Για το μυθιστόρημα της Μάνιας Διαμαντή Η κοιλιά της πέτρας (εκδ. Γαβριηλίδη).
Της Άντας Κατσίκη-Γκίβαλου
Δεκαετία του ’80, εποχή ανατάσεων, ελπίδας, αλλαγής, επιθυμίας εκπλήρωσης οραμάτων ατομικών και συλλογικών. Αυτό είναι το ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό κλίμα στο οποίο τοποθετείται η ιστορία των τριών μυθοπλαστικών ηρώων, της Εύας, του Ζώη και του Βιτάλι στο μυθιστόρημα της Μάνιας Διαμαντή. Όλοι τους θέλουν να αλλάξουν τη ζωή τους –τα ίδια τα ονόματά τους σημασιολογικά και συμβολικά συνδέονται με τη ζωή και την αναδημιουργική δύναμή της–, να υλοποιήσουν τα όνειρά τους, χωρίς τελικά να το καταφέρνουν, δέσμιοι όχι μόνο της ιδιαίτερης πατρίδας τους από την οποία προσπαθούν να δραπετεύσουν χωρίς να το κατορθώνουν, αλλά και όλου του βιωμένου πολιτισμού και των κοινωνικών δομών που τους καθορίζουν.
Οι ζωές των ηρώων διασταυρώνονται στον αγώνα τους να επιλέξουν ανάμεσα σε δυο τόπους, τον τόπο καταγωγής και τον τόπο που θεωρούν ότι θα τους προσφέρει την ευτυχία ικανοποιώντας τις επιθυμίες τους, χωρίς καν να τον γνωρίζουν.
Οι ζωές των ηρώων διασταυρώνονται στον αγώνα τους να επιλέξουν ανάμεσα σε δυο τόπους, τον τόπο καταγωγής και τον τόπο που θεωρούν ότι θα τους προσφέρει την ευτυχία ικανοποιώντας τις επιθυμίες τους, χωρίς καν να τον γνωρίζουν. Η Εύα ονειρεύεται να απομακρυνθεί από το μίζερο και βεβαρυμένο ψυχικά οικογενειακό μικροαστικό περιβάλλον και μετά το γάμο της με το Ζώη να βρεθεί στην ευδαίμονα αλλοδαπή: «Η Εύα ανακοίνωσε στην Ερμιόνη ότι παντρεύεται αφού είχε γίνει η δημοσίευση στην εφημερίδα και αφού είχαν τυπωθεί τα προσκλητήρια, κι αυτό γιατί ήξερε την αντίδραση. (σ.30) […] ”Και γιατί είπαμε διαλέξατε το Λίβερπουλ;” […] Θα μπορούσε κάλλιστα να μην ήταν το Λίβερπουλ αλλά η Οστάνδη, το Άμστερνταμ ή ακόμη και το Μάλμε στη Σουηδία […] ή ένα οποιοδήποτε λιμάνι της Ευρώπης που ο Ζώης από παιδί ονειρευόταν και είχε τόσα ακούσει» (σ.32). Ο Ζώης ήθελε να γίνει ναυτικός και όχι να διευθύνει στην Πάρο το λατομείο του πατέρα του: «Λεφτά, ταυτότητα, διαβατήριο. Τώρα που κοιμούνται. Ο Ζώης αφουγκράζεται και ξεκλειδώνει την πόρτα. Μαλακά. Το ίδιο μαλακά κλείνει την εξώπορτα πίσω του. […] Δεν χρωστώ, δεν μου χρωστάνε, ψιθυρίζει μέσα του σε όλη τη διαδρομή και δεν σταματάει…» (σ.16), ενώ ο Βιτάλι, παιδί πολιτικών προσφύγων γεννημένος στη Σοβιετική Ένωση, διακεκριμένος χορευτής των Μπαλέτων Κιέβου, θέλει να γυρίσει και να ζήσει στην Ελλάδα, κυρίως για να γνωρίσει το δυτικό τρόπο ζωής: «Ο Βιτάλι αλλιώς τους φανταζότανε τους Έλληνες. Της Ελλάδας τους Έλληνες. Περισσότερο κακομοίρηδες και λιγότερο άρχοντες. […] Όλοι τους με τζιν. Όχι μόνο μπλε αλλά και άσπρα και γκρίζα και μαύρα. Όλων των χρωμάτων. Και στα πόδια τους αθλητικά. Όλων των ειδών […] Και μετά στα μαγαζιά, που δείχνανε μια έτσι με το χέρι και παίρνανε αυτό που θέλανε… Άρχοντες. Αυτό θα πει άρχοντες» (σ.63-64).
Η Μάνια Διαμαντή στο πρώτο της αυτό μυθιστόρημα μέσα από συχνά flashback, συνειρμούς, περιγραφές ψυχικών καταστάσεων και καθημερινότητας, με κοφτές, συχνά ονοματικές προτάσεις αναδεικνύει τις παράλληλες αλλά και τεμνόμενες ζωές των ηρώων.
Και στα τέσσερα μέρη του μυθιστορήματος που τιτλοφορούνται με διάφορα είδη χορών Πόλκα, Ροκ, Ταραντέλα και Μπλουζ, σηματοδοτώντας την ένταση της δράσης ή την ψυχολογία και αλληλόδραση των ηρώων, οι τρεις μυθοπλαστικοί ήρωες προσπαθούν να πάρουν την τύχη της ζωής τους στα χέρια τους. Παράλληλα, τα μουσικά διακείμενα μας μεταφέρουν στο ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον της δεκαετίας του ’80 που υπόρρητα τους επηρεάζει.
Η συγγραφέας είτε με εικόνες είτε μέσα από διακείμενα επαναφέρει το κυρίαρχο δίλημμα. «Να αγαπάς τη ζωή και να έχεις ανοιχτό καλάθι για να σου πέφτουν τα καλούδια ή να την τρέμεις κι όλο να συλλογιέσαι ότι μπορεί να σου λάχουν λογιών λογιών βάσανα, τι απ' τα δυο το δυνατότερο, ε, αυτό στο τέλος νικάει» (σ.125). Την άποψη αυτή ενισχύει παραπέμποντας στον Αριστοτέλη ο οποίος αναφέρεται στην αποκλειστική ευθύνη του ανθρώπου, «του δίδυμου του Θεού» για τη μοίρα του (σ.126).
Η Μάνια Διαμαντή στο πρώτο της αυτό μυθιστόρημα μέσα από συχνά flashback, συνειρμούς, περιγραφές ψυχικών καταστάσεων και καθημερινότητας, με κοφτές, συχνά ονοματικές προτάσεις αναδεικνύει τις παράλληλες αλλά και τεμνόμενες ζωές των ηρώων. Μας μεταφέρει από τη ζωή του ενός ήρωα σ΄αυτήν του άλλου και τέλος στην κοινή τους διαβίωση, τόσο μοναχική και ξένη, σαν τον σκαραβαίο, το απολίθωμα που ο Βιτάλι βρήκε «στην κοιλιά της πέτρας. Θεόρατης. Ο κακομοίρης. Νερό του έλειψε, αέρας; Ποιος ξέρει τι του 'φταιξε και πέτρωσε» (σ.159). Σ΄αυτά τα λόγια του Βιτάλι συμπυκνώνεται το αίσθημα της εσώτερης μοναξιάς και ουσιαστικής ακινησίας των ηρώων σ’ έναν κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται. Τους λείπουν τα ζωτικά στοιχεία αέρας και νερό και έτσι, ενώ βρίσκονται σε διαρκή κίνηση και εναλλαγή μένουν πάντα οι ίδιοι, ανίκανοι να μεταλλάξουν τη ζωή τους, εντέλει μόνοι.
* Η ΆΝΤΑ ΚΑΤΣΙΚΗ-ΓΚΙΒΑΛΟΥ είναι Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η κοιλιά της πέτρας
Μάνια Διαμαντή
Εκδ. Γαβριηλίδη 2016
Σελ. 192, τιμή εκδότη €12,72