Για τη νουβέλα του Ιορδάνη Κουμασίδη Δώδεκα γραμματόσημα στον τοίχο (εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Από γράμμα σε γράμμα –σε σύνολο δώδεκα επιστολών– ο ανώνυμος αποστολέας που γράφει στην άγνωστή του Ροζαλί Μεντώ, κάτοικο Παρισιού, ξετυλίγει το κουβάρι της νουβέλας του Θεσσαλονικιού συγγραφέα. Κι αυτό το αφηγηματικό δεδομένο είναι η πρώτη βάση σε ένα παιχνίδι μπέιζμπολ, που δεν αποκαλύπτει εξ αρχής τα μυστικά του, αλλά περιμένει με υπομονή να τα παρουσιάσει, επιστολή την επιστολή.
Το πολύ δυνατό χαρτί σ’ αυτό το πόκερ κάλυψης – συγκάλυψης και μπλόφας είναι η άγνοια του αναγνώστη για πολλά απ’ όσα πλαισιώνουν τα γράμματα που διαβάζει.
Το πολύ δυνατό χαρτί σ’ αυτό το πόκερ κάλυψης – συγκάλυψης και μπλόφας είναι η άγνοια του αναγνώστη για πολλά απ’ όσα πλαισιώνουν τα γράμματα που διαβάζει. Ποιος είναι ο άγνωστος επιστολογράφος και γιατί γράφει στη Ροζαλί; Η λέξη «Εγώ» με την οποία υπογράφει είναι εμφανώς μια αυτοαναφορική διάσταση που κεντρίζει το ενδιαφέρον. Πού βρίσκεται και τι επιζητεί μήνα με τον μήνα, όταν και αποστέλλει τα γράμματά του; Γιατί η άγνωστή του γυναίκα τού απαντά και τι του γράφει; Σημειωτέον ότι δεν έχουμε τα δικά της γράμματα κι έτσι το μυστήριο της «σχέσης» τους εξακολουθεί να υποδαυλίζει την περιέργειά μας.
Σταδιακά μαθαίνουμε ότι ο αφηγητής είναι κρατούμενος σε γαλλικό έδαφος, κάπου μακριά σε ένα υπερπόντιο νησί, στη Μαρτινίκα, κι από εκεί, σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο, ανταλλάσσει μηνύματα με την παριζιάνα παραλήπτριά του, η οποία παραδόξως ανταποκρίνεται. Γιατί όμως είναι φυλακισμένος και τι έγκλημα έχει διαπράξει, πόσα χρόνια είναι εκεί, σε πόσα απελευθερώνεται, γιατί στάλθηκε σ’ αυτήν τη μακρινή φυλακή και τι είδους δεσμωτήριο είναι αυτό, όπου δεν βλέπει άλλους κρατούμενους, είναι ερωτήματα σκόπιμα υποβολιμαία αλλά και σκόπιμα αναπάντητα.
Οι επιστολές του αφηγητή θυμίζουν την ατμόσφαιρα του Άρη Αλεξάνδρου, αλλά και αμυδρά οδηγούν σε ένα καφκικό αινιγματικό κλίμα, χωρίς όμως τον ζοφερό υπαρξιακό τρόμο. Είναι τα χαρτιά σε ένα παιχνίδι πάνω σε πράσινη τσόχα, τα οποία ανοίγονται ένα ένα, χωρίς να λείπουν οι μπλόφες και οι τολμηροί εν μέρει πειραματισμοί. Το ύφος είναι λιτό και εξομολογητικό, σχετικά μετριασμένο, λες και η φυλάκιση έχει απονευρώσει ό,τι δυναμικό και ορμητικό υπήρχε, με αποτέλεσμα να μην φορτίζεται ούτε όταν ο επιστολογράφος αποκαλύπτει ότι διέπραξε άθελά του έναν φόνο.
Το μυστήριο των επιστολών και η σταδιακή αποκάλυψη των όποιων μυστικών, αλλά και το ανοιχτό τέλος, που δεν κλείνει οριστικά τις τρύπες, καταξιώνει την ανάγνωση και την περιβάλλει με τη δέουσα προσοχή.
Το τέλος δεν δίνει σαφείς απαντήσεις, ούτε ενδείξεις, εννοώ περαιτέρω ενδείξεις, για τη σχέση των δύο προσώπων. Μία εξήγηση είναι ότι ο φυλακισμένος διάλεξε τη Ροζαλί Μεντώ τυχαία, από έναν τηλεφωνικό κατάλογο λ.χ., ώστε να δίνει διέξοδο στη μοναξιά του και να διοχετεύει σε ένα πραγματικό πρόσωπο τις σκέψεις του. Αυτή η εξήγηση τονίζει το υπαρξιακό αδιέξοδό του, που πνίγεται στην ανελευθερία και στην κενότητα της φυλακής κι έτσι αυτός επιδιώκει μια έστω εξ αρχής καταδικασμένη επαφή. Μια δεύτερη εξήγηση, παρότι προσκρούει στον εκπεφρασμένο έρωτα του αποστολέα για την παραλήπτρια, σχετίζεται με τον φόνο που διέπραξε, φόνο που άφησε πίσω του μια κόρη, η οποία σταδιακά έχει γίνει πλέον νεαρή κοπέλα. Δεν ξέρω αν οι ηλικίες μπορεί να ταιριάξουν, εφόσον δεν ξέρουμε πόσα χρόνια ο κρατούμενος είναι στη φυλακή και πόσα έχουν μεσολαβήσει από το έγκλημα. Ωστόσο, δεν φαίνεται απίθανο να ταιριάζουν.
Το κείμενο –και χάρη στην αποσπασματικότητά του– διαβάζεται μονοκοπανιά, λίγο από περιέργεια, λίγο από τη σαγήνη μιας εξόχως υποβολιμαίας ιστορίας. Το μυστήριο των επιστολών και η σταδιακή αποκάλυψη των όποιων μυστικών, αλλά και το ανοιχτό τέλος, που δεν κλείνει οριστικά τις τρύπες, καταξιώνει την ανάγνωση και την περιβάλλει με τη δέουσα προσοχή. Η απόγνωση ή η ανάγκη για επαφή, η γραφή ως απάντηση στο κενό ή ως απάντηση στο έγκλημα, η επιστολή ως δίαυλος επικοινωνίας ή ως εξομολόγηση συνθέτουν ένα αξιόλογο σύνολο.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πώς θα ’θελα, αν με ρωτούσε κάποιος, να τελειώσει αυτή η αλληλογραφία; Με το να συναντηθούμε ασφαλώς. Και με την καινούργια ζωή μας, που σου έλεγα ότι φαντάστηκα. Ή με το να ανακαλύψεις ένα πρωί –αποκλειστικά πρωί θα είναι, καμιά άλλη ώρα της μέρας– πως δεν είμαι ένας φυλακισμένος από τη Μαρτινίκα, αλλά κάποιος από τον ευρύτερο κύκλο σου, που βρήκε αυτό τον πρωτότυπο και αλλόκοτο τρόπο για να σε προσεγγίσει».
Δώδεκα γραμματόσημα στον τοίχο
Ιορδάνης Κουμασίδης
Κέδρος 2016
Σελ. 96, τιμή εκδότη €9,90