Για τη συλλογή διηγημάτων του Τόλη Νικηφόρου Αγνώστου στρατιώτου (εκδ. Μανδραγόρας).
Του Παναγιώτη Γούτα
Η ρεαλιστική (και όχι καθαρώς μυθοπλαστική) απεικόνιση της πόλης της Θεσσαλονίκης στην πεζογραφία αφορά, σε γενικές γραμμές, τρεις άξονες, τρεις ξεχωριστές τάσεις, με συγκεκριμένους εκπροσώπους η κάθε μία. Στους παλιότερους συγγραφείς της πόλης που ανήγαγαν την πόλη σε μύθο, πλέκοντας και υφαίνοντας κατά συνέπεια και τον δικό τους λογοτεχνικό μύθο (Ιωάννου, Πεντζίκης και, δευτερευόντως, η περίπτωση του Αλβέρτου Ναρ, αναφορικά με το εβραϊκό στοιχείο της πόλης). Αυτοί οι εμβληματικοί συγγραφείς ταυτίστηκαν στα κείμενά τους ακόμη και σωματικά με την πόλη, παρά τη μεγάλη αξία τους όμως και την απαράμιλλη δεξιοτεχνία τους, δεν απέφυγαν ένα στοιχείο υπερβολής στα κείμενά τους, για να μην πω πως κάποιες φορές εκβίασαν κατά κάποιο τρόπο την ανάδειξη της πόλης σε υπέρτατη αξία (Μητέρα Θεσσαλονίκη, Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Σαλονικάι δηλαδή Σαλονικιός κτλ.).
Η δεύτερη κατηγορία αφορά το κοίταγμα της ιστορίας της πόλης, την σε βάθος χρόνου μελέτη της ιστορίας και τοπιογραφίας της, από λογοτέχνες που συσχέτισαν και ερμήνευσαν (κατά τη γνώμη τους πάντα) το άγονο και αμήχανο παρόν της με βάση το παρελθόν της και τις κοινωνικές και ιστορικοπολιτικές πτυχώσεις και διαστρωματώσεις που δρουν ακόμη υπόγεια στις συμπεριφορές μας και στη νοοτροπία μας. Σερέφας, Κοροβίνης και Σοφία Νικολαΐδου, οι αντιπροσωπευτικότεροι εκπρόσωποι αυτής της τάσης, σε κείμενα που παντρεύουν τη μυθοπλασία με την ιστορία.
Η τρίτη τάση αφορά πεζογράφους (ή και πεζογράφους) που η πόλη της Θεσσαλονίκης αναβλύζει πηγαία, αβίαστα και αυθόρμητα μέσα από μνήμες και συμβάντα του παρελθόντος, δίχως να επιδιώκεται ή να εκβιάζεται αυτή η αναφορά στο παρελθόν της ή σ’ αυτό το φορτίο που κουβαλάει μια περιοχή, μια συνοικία, μια γειτονιά ή ένας δρόμος. Βιβλία όπως τα Ζωή μπλε και κόκκινη και Η ανακομιδή του Χαριλάου του Περικλή Σφυρίδη, το Συνοικισμός Σιδηροδρομικών της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, Ο Λάκκος του Ντίνου Παπασπύρου και το Ο Νυχτερινός στο βάθος τού, νεότερου των υπολοίπων, πεζογράφου Γιώργου Γκόζη, είναι ενδεικτικά αυτής της τάσης, στα οποία το κύριο χαρακτηριστικό της γραφής τους είναι η χαμηλόφωνη, εξομολογητική διάθεση, το στοιχείο της αυτοβιογραφίας αλλά και μία γλυκόπικρη διαπίστωση (συνειδητοποίηση καλύτερα) για το παλιό που χάθηκε μέσα από τα χέρια μας και τη νέα πραγματικότητα που όλοι μας, είτε με τη θέλησή μας είτε όχι, βιώνουμε σ’ αυτήν εδώ την πόλη.
Άμεσα, καθαρά αυτοβιογραφικά διηγήματα, με πυρήνα και επίκεντρο των περισσότερων ιστοριών την οδό «Αγνώστου Στρατιώτου», στο κέντρο της πόλης, τον δρόμο όπου έζησε με την οικογένειά του τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Ο σημαντικός πεζογράφος (και ποιητής φυσικά) Τόλης Νικηφόρου (1938), στο 33ο κατά σειρά βιβλίο του, με τον τίτλο Αγνώστου Στρατιώτου, νομίζω πως συγκαταλέγεται, αναφορικά με το πώς προσδιορίζει την πόλη στα κείμενά του και το πώς αυτή αναβλύζει μέσα από τα βιβλία του (πεζογραφικά και ποιητικά) στην τρίτη κατηγορία που προανέφερα. Από τις καλαίσθητες εκδόσεις «Μανδραγόρας» κυκλοφόρησε πρόσφατα 17 πρωτοπρόσωπα, άμεσα, καθαρά αυτοβιογραφικά διηγήματα, με πυρήνα και επίκεντρο των περισσότερων ιστοριών την οδό «Αγνώστου Στρατιώτου», στο κέντρο της πόλης, τον δρόμο όπου έζησε με την οικογένειά του τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Σε πολλές ιστορίες γίνεται συχνή αναφορά και σε άλλους δρόμους ή εμβληματικά σημεία τής εν λόγω περιοχής της πόλης: Οδός Παύλου Μελά, Ζεύξιδος (οι πρώτες αναμνήσεις του συγγραφέα, επί Κατοχής, στο παλιό τους σπίτι), Αγίας Σοφίας, για να μεταφερθεί κατόπιν λίγο βορειότερα σε Αμύντα, Φιλίππου, Ολύμπου, Μητσαίων και Αγνώστου Στρατιώτου. Στα κείμενα του Νικηφόρου, που αναπλάθουν και ζωντανεύουν μια ολόκληρη εποχή, θα συναντήσουμε συχνά το Εργατικό Κέντρο της πόλης, το γκαράζ του Μπεμπελέκου, την Παναγία Χαλκέων, τον «διακριτικά θελκτικό» Άγιο Νικόλαιο, τα Λουτρά ο Παράδεισος, τα παλιά γήπεδα του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή στο Σιντριβάνι και πάνω από τη Φιλοσοφική Σχολή αντίστοιχα, τη βιβλιοθήκη της ΧΑΝΘ, σημεία και τόποι με ξεχωριστό ενδιαφέρον, ιδίως για τους παλιούς Θεσσαλονικείς, αλλά και για όσους ενδιαφέρονται για την ιστορία της πόλης. Όλοι αυτοί οι δρόμοι, τα κτήρια και τα τοπωνύμια, οι εκκλησίες και τα γήπεδα, μαζί με τις ζωντανές μνήμες του συγγραφέα γίνονται ένα εύγευστο λογοτεχνικό χαρμάνι που αποπνέει στον αναγνώστη πηγαία συγκίνηση και γνήσιο συναίσθημα.
Δοσμένα με τρυφερότητα, ειλικρίνεια, γνήσια νοσταλγία, και, ιδίως, με μεγάλη ποιητικότητα, συνθέτουν ένα γοητευτικό ψηφιδωτό μνήμης και νοσταλγίας, ένα επώδυνο αλλά λυτρωτικό ταξίδι στο παρελθόν, για να προσδιοριστεί και να συνειδητοποιηθεί το παρόν και το σήμερα της ζωής του συγγραφέα.
Η περίοδος της γερμανικής Κατοχής με τις επιτάξεις των κτηρίων, ο πρώτος θάνατος που βίωσε τραυματικά και αφορούσε τον χαμό ενός μικρού αγαπημένου του σκυλιού, ο πρώτος έρωτας του συγγραφέα με μία συμμαθήτριά του από το «ταπεινό δημοτικό της γειτονιάς του, απέναντι από το φημισμένο Πειραματικό Σχολείο», η Κική, που πάντα θα του θυμίζει «με τρόπο τελειωτικό αυτά που στη ζωή του δεν του δόθηκαν», το γκαράζ του Μπεμπελέκου με τη λαμαρινένια σκεπή, η τσακαλοπαρέα του δημοτικού με τους οποίους μάτωνε, στα παιχνίδια του δρόμου, τα γόνατά του (παράσημα της παιδικής του ηλικίας), τα περιοδικά και τα εικονογραφημένα της εποχής που τα ρουφούσε τα μεσημέρια στο δωμάτιό του, η πρώτη του γνωριμία με τις ποδοσφαιρικές ομάδες της πόλης (έμπαινε στο γήπεδο όπως όλα τα μικρά παιδιά της εποχής, ξεχωρίζοντας κάποιον ενήλικα και λέγοντάς του τη χαρακτηριστική φράση: «βάλε με μέσα, μπάρμπα!»), ο συνδυασμός αλάνας και βιβλίου, ένα αντικρουόμενο δίπολο που τον χαρακτήριζε στα παιδικά του χρόνια και χάραξε τη μετέπειτα προσωπικότητά του, τα χλωμά παιδιά της γειτονιάς, τα στερημένα με τα ματωμένα πόδια, ο μεγάλος του αδελφός, ο Γιώργος, και η πορεία της ζωής του, μια τρυφερή ιστορία με τον πατέρα του να του κρατά όλη τη νύχτα το χέρι, ενώ ο ίδιος ψηνόταν στον πυρετό, δίπλα σε μια πήλινη σόμπα που έκαιγε ολονυχτίς, η πρώτη του γνωριμία και η μετέπειτα λογοτεχνική σχέση με τον σημαντικό πεζογράφο της πόλης Τηλέμαχο Αλαβέρα (παιδί κι αυτό της πλατείας Δικαστηρίων), η προσωπογραφία του πατέρα και της μητέρας και το επώδυνο για όλους διαζύγιό τους, και, τελικά, δωδεκάχρονος εσώκλειστος στο οικοτροφείο του Αμερικάνικου Κολλεγίου, «μόνος με άλλους ένδεκα και την κουβέρτα πάνω από το κεφάλι», όλα τα παραπάνω δοσμένα με τρυφερότητα, ειλικρίνεια, γνήσια νοσταλγία, και, ιδίως, με μεγάλη ποιητικότητα, συνθέτουν ένα γοητευτικό ψηφιδωτό μνήμης και νοσταλγίας, ένα επώδυνο αλλά λυτρωτικό ταξίδι στο παρελθόν, για να προσδιοριστεί και να συνειδητοποιηθεί το παρόν και το σήμερα της ζωής του συγγραφέα.
Βουτώντας στην οδύνη αλλά και στη μαγεία της παιδικής του ηλικίας, με αφηγηματική δεινότητα και ποιητικότητα, ενάργεια και ειλικρίνεια, έδωσε ένα σημαντικό πεζογραφικό βιβλίο μικρής φόρμας, που πείθει, συγκινεί και γοητεύει.
Λένε πως η επιστροφή στα χρόνια της αθωότητας και της παιδικής μας ηλικίας (που δεν είναι απλώς ένας λογοτεχνικός τόπος, αλλά ένα ολόκληρο σύμπαν), όταν αυτά ο συγγραφέας θέλει να τα αποδώσει λογοτεχνικά, κρύβουν αρκετούς σκοπέλους και παγίδες. Μία από αυτές είναι ο αφηγητής να εξοκείλει σε μια γλυκερή και ανούσια νοσταλγία. Μια άλλη παγίδα, πάλι, είναι οι μνήμες και οι αναμνήσεις να έχουν ξεθυμάνει και να έχουν χάσει την ένταση και το νεύρο τους, λόγω της χρονικής απόστασης του αφηγούμενου από τη στιγμή που συνέβησαν τα γεγονότα. Και μία τρίτη, είναι οι αναμνήσεις να είναι κοινότυπες και τετριμμένες και, αντί να συγκινούν, να αφήνουν αδιάφορο τον αναγνώστη. Ο Νικηφόρου, ισοδύναμα καλός ποιητής και πεζογράφος, ξεπέρασε με χαρακτηριστική άνεση όλες τις παραπάνω παγίδες. Βουτώντας στην οδύνη αλλά και στη μαγεία της παιδικής του ηλικίας, με αφηγηματική δεινότητα και ποιητικότητα, ενάργεια και ειλικρίνεια, έδωσε ένα σημαντικό πεζογραφικό βιβλίο μικρής φόρμας, που πείθει, συγκινεί και γοητεύει. Το ταξίδι αυτό για τον ίδιο (αλλά και για όσους έχουν τα κότσια να επιχειρήσουν κάτι παρόμοιο) είναι αλγεινό και βασανιστικό, αλλά οδηγεί, τελικώς, σε λιμάνια ακύμαντα. Βυθίζεσαι στο παρελθόν, θυμάσαι, πονάς, στοχάζεσαι, αναστοχάζεσαι και, εντέλει, βρίσκοντας ξανά το χαμένο νήμα της ζωής σου, συνειδητοποιείς, επαναπροσδιορίζεσαι και γαληνεύεις.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Αγνώστου στρατιώτου
Τόλης Νικηφόρου
Μανδραγόρας 2016
Σελ. 112, τιμή €10,60