Για τη συλλογή διηγημάτων του Παναγιώτη Ρίζου Ικετηρία (εκδ. Παπαδόπουλος).
Της Έλενας Μαρούτσου
Ο Παναγιώτης Ρίζος έδωσε το πρώτο στίγμα της γραφής του το 2014 με τις Τηγανητές Γοργόνες, μια συλλογή από σύντομα αφηγήματα με κυρίαρχα χαρακτηριστικά το χιούμορ, την παραδοξολογία, το λογοπαίγνιο, τη λοξή ματιά πάνω στην καθημερινότητα. Όπως είθισται μάλιστα στις πρώτες συγγραφικές απόπειρες πολλών από εμάς, η συλλογή εκείνη, παρότι ελπιδοφόρα και αρκετά απολαυστική, ήταν άνιση ως προς την λογοτεχνική αξία των μικροδιηγημάτων που την αποτελούσαν, αλλά και ανομοιογενής, καθώς συστέγαζε κείμενα από μια ευρεία θεματική και υφολογική γκάμα.
Τις παραπάνω αδυναμίες έρχεται τώρα να εξαλείψει το δεύτερο, ώριμο πλέον βιβλίο του, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ικετηρία. Όπως στην αρχαιότητα το μαλλί του προβάτου περιτύλιγε ένα κλαδί ελιάς, ως σύμβολο επίκλησης βοήθειας από μέρους κυνηγημένων ανθρώπων που προσέτρεχαν σε μια ξένη χώρα για να βρουν σωτηρία, έτσι κι εδώ τα δώδεκα αφηγήματα περιτυλίγουν έναν βασικό θεματικό κορμό, αυτόν του προσφυγικού ζητήματος. Συγκεκριμένα, στο στόχαστρο της γραφής του Ρίζου βρίσκονται οι Σύροι πρόσφυγες που διακομίζονται από τα παράλια της Τουρκίας στα δικά μας εδάφη, τα οποία πολύ συχνά δεν κατορθώνουν να πατήσουν.
Η καυτή πατάτα του προσφυγικού ζητήματος
Στο στόχαστρο της γραφής του Ρίζου βρίσκονται οι Σύροι πρόσφυγες που διακομίζονται από τα παράλια της Τουρκίας στα δικά μας εδάφη, τα οποία πολύ συχνά δεν κατορθώνουν να πατήσουν.
Ομολογώ πως όταν συνειδητοποίησα το θέμα που πραγματευόταν το βιβλίο, ένιωσα αμήχανα – μια αμηχανία που προέρχεται από την συγγραφική μου ιδιότητα∙ ως συγγραφέας, δηλαδή, θα δίσταζα να αγγίξω ένα θέμα τόσο καυτό ως προς την κοινωνική του βαρύτητα αλλά και την επικαιρότητά του. Θα ένιωθα κοντολογίς σαν να έβαζα τα χέρια μου σε νερό που κοχλάζει για να πιάσω μια πατάτα. Κι ως γνωστόν, η συγκεκριμένη καυτή πατάτα, όχι μόνο μπορεί να σου τσουρουφλίσει τα δάχτυλα, αλλά ενδέχεται να κυλήσει στο βρώμικο πάτωμα του διδακτισμού, της καταγγελίας και της «εύκολης» κοινωνικής ευαισθητοποίησης. Σύντομα όμως κατάλαβα πως ο Ρίζος έχει καταφέρει να πιάσει αυτό το φλέγον και πολυδιάστατο ζήτημα φορώντας τα γάντια του μαύρου χιούμορ, και πρόκειται για γάντια εξαιρετικά προστατευτικά, τόσο για τον συγγραφέα όσο και για τον αναγνώστη.
Ο συγγραφέας της Ικετηρίας ανεβάζει στη σκηνή ένα πλήθος προσώπων άλλοτε βγαλμένων από τα συρτάρια της πραγματικότητας κι άλλοτε από το ντουλάπι της φαντασίας: πρόσφυγες, διακινητές προσφύγων, ψαράδες, παπάδες, αξιωματικούς φύλαξης των θαλάσσιων συνόρων, αλλά και Παναγίες που μεταμορφώνονται σε γοργόνες, ξυλουργούς που μετατρέπουν βάρκες σε πλωτά φέρετρα για αυτοσχέδιες κηδείες, ξεναγούς και επισκέπτες ενός πλωτού Μουσείου Προσφύγων, όπου τα εκθέματα είναι πνιγμένοι πρόσφυγες στο βυθό.
Από το ρεαλισμό στην υπέρβασή του
Ξεκινώντας τη συλλογή του από μια κατά βάσιν ρεαλιστική ιστορία ενός ζευγαριού στην Κρήτη, όπου η σύντομη φιλοξενία μιας οικογένειας Σύρων προσφύγων γίνεται ο μοχλός αποκάλυψης του συναισθηματικού χάσματος ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα και πυροδοτεί στο τέλος τον χωρισμό τους, ο Ρίζος σιγά σιγά τραβάει τις ιστορίες σε όλο και πιο υπερρεαλιστικά ύδατα, χρησιμοποιώντας στοιχεία δραματικής υπερβολής ώστε να ξεγυμνώσει την πραγματικότητα από κάθε συμβατικό ένδυμα και να αναδείξει την κρυμμένη φρίκη με τρόπο συμβολικό, αλλά άκρως αποτελεσματικό.
Ο πόνος ως έκθεμα και ως θέαμα
Ο συγγραφέας αγγίζει με τον δικό του φαρσικό τρόπο, ένα ζήτημα που είναι εξαιρετικά λεπτό και ενδιαφέρον: την αναπόφευκτη σχεδόν μετατροπή ενός φλέγοντος κοινωνικού ζητήματος σε θέαμα.
Κατά τη γνώμη μου, οι ιστορίες που έχουν στηθεί ως ιλαροτραγωδία, ως γκροτέσκα φάρσα, είναι αυτές που παρουσιάζουν και μεγαλύτερο ενδιαφέρον: για παράδειγμα το διήγημα με τίτλο «Ταρίκ» όπου αφηγητής είναι ένα πτώμα-έκθεμα στο μουσείο Προσφύγων, καθώς και το τελευταίο, με τίτλο «Ουβερτούρα για ένα φινάλε», όπου παρακολουθούμε την βύθιση των φουσκωτών πλοιαρίων που μεταφέρουν πρόσφυγες ως σκηνικό δράμα ανεβασμένο προς τέρψιν μιας ελίτ θεατών, οι οποίοι το παρακολουθούν από την παραλία με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής.
Ο συγγραφέας αγγίζει με τον δικό του φαρσικό τρόπο ένα ζήτημα που είναι εξαιρετικά λεπτό και ενδιαφέρον: την αναπόφευκτη σχεδόν μετατροπή ενός φλέγοντος κοινωνικού ζητήματος σε θέαμα. Η επαφή του δυτικού ανθρώπου με τις σύγχρονές του τραγωδίες διαμεσολαβείται τις περισσότερες φορές από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και αυτά της κοινωνικής δικτύωσης, ώστε εν τέλει ο πόνος να γίνεται είδηση και η είδηση εικόνα, ένας ακόμα τρόπος δηλαδή να τρέφεται ο θεατής με συγκίνηση εκ του ασφαλούς.
Κλείνοντας το βιβλίο ένιωσα πως ο συγγραφέας είχε φέρει εις πέρας μια δύσκολη αποστολή: να διαπλεύσει πάνω στο φουσκωτό μαύρο πλοιάριο του χιούμορ τα τρικυμισμένα νερά ενός ευαίσθητου θέματος πετυχαίνοντας να μας κάνει συνοδοιπόρους σε αυτό το ταξίδι, δείχνοντας, νιώθοντας, σχολιάζοντας, ταρακουνώντας μας, χωρίς όμως να βυθιστούμε αύτανδροι στον πόνο και την ενοχή.
* Η ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
** Οι εικόνες είναι από το Υποθαλάσσιο Μουσείο της Ισπανίας, στο νησί Λανθαρότε.
Απόσπασμα από το διήγημα «Οβερτούρα για ένα φινάλε»
Οι βάρκες πάλευαν στο ρυθμό και στα κύματα. Σε κάθε μουσικό κύμα, σε κάθε μουσικό μοτίβο της ουβερτούρας, χανόταν κι από μία μέσα στα βαθιά μανιασμένα νερά. «Α!» έκαναν οι θεατές απέναντι, που κάθονταν στις πολυθρόνες τους πίνοντας ζεστή σοκολάτα και παρακολουθώντας από τις τεράστιες οθόνες ή με τα κυάλια τους, που βλέπαν στο σκοτάδι. «Α!» κάθε φορά που τα κύματα καταβρόχθιζαν κι άλλη μια βάρκα. Δεκαπέντε «Α!», όσα και οι βάρκες. Η παράσταση ήταν πριβέ και δεν υπήρχε διάδραση. Εκείνη τη νύχτα δεν υπήρχαν ούτε ναυαγοσώστες, ούτε σκάφη της ΥΠΑΤΗΣ ή του Λιμενικού. Διότι η παράσταση ήταν πριβέ. Κι η θάλασσα πριβέ. Και ο θάνατος πριβέ.
Ικετηρία
Παναγιώτης Ρίζος
Παπαδόπουλος 2016
Σελ. 96, τιμή εκδότη €10,99