Για τη νουβέλα του Αντώνη Νικολή Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα (εκδ. Το Ροδακιό).
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Με αφορμή μια συμβολαιογραφική τακτοποίηση, ο Μιχάλης ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής και κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου στη διάσταση του εσωτερικού ανθρώπου, όπου πάντως παρεμβαίνει και το κοινωνικό προσωπείο του, επιστρέφει στις περιοχές της παιδικής και εφηβικής ηλικίας και προσπαθεί να ανακτήσει το περιεχόμενο του προσωπικού του παρελθόντος, δηλαδή στην ουσία επιχειρεί μια επίσκεψη στον προσωπικό του χωρόχρονο ξεφεύγοντας προσωρινά από το κειμενικό παρόν του. Τα χαλάσματα που ο Μιχάλης εντοπίζει στο εδώ-και-τώρα του κειμενικού κόσμου, αντιπροσωπεύουν τα εναπομείναντα τεκμήρια αυτού του προσωπικού χωρόχρονου, όπου οι περιπλανήσεις στα φυσικά και κυρίως στα εσωτερικά τοπία δεν καθιστούν τελικά εφικτή την πρόσβαση.
Ο Αντώνης Νικολής έχει οργανώσει μια εντυπωσιακή τοπιογραφία, όπου αποτυπώνεται παραστατικά αφενός το διασωθέν περιεχόμενο της μνήμης και αφετέρου το υλικό που προέρχεται από τις διεργασίες της φαντασίας και του ονείρου.
Με αυτά τα δεδομένα, ο Αντώνης Νικολής (γενν. 1960) έχει οργανώσει μια εντυπωσιακή τοπιογραφία, όπου αποτυπώνεται παραστατικά αφενός το διασωθέν περιεχόμενο της μνήμης και αφετέρου το υλικό που προέρχεται από τις διεργασίες της φαντασίας και του ονείρου για την κάλυψη όσων κενών αφήνουν οι άτακτες παλινδρομήσεις στη ροή του προσωπικού χρόνου, με τις συνακόλουθες ανατροπές στη σειρά των γεγονότων. Η σύνθεση της τοπιογραφίας βασίζεται σε αποσπάσματα, μάλλον σε σπαράγματα εικόνων με εστίαση στο χαμάμ του παράξενου, ολιγόλογου Δανιήλ που αντιπροσωπεύει σήμα συνδήλωσης για την έξοδο από την εφηβεία.
Στον κειμενικό κόσμο του βιβλίου εντοπίζονται ποικίλες πληροφορίες για την επικοινωνία του Μιχάλη με τους παλαιούς συμμαθητές, για τον εντοπισμό τοπόσημων με αντικειμενικό και πρωτίστως με βιωματικό αντίκρισμα (ποικίλα κτίσματα, δέντρα, ένα κομμάτι θάλασσα), κυρίως για την αναζήτηση προσώπων που δεσμεύουν το περιεχόμενο του προσωπικού χωρόχρονου, όπως αυτό το περιεχόμενο είναι οργανωμένο με επίκεντρο το χαμάμ του Δανιήλ. Τα στοιχεία της μνήμης που ο Μιχάλης προσπαθεί να αξιοποιήσει, είναι ασαφή όπως η θολούρα των ατμών στο χαμάμ. Μέσα από αυτή τη θολούρα προβάλλει η λεπτομερής προσωπογραφία του Δανιήλ: «ένας ψηλόλιγνος σκούρος, ένας παλαιός άνθρωπος στις χειρονομίες και στην έκφραση, αυστηρός και στην εμφάνισή του», που «προξενούσε σεβασμό και δέος».
Την προσωπογραφία του Δανιήλ περιβάλλουν στοιχεία που προσδιορίζουν την εμπλοκή του χαμάμ στον κειμενικό κόσμο, όπως είναι το κτήριο με τους τρούλους και τους τζαμωτούς φεγγίτες, τα περιεχόμενα των δωματίων, τα γειτονικά κτίσματα με έμφαση στο σπίτι του θείου Θρασύβουλου, το πηγάδι, ο φοίνικας, η μουριά, το κυπαρίσσι. Τα στοιχεία αυτά παρατίθενται σε παραλλαγές που παρακολουθούν τη ροή του φυσικού και κυρίως του προσωπικού χρόνου, καθώς αυτή η ροή επεμβαίνει στη μορφή των πραγμάτων και συμπαρασύρει τους ανθρώπους στην απομάκρυνση από τους οικείους χώρους έως την οριστική απουσία.
Ο Αντώνης Νικολής
|
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο Μιχάλης ματαίως αναζητεί τα ίχνη του Δανιήλ στο φτωχό τμήμα του νεκροταφείου, για να καταλήξει στην παραμυθητική εκδοχή της «μεταθανάτιας δικαίωσης» του Δανιήλ με την οριστική θέση του σε μια κοινωνία ανθρώπινης ισότητας που αντιπροσωπεύει το περιεχόμενο του οστεοφυλάκιου. Ο θάνατος του Δανιήλ ακολούθησε την παρακμή του χαμάμ, αφού οι θαμώνες διέκοψαν τις επισκέψεις τους καθώς οι ηλεκτρικοί θερμοσίφωνες εξυπηρετούν πλέον τις διαδικασίες του λουτρού και η θάλασσα εξασφαλίζει τη χαλάρωση και την κοινωνική συναναστροφή.
Στη θάλασσα πήγε τελικά και ο Δανιήλ: Μέσα στο πλοίο της άγονης γραμμής ο Μιχάλης, επιστρέφοντας στην πραγματικότητα της ενήλικης ζωής του, βλέπει μεταξύ ύπνου και ζωντανού βιώματος τον Δανιήλ ολοζώντανο να μεταφέρεται εν πομπή στη θάλασσα. Σε μια παραστατική απόδοση ιδιαίτερης αισθητικής στην τελευταία παράγραφο του βιβλίου, «ο Δανιήλ… θα γυρίσει το κεφάλι προς τη δύση, θα κλείσει τα μάτια, μετά θα τ’ ανοίξει πάλι να κοιτάξει τον ήλιο κατάματα. Να τον δει να γλιστράει πίσω από το μικρό σύννεφο τους υδρατμούς στην άκρη του ορίζοντα…». Εδώ εντοπίζεται και μια ενδιαφέρουσα χρήση του μέλλοντος για την απόδοση συντελεσμένου γεγονότος που ο αφηγητής έχει αποθησαυρίσει στο περιεχόμενο του προσωπικού ή ψυχολογικού χρόνου με την ακανόνιστη, παλινδρομική ροή.
Δημιουργική αξιοποίηση της γλώσσας
Το υλικό της μνήμης, έστω και όσο απομένει προσιτό μετά τον εγκλωβισμό δεδομένων στην αποκλεισμένη περιοχή της λήθης, είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί για εσωτερικές διαδρομές μέσα στο ευρύ πεδίο της υποκειμενικής, βιωματικής πραγματικότητας.
Μέσα στο σύνθετο αυτό θεματικό τοπίο προβάλλεται με εντυπωσιακό τρόπο η ευρηματική, δημιουργική αξιοποίηση της γλώσσας ως διαύλου όχι μόνον πληροφοριών αλλά κυρίως συναισθημάτων με την αμεσότητα του προφορικού λόγου και με χαρακτηριστικά υφολογικά στοιχεία τη μεταφορά, όπως: «να ξεμπλέξω κάτι ξεφτίδια από μνήμες της δικής μου εφηβείας», «Κοίταζα… μέσα στο θολό ρευστό της σκέψης μου», «χαζεύοντας σκιές στο βάθος του μυαλού μου», «Η μνήμη… σάρωνε με ορμή τριάντα τόσα χρόνια», ή την αφοριστική διατύπωση, όπως: «η μνήμη δεν έχει λιγότερους τοίχους ή κλειδαμπαρωμένες πόρτες», «Αυτός που δεν έχει το θάρρος των αισθημάτων του μένει σακάτης». Ιδιαιτέρως σημαντική για τη θεματική ανάπτυξη αλλά και για την ποιότητα του κειμενικού κόσμου, είναι η οργάνωση των γραμματικών εικόνων σε μια εκτενή σύνθεση, με συστατικά όπως: ερείπια κτισμάτων, προσωπογραφίες ποικίλων ανθρώπινων χαρακτήρων, χρώματα του ουρανού το σούρουπο («Σκούρο μενεξεδί, αραιωμένο ιώδιο»), εσωτερικά κτηρίων και φυσικά τοπία, κυρίως ποικίλες λεπτομέρειες σε ό,τι αφορά την παρουσία του Δανιήλ και τα γεγονότα εντός και πέριξ του χαμάμ. Στο πλαίσιο αυτό περιγραφές ιδιαίτερης σημασιολογικής ισχύος αποτυπώνουν τα σχετικά με τον θάνατο της μητέρας του Δανιήλ, το σπίτι του θείου Θρασύβουλου (η άθλια και πνιγηρή ακαταστασία, τα πεθαμένα γατιά μέσα σε καλάθια-τάφους κάτω από το κρεβάτι, η αλληλογραφία με τα μυστικά της οικογένειας, όλα αυτά μέσα σε μια εικαστική ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε έργα του Γκόγια), επίσης τα σχετικά με το «βράδυ των παιδιών» στο χαμάμ. Η αφήγηση κορυφώνεται με την έξοδο του Δανιήλ προς τη θάλασσα, που δείχνει και την έξοδο από τον κειμενικό κόσμο.
Με τον τρόπο αυτόν, ο Αντώνης Νικολής προσφέρει στους αποδέκτες του βιβλίου ένα εντυπωσιακό δείγμα αφηγηματικής τέχνης που προσκαλεί στην αναγνώριση της διαδικασίας με την οποία το υλικό της μνήμης, έστω και όσο απομένει προσιτό μετά τον εγκλωβισμό δεδομένων στην αποκλεισμένη περιοχή της λήθης, είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί για εσωτερικές διαδρομές μέσα στο ευρύ πεδίο της υποκειμενικής, βιωματικής πραγματικότητας.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου.
Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα
Αντώνης Νικολής
Το Ροδακιό 2014
Σελ. 136, τιμή εκδότη €12,72