Για το μυθιστόρημα της Ευδοκίας Κιμωλιάτη Παράλληλοι κόσμοι (εκδ. Studio aMID).
Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Η Μαργαρίτα είναι μια από τις εκατομμύρια γυναίκες του κόσμου που ένιωσε να ακολουθεί μια μοίρα που δεν ήταν δική της. Τόλμησε να αποδράσει ή πίστεψε ότι απέδρασε. Η Μάσα, η κόρη που άφησε πίσω της, μεγαλώνει και την αναζητά. Φτιάχνει ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστεί η μητέρα της, απευθύνεται σ’ εκείνην νοητικά, κυρίως μέσω ενός μπλογκ, αλλά και από άλλες ηλεκτρονικές διόδους που καθρεφτίζουν τα ανάμικτα συναισθήματά της: την άκρατη αγάπη και τον θαυμασμό αλλά και το κενό που έχει δημιουργήσει μέσα της η αίσθηση της απώλειας και της εγκατάλειψης. Η μάνα – Μαργαρίτα, άφησε τον πατέρα – άντρα της και την κόρη της Μάσα (13χρονη) κι έφυγε στο Παρίσι να γίνει συγγραφέας. Ζει στο δωμάτιο 046, στις πίσω αυλή ενός 5ορόφου κτηρίου στο ανατολικό Παρίσι. Ο πατέρας εμφανίζεται ως μορφή σποραδικά στην αφήγηση. Κυριαρχεί η μορφή της μάνας.
Η Μάσα δεν σπούδασε επιλέγοντας να καθαρίζει δωμάτια ξενοδοχείων, σε μια προσπάθεια να βρίσκεται σε χώρους που ξενοδοχούνται άνθρωποι που φεύγουν από την εστία τους, όπως η μάνα της.
Η Μάσα μένει στο υπόγειο διαμέρισμα της οδού Κω στην Κυψέλη, στην Αθήνα, στο διαμέρισμα που ζούσε και η Μαργαρίτα πριν το εγκαταλείψει. Η Μάσα δεν σπούδασε επιλέγοντας να καθαρίζει δωμάτια ξενοδοχείων, σε μια προσπάθεια να βρίσκεται σε χώρους που ξενοδοχούνται άνθρωποι που φεύγουν από την εστία τους, όπως η μάνα της. Τα σωθικά της Μάσα καίγονται από τα κάρβουνα μνήμης της μάνας της. Βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση αποδοχής από τη μητέρα της και διακτινίζεται νοητικά στο διαμέρισμα 046 του Παρισιού για να διαβάσει τα χειρόγραφα των μυθιστορηματικών σχεδιασμάτων της Μαργαρίτας, οι δοκιμές της οποίας απευθύνονται στη Μάσα. Ωστόσο ούτε η Μάσα γνωρίζει ποιος είναι ο συγγραφέας των χειρογράφων, αφού υποτίθεται ότι μπαίνει στο δωμάτιο να καθαρίσει σε χρόνο που λείπει ο ένοικος, ούτε η Μαργαρίτα γνωρίζει ότι η κόρη της έχει ένα τρόπο υπερβατικό ώστε να διαβάζει τα χειρόγραφα που έχουν αυτήν δυνητικό ποθητό αναγνώστη. Και δεν αποκλείεται όλο αυτό, ακόμη και τα κείμενα στα χειρόγραφα, να μη συμβαίνει πιο πέρα από τη φαντασία της Μάσα.
Στο υπόγειο διαμέρισμα της Κυψέλης μεγάλωσε και η Μαργαρίτα.
Τα δύο μοναδικά παράθυρα του σπιτιού άνοιγαν από την πίσω μεριά, κάτω απ’ την οδό Δροσοπούλου, αυτός άλλωστε ήταν κι ο λόγος που έμεναν μονίμως κλειστά. Η Μαργαρίτα χανόταν πίσω από την διακριτικότητα του υπογείου και μάθαινε τον κόσμο. Στην Μαργαρίτα άρεσε να παρακολουθεί τον κόσμο με δόσεις. Η Μαργαρίτα είχε βάλει για τίτλο στην έκθεση με ελεύθερο θέμα, «Ο Μερικός κόσμος». Παρακολουθούσε στιγμιότυπα από ρόδες αυτοκινήτων, αντί για αυτοκίνητα, γάμπες αντί για πόδια, μπατζάκια αντί για παντελόνια, μια επιλογή απ’ τις καλύτερες στιγμές της μέρας. Και της άρεσε. Ήταν σαν να έβλεπε ό,τι οι άλλοι δεν μπορούσαν να δουν, τα μικρά μυστικά μιας βιαστικής καθημερινότητας. Τα υπόλοιπα έπρεπε να τα φαντάζεται.
Φανταζόταν λοιπόν ότι ζούσε σ’ ένα υποβρύχιο κάτω απ’ το νερό και ότι κοιτούσε απ’ το παρατηρητήριο τα ψάρια να κολυμπούν στους μολυσμένους ρυθμούς της πόλης, μεταφέροντας ανύποπτα μέσα στα χαρακώματα τα προδομένα τους μυστικά: μια μαύρη ελιά στο εσωτερικό ενός μηρού, μια τρύπα στην καλτσοδέτα, πρόχειρα στερεωμένη με λίγο βερνίκι, ένα χέρι χωμένο σε μια τσέπη – χειροβομβίδα. Κι ακόμα ένα πείσμα καρφιτσωμένο σ’ ένα δυνατό χτύπημα τακουνιού, ένας θυμός δεμένος κόμπο στο λαρύγγι ενός αστραγάλου, μια πρόκληση στο καλοκαιρινό βαμμένο νυχάκι του ποδιού, μια τριχωτή παράκληση…
Το πιο πάνω απόσπασμα δίνει μιαν αίσθηση του αφηγηματικού τρόπου της Εύης Κιμωλιάτη, και λέω μιαν αίσθηση γιατί μετέρχεται διάφορους αφηγηματικούς τρόπους η συγγραφέας. Έχοντας μελετήσει, η ίδια, το Νέο Μυθιστόρημα -αφού διδάσκει φιλολογία στη Σορβόννη (Paris Ι) και η ειδίκευσή της αφορά στην υφολογία και την λογοτεχνία του 20ου αι. καθώς και στο Νέο Μυθιστόρημα- υποθέτω πως ήταν επόμενο να έλκεται από τους αφηγηματικούς τρόπους των θεμελιωτών του.
Το Νέο Μυθιστόρημα έτρωσε θεμελιώδεις πυρήνες του ρεαλιστικού μυθιστορήματος: την παντοκρατορία του συγγραφέα-αφηγητή, την ολοκληρωμένη ψυχολογική παρουσίαση ενός κεντρικού μυθιστορηματικού προσώπου και τη δέσμευση της παρουσίασης του αφηγηματικού υλικού με χρονολογική αλληλουχία.
Το Νέο Μυθιστόρημα εμφανίστηκε στη γαλλική λογοτεχνία με τα έργα της Ναταλί Σαρρώτ και έφτασε στην ακμή του κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 με κυριότερους εκπροσώπους του την Μαργκερίτ Ντυράς, τον Κλωντ Μωριάκ, τον Ζαν Ρικαρντού, τον Κλωντ Σιμόν και τον πολυσχιδή Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ, ο οποίος θεμελίωσε την ομάδα η οποία εκφράστηκε μέσα από τις Εκδόσεις του Μεσονυχτίου. Οι πεζογράφοι αυτής της ομάδας ήρθαν σε ρήξη με την παραδοσιακή μυθιστορηματική γραφή και με τον μοντερνισμό, που κυριαρχούσε από τον Μεσοπόλεμο στην Τέχνη. Το Νέο Μυθιστόρημα έτρωσε θεμελιώδεις πυρήνες του ρεαλιστικού μυθιστορήματος: την παντοκρατορία του συγγραφέα-αφηγητή, την ολοκληρωμένη ψυχολογική παρουσίαση ενός κεντρικού μυθιστορηματικού προσώπου και τη δέσμευση της παρουσίασης του αφηγηματικού υλικού με χρονολογική αλληλουχία. Ως προς την πλοκή και το θέμα, οι συγγραφείς του Νέου Μυθιστορήματος επιδίωξαν την αφαίρεση, τη συσκότιση και εν τέλει την αβεβαιότητα. Το πετυχαίνουν με την ελαχιστοποίηση της δράσης και την εξάντληση της πλοκής σε στιγμιότυπα ζωής. Ο μινιμαλιστικός Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ, μάλιστα, παραθέτει επεισόδια, αντί ν’ απλώνει την αφήγηση γραμμικά.
Στην Ελλάδα συγγραφείς που επηρεάστηκαν και στο έργο τους ανιχνεύονται δομές και τρόποι του νέου μυθιστορήματος είναι οι: Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ, Κωστούλα Μητροπούλου, Γιώργος Χειμωνάς, Επαμεινώνδας Γονατάς κι ως ένα βαθμό η Μαργαρίτα Λυμπεράκη αλλά και ο Χριστόφορος Μηλιώνης της πρώιμης περιόδου.
Οι Παράλληλοι Κόσμοι της Εύης Κιμωλιάτη δομούνται, ως έναν βαθμό, σε φόρμες του Νέου Μυθιστορήματος. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, οι αφηγηματικοί τρόποι είναι περισσότεροι του ενός. Υπάρχει τριτοπρόσωπος αφηγητής αλλά ο αφηγηματικός τρόπος της Μάσα γίνεται μέσα από ηλεκτρονικά μηνύματα, με το σταθερά πανομοιότυπο μήνυμα κραυγή / έκκληση: Ελάτε να με πάρετε, και μέσα από ιστολόγια, η δε Μαργαρίτα στις μυθιστορηματικές δοκιμές της χρησιμοποιεί γραμμική αφήγηση, με λόγο ευθύ, κι έχουμε ένα μυθιστόρημα, ή αν θέλετε ψήγματά του, μέσα στο μυθιστόρημα. Τέλος το ίδιο το μυθιστόρημα σπάει ως και την κλασσική έκταση αυτού του είδους και ολοκληρώνεται σε μέγεθος κλασσικής νουβέλας.
Μπροστά στο μυθιστόρημά της η Μαργαρίτα παλεύει με τις αναμνήσεις του μέλλοντος της άγνωστης κόρης της. Το λευκό φως πάνω στο ανοιγμένο τετράδιο κάνει τα μαύρα γράμματα να γυαλίζουν από ευτυχία. Χοροπηδούν οι αισθήσεις μπροστά στα μάτια της χωρίς να μπορεί να τις πιάσει. Την κοροϊδεύει η έμπνευση. Γελάει με την ψυχή της.
Φεύγοντας, άφησε πίσω της ένα πλάσμα κι έναν λόγο, τον ευθύ. Δεν είχε φίλους κι ήταν σίγουρη. Δεν είχε όμως γλώσσα κι ήταν συγγραφέας. Αυτήν την γλώσσα πάλευε τώρα να την εφεύρει απ’ την αρχή. Είχε πλαγιάσει ο λόγος και δυσκολευόταν να τον ορθώσει στα πόδια του για να μην πέσει. Μα γιατί δεν γράφεις στα γαλλικά; Η δυτική λογοτεχνία είναι πολύ πιο ευέλικτη σε τέτοιες νεοτερικές δομές.
Η Ευδοκία Κιμωλιάτη
|
Μπορούμε να εντοπίσουμε στο κείμενο αντιμεταθέσεις λέξεων που διαφοροποιούν το νόημα μέσα στη φράση, π.χ.: Η Μάσα κρατάει το χειρόγραφο που τρέμει σαν φυλλοκάρδι μέσα στην τσαλακωμένη χούφτα της. Η ευθεία παράταξη, όπως γίνεται αντιληπτό, θα ήταν: Η Μάσα κρατάει το τσαλακωμένο χειρόγραφο στη χούφτα της και τρέμει το φυλλοκάρδι της.
Γεννιέται κι ένα ερώτημα ως προς το πόσο αυτοβιογραφικό είναι το μυθιστόρημα της Εύης Κιμωλιάτη ή αν προτιμάτε πόσο έχουν ενταχθεί στοιχεία της αυτοβιογραφίας της στο κείμενο. Κι όχι μονάχα από το απόσπασμα που παρέθεσα κι από το ότι και η ίδια ξενιτεύτηκε. Υπάρχουν ακόμη δύο αναφορές που οδηγούν στο ερώτημα: Στη σ. 83 γράφει
Δεν σκεφτόταν το μέλλον. Σκεφτόταν τ’ αξεδιάλυτα και σκόρπια κομμάτια που άφηνε πίσω της. Μια κόρη μουτζουρωμένη σ’ ένα φύλλο χαρτί και πεταμένη στα σκουπίδια από την ίδια της τη μάνα, […] ένα απλήρωτο δωμάτιο ξενοδοχείου, μια ξεχαρβαλωμένη γέφυρα πίστης κι ελπίδας, κάτι κατειλημμένες υποχρεώσεις. […] Όχι δεν υπήρχαν άσπρα σπίτια παρά μόνο στην νοσταλγία της. Υπήρχαν ασβεστωμένες προσευχές που ήπιαν τον αμίλητο θεό. Πόλεις που αναβοσβήνουν σαν σινιάλα στον ορίζοντα. Κι ο εγωισμός που ζεσταίνει την πλάτη των ψευδαισθήσεων για να χουχουλιάζουν σε άδεια σεντούκια.
Όταν ήταν μικρή, έφτιαχνε καραβάκια από χαρτί που απόθετε κάθε πρωί στο ιδιότροπο ακρογιάλι, στον δρόμο για το σχολείο. Στο κατάρτι, το ίδιο πάντα μήνυμα: Ελάτε να με πάρετε. Ο γλυκός ήχος του Κορινθιακού άφηνε στα πόδια της χίλιες δυο υποσχέσεις.
Όσο κι αν η γραφή είναι πεζογράμματη, η νοσταλγία των Άσπρων Σπιτιών είναι και στην Εύη κεφαλαιογράμματη, όπως σε όλους όσους έζησαν στην πόλη που σχεδίασε το 1960 ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης, στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού. Και στη σ. 85 η περιγραφή για τα παιδικά χρόνια της Μάσα είναι χαρακτηριστική. Διαβάζουμε: Όταν ήταν μικρή, έφτιαχνε καραβάκια από χαρτί που απόθετε κάθε πρωί στο ιδιότροπο ακρογιάλι, στον δρόμο για το σχολείο. Στο κατάρτι, το ίδιο πάντα μήνυμα: Ελάτε να με πάρετε. Ο γλυκός ήχος του Κορινθιακού άφηνε στα πόδια της χίλιες δυο υποσχέσεις.
Και παίρνοντας αφορμή από τις ασβεστωμένες προσευχές που ήπιαν τον αμίλητο θεό, θα ήθελα να επισημάνω και το στοιχείο της χρήσης γνωστών γνωμικών φράσεων ή εκφράσεων σε αναδιάταξη ή σε αντιστροφή ενοιολογική ή ακόμη και αφορισμών αλλά και παρηχήσεων που πλουτίζουν την αφήγηση. Παραθέτω: Τελειώματα κάπου μεταξύ τόπου και χρόνου, μες σε καθρέφτες δίχως μνήμη, αναζητώντας μάταια ένα καινούργιο παρελθόν, έστω και μεταχειρισμένο. Εδώ έχουμε τον εμβληματικό στίχο του Τάσου Σαμαρτζή από το τραγούδι του Νότη Μαυρουδή. Τα ηθικά διδάγματα της νιότης της πήγαινε καιρός που η Μασούλα τα είχε θάψει στον κήπο με τ’ αγάλματα. Κι εδώ έχουμε τον τίτλο του υπέροχου βιβλίου της Ελένης Σαραντίτη που μεταφέρθηκε στην τηλεόραση από τον Παντελή Βούλγαρη και προβλήθηκε όταν η Κιμωλιάτη ήταν έφηβη. Στη σ. 56: Εκεί που σκαλώνει η ερμηνεία γεννιέται η τέχνη. Και στη σ. 82 κάτι που αποτελεί την καρδιά του μυθιστορήματος: Αυτή που γέννησα δεν έφτασε να πει τα βάσανά μου. Την έντυσα τα χρυσαφιά μου όνειρα, δυνάστευσα τη σκέψη της, της φόρεσα δικά μου μέτρα και σταθμά. Ο εγωισμός κύλησε απ’ τα σκέλια μου σαν μια τεράστια χνουδωτή μπάλα. Τ’ αγκάθια του μου ξέσκισαν τα γεννητικά όργανα. Τον έπλασα σαν ψωμί και τον έραψα να μου μοιάζει. Τερατογέννεση κατ’ εικόνα. Μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας, η μητρότητα. Φοβήθηκε την ομοιότητα του ίδιου της του παιδιού και το έβαλε στα πόδια. Γύρισε την πλάτη στον πειρασμό του έργου της, για να μην αντικρύσει την επίμονη εικόνα των δικών της λαθών. Ορίζεται συνεπώς η μητρότητα ως τραγωδία, αφού η συγγραφέας την προσδιορίζει με τον χαρακτηρισμό του Αριστοτέλη για την τραγωδία.
Απλήρωτοι κάματοι καμωμένοι από χαρτί, ή τέλος, Κι εκεί, στο ίδιο τραπεζάκι της κουζίνας, έκανε ολόκληρο ταξίδι από Γαλαξία σε γαλαξία κι από ελευθερία σε Ελευθερίτσα, στην κόψη πάντα της γραφής. Κενά τα κενά από κενά σε κενά να πέφτουν, την όψη να χαράξει για να χαραχτεί, να την απεικονίσει μήπως κι απεικονιστεί.
Το μυθιστόρημα γέμει παρηχήσεων και συνηχήσεων: Σκουντουφλάνε στο χάος της ανυπαρξίας τους, νομίζοντας πως προχωράνε, πως χωράνε και παραχωράνε στ’ ακατάληπτα ίχνη που αφήνουν από πέσιμο σε πέσιμο […], ή Αναδύονται σαν ξεριζωμένα φύκια οι χώροι όπου δεν χώρεσε, ή ακόμη, Απλήρωτοι κάματοι καμωμένοι από χαρτί, ή τέλος, Κι εκεί, στο ίδιο τραπεζάκι της κουζίνας, έκανε ολόκληρο ταξίδι από Γαλαξία σε γαλαξία κι από ελευθερία σε Ελευθερίτσα, στην κόψη πάντα της γραφής. Κενά τα κενά από κενά σε κενά να πέφτουν, την όψη να χαράξει για να χαραχτεί, να την απεικονίσει μήπως κι απεικονιστεί.
Κι αν εδώ έχουμε ένα πολιτικό σχόλιο πάνω στον εθνικό μας ύμνο και στο αίτημα της ελευθερίας, είναι ακόμη πιο ισχυρός και καθοριστικός ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας δίνει, σε αρκετά σημεία του κειμένου, το βάθος του εθνικού μας δράματος που έχει την αφετηριακή του εκκίνηση στην πτώση της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 1453. Έτσι στη σ. 31 έχουμε την εξής αποτύπωση: Καθώς απομακρύνεται η ακτή, βουλιάζει η μνήμη. Καταπίνει σκυλιά δάκρυα και χάρυβδες πόνους τους αποχωρισμούς. Σε χωνιά τους διυλίζει. Εδώ και πεντακόσια εξήντα χρόνια ρεύεται το ωμό τους κρέας και το αίμα των προγόνων της. Δεδομένου του ότι ο μυθιστορηματικός χρόνος έναρξης της αφήγησης είναι το 2013, αν αφαιρέσουμε τον αριθμό 560 που αναφέρεται στο παράθεμα έχουμε το έτος της Άλωσης: 1453. Και στη σ. 104: -Μαμά ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί; Ένωσε τα σημεία απ’ το χίλια τετρακόσια πενήντα τρία ως το δύο χιλιάδες δεκατέσσερα για να δεις ποιοι είναι οι κακοί και ποιοι οι καλοί. Κι ακόμη στη σ. 35: Σαν πράσινη πλαστική λεκάνη της μπουγάδας γέμισε η κοιλιά της με βρωμόνερα όπου πλατσούριζε περιμένοντας το εννιάμηνο να περάσει μια ιδέα παιδιού. Και τι ιδέα! Σαν την Μεγάλη Ελλάδα. Νααα σαν μολυσμένη πληγή!
Μία ακόμη επισήμανση. Στη σ. 37 διαβάζουμε: Δεν είχε συνειδητοποιήσει αμέσως πως ήταν έγκυος. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν τα ‘χε καλά μ’ αυτή την ειδεχθή συνήθεια του σώματός της να κατεβάζει κομμάτια από ερείπια σαρκών κάθε λίγο και λιγάκι. Μηνιαίες τρομοκρατικές ενέργειες. Ανακοινώσεις σε δισέλιδα πανιά κι εφημερίδες. Μηνιαίοι θάνατοι, λίγοι. Γεννοκτονίες τυλιγμένες σε χαρτί. Κόκκινα και μαύρα μυθιστορήματα που μύριζαν ψαρίλα. Σωρηδόν πεθαίναν μέσα της τα ασύλληπτα. Η απουσία λαβώνει μήτρες.
Το μυθιστόρημα αυτό δεν είναι μια γραμμική ιστορία για τον ισχυρότερο δεσμό ανάμεσα στα είδη, αυτόν της μάνας με το παιδί της, αλλά και μια σύνθεση, ένας διάλογος μεταξύ των αντιφάσεων της ελληνικής πραγματικότητας.
Εδώ, όσο κι αν η αφήγηση αναφέρεται στα έμμηνα των γυναικών, αυτή η διατύπωση κόκκινα και μαύρα μυθιστορήματα, με κάνει να σκέφτομαι ότι η Εύη Κιμωλιάτη κάνει ένα κλείσιμο του ματιού στον αναγνώστη και τον οδηγεί στον Σταντάλ και στο μυθιστόρημά του Το κόκκινο και το μαύρο. Αποδίδει μιαν ελάχιστη τιμή στον συγγραφέα που στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα περιφρονεί, στην καρδιά του ρομαντισμού, τον αισθητισμό και τον αισθηματισμό και τη μεγαλοστομία και παρουσιάζει τη δράση με έναν ρεαλισμό όχι ντοκουμενταρισμένο αλλά ψυχολογικό. Έτσι κάπως όπως η Ευδοκία Κιμωλιάτη στους Παράλληλους Κόσμους της.
Το μυθιστόρημα αυτό δεν είναι μια γραμμική ιστορία για τον ισχυρότερο δεσμό ανάμεσα στα είδη, αυτόν της μάνας με το παιδί της, αλλά και μια σύνθεση, ένας διάλογος μεταξύ των αντιφάσεων της ελληνικής πραγματικότητας, της ελληνικής έκφρασης, της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας, της άκρατης αγάπης για την πατρίδα και το αίσθημα της καταπίεσης που αποδιώχνει, εξορίζει, αυτοεξορίζεται και μετατρέπει την πατρίδα από μάνα σε μητριά. Η έκδοση είναι audio book και το έντυπο συνοδεύεται από δίσκο ακτίνας. Το αφηγημένο, από ηθοποιούς και την εκδότρια Νατάσα Μποζίνη, κείμενο είναι ντυμένο με πρωτότυπη μουσική του Μιχάλη Αβραμίδη.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ είναι ποιητής.
Παράλληλοι κόσμοι
Ευδοκία Κιμωλιάτη
Studio aMID 2015