα άγγιγμα
Μαρία Κουγιουμτζή
Εκδ. Καστανιώτη 2016
Σελ. 248, τιμή εκδότη €13,00