Για την τελευταία συλλογή διηγημάτων του Αργύρη Χιόνη, Έχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες (εκδ. Κίχλη).
Της Έλενας Μαρούτσου
Είναι δύσκολο να διαβάσει κανείς χωρίς συγκίνηση ένα βιβλίο που έρχεται στο φως όταν ο συγγραφέας του δεν βρίσκεται πλέον ανάμεσά μας. Ο Αργύρης Χιόνης έφυγε απ’ τη ζωή ανήμερα τα Χριστούγεννα του 2011, σε ηλικία 68 ετών. Το επίθετο «αδικοχαμένος» το οποίο συνόδευε σε δημοσιεύματα της εποχής τον εκλιπόντα λογοτέχνη σκέφτομαι πως αφορά όχι μόνον αυτόν που χάνεται αλλά κι εμάς. Θα θέλαμε δηλαδή λίγο ακόμα αυτόν τον άνθρωπο ανάμεσά μας, θα θέλαμε κι άλλα βιβλία του στα χέρια μας. Η καρδιακή προσβολή σε αυτή την περίπτωση προσβάλλει με έναν τρόπο και τον αναγνώστη, στερώντας του το επόμενο βιβλίο, αυτό που είναι ακόμα στα σκαριά, στο νου του δημιουργού που έσβησε. Αυτή την προσβολή, έρχεται εδώ να διορθώσει η εκδότρια της Κίχλης, Γιώτα Κριτσέλη, μαζεύοντας τα κείμενα που έπεσαν αίφνης απ’ τα χέρια του θανόντος κατά γης, και προσφέροντάς τα με μεγάλη προσοχή και φροντίδα στο κοινό.
Χιούμορ με μελαγχολική επίγευση
Η προσωπική μου επαφή με το έργο του Χιόνη είχε ξεκινήσει πριν από μερικά χρόνια, όταν η Κίχλη εξέδωσε το Οριζόντιο ύψος, και άλλες αφύσικες ιστορίες, μια συλλογή από σύντομες ιστορίες υπό μορφήν μύθου συνοδευόμενες με εξαιρετικά καλαίσθητα σχέδια της Εύης Τσακνιά. Οι μύθοι αυτοί παρμένοι, όπως και οι παραδοσιακοί μύθοι, από τον κόσμο της φύσης, με πρωταγωνιστές πουλιά, ζώα, φυτά, πέτρες και χώματα, είχαν έντονο το αλληγορικό και ποιητικό στοιχείο, μεταγγίζοντας στον πεζό λόγο όλο το απόσταγμα της μακροχρόνιας θητείας του Χιόνη στην ποίηση. Ο υπόκωφος λυρισμός, η παιγνιώδης διάθεση, το υποδώρειο χιούμορ καθώς και η μελαγχολική επίγευση των σοφών επιμυθίων του, ειλικρινά κέρδισαν την ψυχή μου που αμέσως αισθάνθηκε σε οικείο περιβάλλον. Στο ίδιο οικείο περιβάλλον αισθάνθηκα να βρίσκομαι και πάλι διαβάζοντας την ανά χείρας συλλογή από επτά διηγήματα με τον τίτλο «Έχων σώας τα φρένας κι άλλες τρελές ιστορίες».
Ο υπόκωφος λυρισμός, η παιγνιώδης διάθεση, το υποδώρειο χιούμορ καθώς και η μελαγχολική επίγευση των σοφών επιμυθίων του, ειλικρινά κέρδισαν την ψυχή μου που αμέσως αισθάνθηκε σε οικείο περιβάλλον. Στο ίδιο οικείο περιβάλλον αισθάνθηκα να βρίσκομαι και πάλι διαβάζοντας την ανά χείρας συλλογή.
Σημαδιακή και με έναν τρόπο «ειρωνική» η πρόταξη του ομώνυμου διηγήματος «Έχων σώας τα φρένας», όπου ο αφηγητής συντάσσει τη διαθήκη του και ορίζει ως μοναδικό νόμιμο κληρονόμο το τραπέζι του, ως το πλέον αγαπημένο από τα τετράποδά του! Το τραπέζι, όπου πάνω του γράφει αυτό το τελευταίο του βιβλίο όπως και όσα προηγήθηκαν, η ανθεκτική και στέρεα αυτή βάση της εργασίας του αλλά και της συντροφιάς, του φαγητού, του πιοτού και της απόλαυσης, γίνεται ο σιωπηλός κληρονόμος της «περιουσίας» του ποιητή, ο οποίος όταν το έγραφε δεν ήξερε πως η διαθήκη αυτή θα ερχόταν στο φως μετά τον θάνατο του ίδιου, όπως γίνεται δηλαδή στην πραγματική ζωή.
«Ώστε να μη βαρύνεται η ψυχή…»
Η ειρωνεία, όχι μόνο της τύχης, αλλά και εκείνη που ως τρόπος θέασης και αποτύπωσης της ζωής στη λογοτεχνία συμβαδίζει με το χιούμορ, γίνεται σε αυτό το βιβλίο σωσίβια λέμβος ώστε να μη βυθιστεί κανείς στα βαθιά νερά του θέματος. Και ποια είναι αυτά τα νερά; Η μοναξιά, το «γήρασμα», όπως θα έλεγε κι ο Καβάφης, «του σώματος και της μορφής», η νοσταλγία του ερωτικού σφρίγους, τα δυσανάγνωστα όρια μεταξύ λογικής και τρέλας, το βάρος της προσωπικής μας ιστορίας, η προσπάθεια ανίχνευσης του δρόμου μας, οι δυσκολίες του ξεριζωμού κι οι ακόμα μεγαλύτερες του ριζώματος, τα εγκλήματα που εγκυμονεί κάθε αγάπη και κάθε οικογένεια, τα παράξενα πάρε-δώσε της μοίρας. «Επειδή το θέμα του βιβλίου είναι αρκετά βαρύ, ή μάλλον, δυσβάστακτο, το ύφος είναι συχνά παιγνιώδες, ώστε να μη βαρύνεται η ψυχή όχι μόνο του αναγνώστη αλλά και του ίδιου του συγγραφέα», ομολογεί τις προθέσεις του σε σημείωμά του ο Αργύρης Χιόνης.
Ως αποτέλεσμα εδώ συνυπάρχει το γλυκό με το πικρό, το ελαφρύ με το βαρύ, το σοβαρό με το αστείο, η ηδονή με την οδύνη αφού ο συγγραφέας μεριμνά να βουτήξει το πικρό χάπι μέσα σε ζάχαρη για να μας βοηθήσει να το καταπιούμε, παίρνοντας απόσταση τόσο από την κωμωδία όσο κι απ’ την τραγωδία, δείχνοντάς μας στην απόσταση πόσο η μια μοιάζει με την άλλη.
Ως αποτέλεσμα εδώ συνυπάρχει το γλυκό με το πικρό, το ελαφρύ με το βαρύ, το σοβαρό με το αστείο, η ηδονή με την οδύνη, αφού ο συγγραφέας μεριμνά να βουτήξει το πικρό χάπι μέσα σε ζάχαρη για να μας βοηθήσει να το καταπιούμε, παίρνοντας απόσταση τόσο από την κωμωδία όσο κι απ’ την τραγωδία, δείχνοντάς μας στην απόσταση πόσο η μια μοιάζει με την άλλη. «Όλα εδώ κάτω είναι ένα αστείο», λέει ο Fantasio κι ο Μάκμπεθ συναινεί: «Τίποτε σοβαρό δεν υπάρχει στη θνητότητα, όλα είναι ένα παιδικό παιχνίδι». Κι η ποίηση, ως ένα παιδικό παιχνίδι θα μπορούσε να νοηθεί, πάνω στο οποίο ο ποιητής ξημεροβραδιάζεται με όλη τη σοβαρότητα που παίζει ένα παιδί.
Η μαγική κυριαρχία της γλώσσας
Ο Αργύρης Χιόνης ούτε σε αυτή την τελευταία συλλογή έχει εγκαταλείψει τα αγαπημένα του παιχνίδια: την αλληγορία, το λογοπαίγνιο, τη μεταφορά, το ψευδοδοκίμιο, το παραμύθι, την παρωδία ετυμολογικών σχολίων κι εγκυκλοπαιδικών λημμάτων, την απόδοση ανθρώπινων χαρακτηριστικών σε ζώα και πράγματα. Ο Χιόνης, ως ποιητής, γνωρίζει την μαγική κυριαρχία της γλώσσας πάνω στο νόημα. Ο ποιητής και το παιδί κρατούν ένα βότσαλο και το βαφτίζουν κήπο. Επινοούν για μια πριγκίπισσα ένα ανήκουστο γενεαλογικό δέντρο, που απ’ τα κλαδιά του κρέμεται η στοιχειωμένη κούνια της δικής τους παιδικής ηλικίας. Η παιδική ηλικία του Αργύρη Χιόνη αλλά και άλλες περίοδοι της ζωής του είναι σπαρμένες στο χαλί της αφήγησης, μια που η αλληγορία είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλάς για τα οικεία και η μεταφορά δεν μας μεταφέρει τελικά παρά εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε: τον εαυτό μας. Τη δική του ιστορία αφηγείται ξανά και ξανά ο παραμυθάς ποιητής, κι αν τη λέει καλά, καταλήγει να μιλά εκ μέρους όλων.
Η παιδική ηλικία του Αργύρη Χιόνη αλλά και άλλες περίοδοι της ζωής του είναι σπαρμένες στο χαλί της αφήγησης, μια που η αλληγορία είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλάς για τα οικεία και η μεταφορά δεν μας μεταφέρει τελικά παρά εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε: τον εαυτό μας.
Φευγαλέα και παντοτινά
Η ειρωνεία, το σκώμμα, η σάτιρα, η παρωδία, είναι όλα τους παιδιά χαμογελαστά μα και στοχαστικά. Η ελαφρότητά τους είναι συχνά επιφανειακή. Στην πραγματικότητα έχουν ρίζες βαθιά κρυμμένες στο συναίσθημα, όπως φαίνεται από το πλεόν σπαρακτικό, κατά τη γνώμη μου, διήγημα της συλλογής, με τον τίτλο «Τότε που η Χίμαιρα». Μια μέρα ο αφηγητής βρίσκει στον κήπο του ένα μικρό παράξενο πληγωμένο ζώο. Το παίρνει σπίτι και το φροντίζει και όσο ζει μαζί του γράφει τα καλύτερα, τα πιο βαθιά και δυνατά του ποιήματα. Όταν το ζώο κάποια στιγμή εξαφανίζεται, εξαφανίζεται μαζί του κι η έμπνευση του ποιητή. «Μη φεύγεις θηρίο / θηρίο με τα σιδερένια δόντια», παρακαλούσε κάποτε ο Σαχτούρης την αρρώστια του μια που, όπως όλοι η δημιουργοί γνωρίζουν, η πληγή είναι η πηγή της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Κι αν αυτή την πληγωμένη Μούσα την ονομάζει εδώ ο Χιόνης «Χίμαιρα», ίσως είναι γιατί γνωρίζει πόσο δύσκολο είναι κανείς να την αιχμαλωτίσει∙ είναι φτιαγμένη για να φεύγει, η ουσία της είναι η Απώλεια. Η Απώλεια άλλωστε σφραγίζει κάθε σελίδα του τελευταίου αυτού βιβλίου του εκλιπόντος ποιητή, που βρήκε όμως τον τρόπο να σμιλέψει για πάντα στο πρόσωπο της ποίησής του την φευγαλέα και πολύτιμη στιγμή ανάμεσα στο δάκρυ και το χαμόγελο.
* Η ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
** Στην κεντρική εικόνα, ο πίνακας Meditation του Ρενέ Μαγκρίτ.
Έχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες
Αργύρης Χιόνης
Κίχλη 2016
Σελ. 208, τιμή εκδότη €13,80