Για τη συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου Τραμπάλα (εκδ. Μελάνι).
Της Μέμης Κατσώνη
Με το τρίτο του βιβλίο, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος μας δίνει πια αρκετά ερείσματα ώστε να μιλήσουμε για ένα είδος ανθρώπου που κατοικεί τον συγγραφικό του τόπο: τον Homo Gezi. Τον συναντήσαμε στην ποίησή του (Ανεκπλήρωτοι Φόβοι) και τον γνωρίσαμε από την κόψη στο μυθιστόρημά του Λάσπη. Οι άνθρωποι του Γκέζου δεν έχουν ανοσοποιητικό. Ό,τι άλλους τους δροσίζει, εκείνους τους τσακίζει. «...της χλόης το πράσινο / μου τσάκισε το στομάχι». Δεν έχει ούτε καν δέρμα, του λείπει το μεγαλύτερο, το σωτήριο όργανο, η ασπίδα του ανοσοποιητικού, ό,τι μας χαρίζει την αφή του έχει αφαιρεθεί, είναι γδαρμένος. Τα πάντα τον πονάνε, τα πάντα τον απειλούν.
Στην Τραμπάλα, μας ενημερώνει από το πρώτο διήγημα «Κεφάλι στο τζάμι», απολογείται από την πρώτη σελίδα: «συγγνώμη για την ενόχληση αλλά έχω ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας...» και εξηγεί πως δεν μπορεί να μοιραστεί τον αέρα με άλλα άτομα. Ζει βαθιά μέσα του, κατοικεί στο στομάχι του και συχνά προσπαθεί να επικοινωνήσει μέσα απ’ αυτό, μέσα από την τροφή και την έμμεση. Δεν καταλαβαίνει τι λέμε όταν μιλάμε, αν μιλάμε, φαίνεται αποσυνάγωγος αλλά και υπερόπτης κι όμως δεν είναι στην ουσία ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δεν είναι καν ο «άλλος».
Οι εκφάνσεις και οι εντάσεις θυμίζουν συχνά τους ήρωες του Saul Bellow που γδαρμένοι κι αυτοί παλεύουν για τη χαμένη τους ομοιόσταση, μόνο που εκείνοι έχουν ιδιωτική ζωή, ο Homo Gezi δεν μπορεί να έχει, δεν είναι ιδιώτης.
Έχει πικρότατη και ουσιαστικότατη αίσθηση χιούμορ και σχεδόν κυριολεκτικό αυτοσαρκασμό αφού όποτε τρώει, ό,τι κι αν τρώει, τρώει τις σάρκες του. Και κατά βάθος φταίει, φταίει για όλα, και γι’ αυτά που του έκαναν, και γι’ αυτά που δεν συνέβησαν, γι’ αυτά που δεν τον αφορούν, για τα περασμένα και τα μελλούμενα. Οι μυρωδιές τον τρυπούν σαν καρφιά, πράγματα που ούτε καν προσέχουμε πια όπως η λέξη Αρτοποιητής τον (συν)θλίβουν, τον γονατίζουν. Γιατί ξέρει πως είναι απροστάτευτος: ο Homo Gezi θα εισπράξει –αν και άκαπνος– στο διήγημα «Το δώρο» τον καρκίνο που γλίτωσε ο καπνιστής πατέρας του. Θα ταυτιστεί με το λιωμένο σκαντζοχοιράκι, «ένα μωρό ρε με πατουσάκια και μεγάλα μάτια από μαύρο κεχριμπάρι», θα θρηνήσει για τα δεδομένα, θα θρηνήσει για το τίποτα.
Γιατί κάποιος επιτέλους πρέπει να το κάνει: η ένταση στη γραφή του Γκέζου είναι απολύτως δικαιολογημένη, υπάρχει λόγος σοβαρός για αυτές τις σελίδες που τις γυρίζεις σαν να παρακολουθείς τον Τζέιμς Μποντ αλλά εδώ πρωταγωνιστεί ο μόνος πόνος. Οι εκφάνσεις και οι εντάσεις θυμίζουν συχνά τους ήρωες του Saul Bellow που γδαρμένοι κι αυτοί παλεύουν για τη χαμένη τους ομοιόσταση, μόνο που εκείνοι έχουν ιδιωτική ζωή, ο Homo Gezi δεν μπορεί να έχει, δεν είναι ιδιώτης. Χωρίς δέρμα είναι δημόσιο θέαμα, δεν έχει προσωπική ζωή, σε μερικά μόνο διηγήματα (π.χ. «Κλεμμένο Λουλούδι») διαβλέπουμε πως κάποτε ίσως είχε.
Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος
|
Ο ρυθμός των ιστοριών συμβαδίζει με τις περιπέτειες αυτού του Προμηθέα που τρώει τα συκώτια του μέσα από ρουτίνες και ανατροπές, περιβαλλόμενος από σκιώδεις συνήθως άλλους, «ευκαιριακές φιγούρες που αφήνουν το σχήμα τους στα μαξιλάρια» – εξαίρεση «Οι καρδιές για φάγωμα» όπου σκιώδης είναι ο ίδιος. Είναι ο ρυθμός της τραμπάλας που, όσο κι αν τραμπαλίζεται, θα φέρει εν τέλει τα πιο πολλά παιδιά στο απέναντι κάθισμα, στην αντίπερα μεριά. Κι ο Homo Gezi θα αιωρείται με την τρίχινη γραβάτα στο λαιμό μέχρι να φύγουν τα παιδιά και τότε η τραμπάλα θα προσγειωθεί και η γραβάτα θα γίνει αγχόνη.
Για να μην παρεξηγηθώ, ο Homo Gezi δεν είναι ο Μεσσίας που σταυρώναμε, η φωνή της συνείδησής μας. Μπορεί να γίνει ακόμα και χειριστικός όπως στο troll διήγημα της συλλογής, «Το χασμουρητό» όπου ο ήρωας στο τέλος έμαθε να πλασάρει το γδαρμένο του εγώ, να εκμεταλλεύεται το χάσμα ανάμεσα σ’ εκείνον και τους άλλους, να κάνει απόσβεση.
Θα ξαναγυρίσει όμως στη φρίκη, φρίκη για όλους τους παρόντες αυτή τη φορά, στην τελευταία ιστορία όπου είναι ο μόνος που δεν κλαίει, ένα παιδί μπροστά στο όπλο, μπροστά στον λευκό σχολικό πίνακα που γίνεται έργο αιματηρής τέχνης. Κι αν σέρνει το τραύμα του στους ψυχιάτρους μας λέει πως έτσι κι αλλιώς εκεί θα κατέληγε, διαλέγει αυτή την ιστορία για να μας πει πως αγαπάει μόνο τον εαυτό του και δεν μας εκπλήσσει. Αφού μόνο αυτόν έχει.
Γι’ άλλη μια φορά στην τραμπάλα, με όλα τα παιδιά απ’ την άλλη μεριά, αιωρείται ο Homo Gezi, ακόμα κι ο φίλος του ο Δημήτρης, το τοτέμ της αταραξίας τώρα κλαίει γοερά αλλά ο ίδιος δεν ρίχνει ούτε ένα δάκρυ και νιώθει ενοχές για ό,τι διαδραματίστηκε, ενοχές που δεν μας εξηγεί αλλά τις καταλαβαίνουμε γιατί τώρα πια γνωριζόμαστε και τότε μας κλείνει το μάτι, λύνει την τρίχινη γραβάτα, προσγειώνεται και αποδραματοποιείται.
* Η ΜΕΜΗ ΚΑΤΣΩΝΗ είναι συγγραφέας.
Απόσπασμα από το διήγημα Σκαντζόχοιρος.
Ούτε που ξέρω γιατί μάζεψα εκείνον τον σκοτωμένο σκαντζόχοιρο από την άκρη του δρόμου. Πολλές ακόμα φορές στους καθημερινούς βραδινούς μου περιπάτους έξω από το χωριό κι ανάμεσα στα περιβόλια είχα πετύχει ζωάκια χτυπημένα από αυτοκίνητα ή μηχανάκια, αλεπούδες γάτες σκυλιά, αλλά όλα ήταν πατημένα και λιωμένα, ενώ αυτό εδώ δεν ξέρω πώς αλλά είχε μείνει σχεδόν άθικτο, μόνο με ένα μπουκέτο γυαλιστερά κόκκινα άντερα να βγαίνουν από την κοιλιά του και να απλώνονται σαν ζωγραφιά από κιμωλία πάνω στην άσφαλτο. Τώρα τον έχω μέσα σε ένα μαύρο κουτί παπουτσιών πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, κι όταν φεύγω για τη δουλειά τού λέω καλημέρα κι όταν επιστρέφω από τη δουλειά του λέω καλησπέρα, μου αρέσει να ξέρω ότι είναι εκεί κουλουριασμένος και με το ακάνθινο καπέλο του καθώς εγώ διαβάζω ή γράφω ή βλέπω ταινία ή κοιμάμαι, πιστός κι αμετακίνητος όσο κανένας άνθρωπος ή σκύλος.
Τραμπάλα
Χρήστος Αρμάντο Γκέζος
Μελάνι 2016
Σελ. 112, τιμή εκδότη €9,00