Για τη νουβέλα του Κυριάκου Δημητρίου Το χειρόγραφο (εκδ. Πορεία).
Της Χάρης Ν. Σπανού
Το βιβλίο ξεκινά με μια μικρή άτιτλη αφήγηση στην οποία ο Γκέιλ Έλιοτ δηλώνει ότι υποφέρει και αφυπνίζεται από έναν επαναλαβανόμενο εφιάλτη: περπατά με προορισμό το Πανεπιστημιακό κολέγιο, φθάνει στην κλειστή πύλη, χτυπά το κουδούνι, ο «συνοφρυωμένος φύλακας» τον αντιμετωπίζει «σαν ξένο», με ένα νεύμα αρνείται την είσοδο στον Γκέιλ και χάνεται στις σκιές. Ο Γκέιλ στέκει καθηλωμένος, η άσφαλτος τον καταβροχθίζει. Στον ξύπνιο του, στη μονοκατοικία στο Χάιγκειτ, ο Γκέιλ απωθεί τον εφιάλτη. Την 20η Δεκεμβρίου, ο εφιάλτης επαναλαμβάνεται, με διαφορετικό τέλος: ο Γκέιλ, με γερασμένη σκιά, αποκαμωμένος, παραδίδει τη δερμάτινη τσάντα στο φύλακα – δεν αντέχει πια, το βάρος του χειρογράφου. Η αφήγηση έχει προμετωπίδα ένα μικρό στίχο του Βιργίλιου.
Η δομή γνέφει τρυφερά στον΄Εντγκαρ Άλαν Πόε. Η αύρα από βικτωριανά παραμύθια, ένας χαιρετισμός στον Πήτερ Παν, η ανάμνηση ελληνικών μύθων –στο συναπάντημα του Γκέιλ με τον κηπουρό, τον θυρωρό, τον οδηγό ταξί– διαπερνούν τη νουβέλα, σαν υπόκλιση ή μνήμη του παρελθόντος.
Ακολουθεί με τίτλο «Μέρος Πρώτο», το ολιγοπρόσωπο, ατμοσφαιρικό, καλογραμμένο αφήγημα στο οποίο γνωρίζουμε τον Γκέιλ Έλιοτ μορφωμένο και φιλόδοξο, νεαρό διδάκτορα φιλολογίας, την παραμάνα του Άλμα, τον ηλικιωμένο καθηγητή Ντίξον, σύμβουλο του Γκέιλ στη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Οι περιγραφές του Λονδίνου διακρίνονται για την ιδιαίτερη παραστατικότητά τους. Η δομή κλείνει το μάτι στον Εντγκαρ Άλαν Πόε. Η αύρα από βικτωριανά παραμύθια, ένας χαιρετισμός στον Πήτερ Παν, η ανάμνηση ελληνικών μύθων –στο συναπάντημα του Γκέιλ με τον κηπουρό, τον θυρωρό, τον οδηγό ταξί– διαπερνούν τη νουβέλα, σαν υπόκλιση ή μνήμη του παρελθόντος.
Τρία πρόσωπα-φανερώσεις ή φαντάσματα: ο κηπουρός, ο θυρωρός, ο οδηγός ταξί, προσπαθούν να συζητήσουν με τον Γκέιλ το θέμα των μελετών του. Η έπαρση της μόρφωσης, η συστηματική αφοσίωση στη μελέτη, και η νιότη, του επιβάλλουν (χωρίς να είναι ανυποψίαστος), να τα αγνοήσει. Είναι αφοσιωμένος, γοητευμένος με τον εαυτό του, με την επίπονη εργασία της μελέτης των δώδεκα τόμων του Σίντενχαμ. Οι εφιάλτες, οι κρίσεις πανικού, ο αρχέγονος φόβος που βασανίζει τον νεαρό Γκέιλ, υποσημαίνουν την αυτοπαγίδευσή του, αλλά υπαινίσσονται και πιο βιωματικά θραύσματα της ζωής. Ο Γκέιλ αισθάνεται άτρωτος, συγκεντωμένος, δουλεύει οργανωμένα με σκληρό, απαράβατο ωράριο, κοιμάται ελάχιστα.
Τα πρόσωπα, φανταστικά (;) και πραγματικά (η Άλμα που τον φροντίζει), η φύση ζωντανή ή συμβολική (η βροχή, το δάσος ο θεϊκός γίγαντας ενάντια στη βιβλιοθήκη-θησαυροφυλάκιο της γνώσης), ο γάτος Μάιλο από τα παιδικά του χρόνια, που πεθαίνει, εισπράττουν τόση προσοχή, τόσο χρόνο, όσα ο ίδιος, ως αφοσιωμένος ερευνητής επιτρέπει. Η Άλμα ανησυχεί για την όψη, τη συμπεριφορά, την υγεία του. Εκείνος, απομακρύνεται πιο πολύ. Δέχεται ένα βαρύ προσωπικό πλήγμα: μια οξεία πνευμονία η οποία επιβάλλει νοσοκομειακή νοσηλεία σε εντατική μονάδα θεραπείας. Ο Γκέιλ επιβιώνει, εξακολουθεί να σκέφτεται μόνο τη μελέτη – φτάνει αδύναμος, σχεδόν κατάκοιτος σαν γέροντας, στο σπίτι του στο Χάιγκειτ, για να αναρρώσει.
Στο Μέρος Δεύτερο, αλλάζει η γραμματοσειρά στο βιβλίο. Εμφανίζεται σαν ξένος στο σπίτι του Γκέιλ ο Φλόυερ Σίντενχαμ, ο συγγραφέας του έργου το οποίο μελετά ο Γκέιλ. Ο Γκέιλ ακούει την πόρτα να χτυπά, «ξάγρυπνος από τις τρεις», «λες και υποψιαζόταν πως το όνειρο –αυτός ο εφιάλτης, για την ακρίβεια– δεν είχε φτάσει στο τέλος του». Ο Γκέιλ βρίσκεται σε κατάσταση τρόμου, ο χρόνος μένει ακίνητος για ώρα, ενώ ο χτύπος συνεχίζει κα ακούγεται στην πόρτα. Ο Γκέιλ, ανοίγει ο ίδιος, αφού η Άλμα είναι άφαντη: «Τα ακροδάκτυλα του ξένου επισκέπτη ήταν μαυρισμένα από το μελάνι, οι καρποί των χεριών του ξεπρόβαλαν από τα μανίκια παραμορφωμένοι από την οστεοαρθρίτιδα».
Οι ειδικοί στην ταξινόμηση, ίσως να κατάτασσαν τη νουβέλα στην τάξη: «φιλοσοφικό μυθιστόρημα» κατ΄αναλογίαν προς το «μαθηματικό μυθιστορήμα». Θα παρακάμψω την κατηγοριοποίηση, διότι δεν ενσωματώνει την πρόσληψη που είχα διαβάζοντας το βιβλίο.
Ο Σίντενχαμ αφηγείται πρωτοπρόσωπα τη ζωή και την ιστορία των βιβλίων του. Είναι αμείλικτα επικριτικός στους άξονες της εργασίας του Γκέιλ. Η εξομολόγηση με την οποίαν «αμύνεται» απέναντι στην άστοχη εργασία του Γκέιλ (τη θεωρεί δεύτερο θάνατο) γίνεται σε φόντο ντικενσιανών γκρίζων, υγρών περιγραφών του Λονδίνου της εποχής. Οι συγκεριμένες αναφορές στη σκέψη του Πλάτωνα, γίνονται με ουσιώδη τρόπο. Οι γυναικείες μορφές στη νουβέλα είναι κομβικές: η Άλμα μητρική φροντίζει, η φαρμακερή, απαγορευτική Σεσίλια (η πιο δραματική αρνητική περιγραφή προσώπου) εξαφανιζει την Έστερ, άνοιξη και έρωτα του Σίντενχαμ (αιτία της ατονίας του μυαλού του). Γυναικεία, θεϊκού καλλους μορφή, λαμβάνει η Φιλοσοφία, μέσω του Πλάτωνα. Το τέλος της νουβέλας, το τέλος του Γκέιλ, είναι αινιγματικό. Απαλλάχτηκε από το χειρόγραφο, αυτοκτόνησε ή μετά «Το Χειρόγραφο» του Δημητρίου, ωρίμασε, συνέχισε και τελείωσε την εργασία του;
Οι ειδικοί στην ταξινόμηση, ίσως να κατάτασσαν τη νουβέλα στην τάξη: «φιλοσοφικό μυθιστόρημα» κατ΄αναλογίαν προς το «μαθηματικό μυθιστορήμα». Θα παρακάμψω την κατηγοριοποίηση, διότι δεν ενσωματώνει την πρόσληψη που είχα διαβάζοντας το βιβλίο. Από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου, δεν αμφέβαλλα ότι το κείμενο είναι λογοτεχνικό. Ομολογώ πως σπανίως, διαβάζοντας μια νουβέλα, έγραψα τόσες σημειώσεις στα περιγράμματα των σελίδων, ενόσω διάβαζα. Υπάρχουν ευτυχώς πάντα πεζογράφοι, με γνώση και στοχασμό. Η «βροχή των σημειώσεων στα περιθώρια» με οδήγησε να δω Το Χειρόγραφο και ως «εξεγερμένος» αναγνώστης. Μήπως ο συγγραφέας, ως έμπειρος δάσκαλος με καθοδήγησε, υπόρρητα μέσω του κειμένου, σε μελέτη του βιβλίου;
Δεύτερη ανάγνωση, αγνοώντας τις σημειώσεις. Έτσι, διέκρινα άλλο χαρακτηριστικό του βιβλίου: αν το πρώτο μέρος καλλιεργεί το ορθολογικό κριτήριο του αναγνώστη, το δεύτερο μέρος τον μεταμορφώνει από «νεαρό σχολαστικό Γκέιλ» σε αναγνώστη «γέρο-σοφό Σίντενχαμ». Πού κρύβεται ο συγγραφέας; Μας κρυφοκοιτά μέσα από δύο πρόσωπα: τον Σίντενχαμ, ο οποίος ξαναζωντανεύει, αλλά και το νεαρό φιλόλογο Γκέιλ, ο οποίος βασανίζεται μέχρι τα άκρα, για να συνθέσει ένα μείζον έργο. Έτσι, ο συγγραφέας, άθελά του ίσως, προτείνει και μια μέθοδο ανάγνωσης, μας προκαλεί σε ένα διπλό διάλογο: με το κείμενο και με την αυτογνωσία μας.
* Η ΧΑΡΙΣ Ν. ΣΠΑΝΟΥ είναι συγγραφέας.
Το χειρόγραφο
Κυριάκος Δημητρίου
Πορεία 2016
Σελ. 136, τιμή εκδότη €10,60