Για τη συλλογή διηγημάτων του Στάθη Κοψαχείλη «Η δρακοντιά» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.
Του Κώστα Δρουγαλά
Η Δρακοντιά είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Στάθη Κοψαχείλη (Πιερία 1957) μετά τα Παραμιλητά (Θερμαϊκός, 2011). Η συλλογή αποτελείται από δώδεκα διηγήματα ίδιας περίπου έκτασης. Οι ιστορίες που περικλείονται στη συλλογή είναι περισσότερο κομμάτια μιας γενικής ζωής παρά «αισθηματική βιογραφία ορισμένων προσώπων», όπως θα έλεγε ο Παύλος Νιρβάνας. Η προμετωπίδα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από το «Όνειρο στο κύμα» είναι άκρως δηλωτική του περιεχομένου των διηγημάτων.
Οι ιστορίες που περικλείονται στη συλλογή είναι περισσότερο κομμάτια μιας γενικής ζωής παρά «αισθηματική βιογραφία ορισμένων προσώπων».
Η ιστορία «Άσπονδοι εχθροί», που ανοίγει τη συλλογή, είναι κυριολεκτικά μία ιστορία για αγρίους. Ο αφηγητής είναι ένας νεαρός γιατρός σε ένα ορεινό χωριό του Ολύμπου. Ανάμεσα στα πρόσωπα, γνωρίζουμε από τη μία τον Κολιό, έναν πενηντάρη που κάνει παρέα με την εξημερωμένη κουρούνα του, και από την άλλη τον Βάιο με τον σκύλο του, που είναι άσπονδοι εχθροί. Οι καρτουνίστικες φιγούρες τους μοιάζουν βγαλμένες από διήγημα του Βουτυρά: η θλίψη και ο θάνατος, που θα είναι οι μοναδικοί νικητές αυτής της σύγκρουσης, θα φέρουν εκ νέου στο μυαλό τον μεγάλο διηγηματογράφο.
Στην ιστορία «Κόρακας κοράκου...» ο αφηγητής επιστρέφει στα παιδικά του χρόνια και στην αναζήτηση του Κόρακα, ενός βοσκού που ήταν μόνιμα ντυμένος με μαύρα ρούχα. Ο βίος του Κόρακα σε συμβολικό επίπεδο αντικατοπτρίζει το χρώμα των ρούχων του: νέος είχε ενταχθεί σε εθνικιστικές οργανώσεις κατά τη διάρκεια της Κατοχής· η διαχείριση της εξουσίας που είχε στα χέρια του δεν διέφερε από την εξουσία που ασκούσε στα αδέρφια του. Στον επίλογο, η φυσική του μοίρα θα τον οδηγήσει στον χαμό του ανάμεσα στα κοράκια.
Στο «Πριν σαραντίσει» ο αφηγητής μας βρίσκεται μαζί με μια χούφτα ανθρώπους έξω από το σπίτι μιας γριάς γειτόνισσας. Αποσβολωμένοι κοιτούν το αναμμένο φως σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού, παρότι η γριά γυναίκα ζει ολομόναχη. Το διήγημα διατηρεί τη μεταφυσική παρουσία, παρότι στον αναγνώστη δίνει την εντύπωση της ανατροπής της κατάστασης.
Στο διήγημα «Τα χελωνάκια ανάποδα» το παιδί-αφηγητής επιθυμεί την ένταξή του στους Προσκόπους, μόνο και μόνο για να μπορέσει να φορέσει το μαντίλι που συγκρατείται στον λαιμό με το καύκαλο από ένα χελωνάκι.
Στο διήγημα «Τα χελωνάκια ανάποδα» το παιδί-αφηγητής επιθυμεί την ένταξή του στους Προσκόπους, μόνο και μόνο για να μπορέσει να φορέσει το μαντίλι που συγκρατείται στον λαιμό με το καύκαλο από ένα χελωνάκι. Όταν ο πατέρας του αφηγητή αντιδράσει στην επιθυμία του γιου του, θα διαφανεί το τραύμα του πολέμου, της Κατοχής και της μάστιγας των δωσιλόγων.
Στο «Καφέ-μπαρ "Τα κουκλάκια» συναντούμε έναν άντρα, τον Κώστα, που μπαίνει σε ένα μπαρ με μια διπλωμένη σακούλα παραμάσχαλα. Ο Κώστας είναι άνθρωπος ασυμβίβαστος και μανιώδης αναγνώστης, που παράτησε τις σπουδές και την άνετη ζωή για να αφοσιωθεί στη μόρφωση. Στο σκοτεινό επαρχιακό μπαρ που συχνάζει εργάζονται δύο μετανάστριες από τη Βουλγαρία, η Ιβάνκα και η Κάτια. Ο ήρωας του διηγήματος αρέσκεται να διαβάζει τη θλίψη πίσω από τα στημένα χαμόγελα των κοριτσιών και προσπαθεί να μαντέψει το παρελθόν και τα όνειρά τους. Το άνοιγμα της σακούλας στο τέλος της ιστορίας θα φανερώσει την ανθρώπινη συμπόνια επανανοηματοδοτώντας παράλληλα την ίδια την ύπαρξη του αναγνώστη.
Στη «Δρακοντιά» ο αφηγητής συναντά στο διάβα του ένα παράξενο θέαμα: έναν κάβουρα να τρώει μια νεκρή οχιά και μετά να πηγαίνει μέχρι μια δρακοντιά και να μασάει τα φύλλα της. Αυτή η εικόνα κινητοποιεί τη μνήμη του αφηγητή: θυμάται τον πρακτικό γιατρό της γειτονιάς του, που για όλες τις παθήσεις χρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο βότανο, τη δρακοντιά.
Στο διήγημα «Χάθηκε η κλήρα του» συναντούμε μια παρέα παιδιών που παρακολουθεί την πράξη του ευνουχισμού ενός γαϊδάρου από τον χασάπη του χωριού. Η ιστορία με τον λύκο, που διηγείται ο παππούς του αφηγητή, αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση στον αναγνώστη.
Στο «Αυγό» ο συγγραφέας κάνει έμμεση αναφορά στο «αυγό του φιδιού» - όχι σε αυτό του Σαίξπηρ και στα λόγια του Βρούτου από τον Ιούλιο Καίσαρα, αλλά στον φασισμό του τότε και του τώρα. Βρισκόμαστε στη διάρκεια της Κατοχής και ο πεινασμένος πρωταγωνιστής της ιστορίας βρίσκει στο κοτέτσι του ένα φίδι, που σφίγγει ανάμεσα στα δόντια του το μοναδικό αυγό της κότας του. Όταν το κρατήσει στα χέρια του και εντοπίσει μια μικρή ραγισματιά, θα παλέψει μέσα του μέχρι να αποφασίσει αν θα πρέπει να το φάει ή να το πετάξει.
Στην ιστορία «Μόνο ένα παγούρι» ο αφηγητής βγάζει από μέσα του ένα περιστατικό που κρατούσε κρυμμένο για περισσότερα από σαράντα χρόνια. Έτσι μεταφερόμαστε σε μία άλλη εποχή, όπου στο φόντο βρίσκεται ένα παραδοσιακό κουρείο της εποχής κάποιο χειμωνιάτικο απόγευμα. Ένας πελάτης του κουρείου διηγείται την ιστορία ενός τραυλού λαθρέμπορου καπνού, το κυνηγητό του από τους χωροφύλακες και τον τρόπο του θανάτου του.
Tο ψήσιμο των μανιταριών ένα μεσημέρι από μια χούφτα παλιούς συμμαθητές γίνεται η αιτία για την εξιστόρηση ενός περιστατικού από τον γιο ενός πρώην αντάρτη του Εμφυλίου Πολέμου.
Στη «Φοβία για τα μανιτάρια» το ψήσιμο των μανιταριών ένα μεσημέρι από μια χούφτα παλιούς συμμαθητές γίνεται η αιτία για την εξιστόρηση ενός περιστατικού από τον γιο ενός πρώην αντάρτη του Εμφυλίου Πολέμου: έτσι ξυπνάει μια άλλη εποχή, για έναν άλλον Οδυσσέα, ντυμένο αντάρτη αυτή τη φορά, με τον φόβο των σειρήνων να πλανάται γύρω από τον Όλυμπο.
Στο «Σφαχτό» ένας ασθενής του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης ζητάει από τους ανθρώπους να τον σφάξουν, κάθε φορά που τον πιάνει κρίση. Καθώς ξετυλίγεται η ιστορία του, μαθαίνουμε για ένα δυσεπίλυτα άβολο ψυχικό τραύμα που δεν επουλώθηκε ποτέ. Το σφιχταγκάλιασμα του σφαγμένου κόκκορα στην τέλεση ενός αγιασμού είναι μία από τις πιο καλύτερες στιγμές του βιβλίου.
Ο Στάθης Κοψαχείλης
|
Ο «Τσουτσουλιάνος», το διήγημα που κλείνει τη συλλογή, δεν είναι μόνο το δυνατότερο διήγημα αλλά και το αντιπροσωπευτικότερο του βιβλίου. Το θέαμα δύο κορυδαλλών που τσιμπούν σπόρους από το χώμα οδηγεί τον αφηγητή στην παιδική του ηλικία και να θυμηθεί την παγίδα που έστησε με τον πατέρα του για να πιάσουν έναν κορυδαλλό· πώς, παρά τον ενθουσιασμό του μικρού αγοριού, ο πατέρας του δεν μπορούσε να τον αιχμαλωτίσει, για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο: το λοφίο των κορυδαλλών τού θύμιζε το δίκοχο των μαχητών του ΕΛΑΣ. Ο πατέρας του αφηγητή, ως φορέας δράματος, αποδεικνύεται εκ νέου η πιο γοητευτική φιγούρα του βιβλίου: είναι ο άνθρωπος που δεν μπορεί να βυθίσει τον νου του στην επόμενη μέρα χωρίς να αναπνεύσει τον αέρα του παρελθόντος. Στο πρόσωπό του συναντούμε εκείνο το σημείο όπου η μεγάλη ιστορία συναντάει την προσωπική τραγωδία.
Η αφήγηση του Στάθη Κοψαχείλη είναι απλή και ανεπιτήδευτη, για να μπορέσει να τονιστεί το βίωμα, που μέσα του εγκιβωτίζεται το πονεμένο της ανθρώπινης ύπαρξης. Σωματικές και ψυχικές καταστάσεις μπλέκονται αξεδιάλυτα, κυριολεκτικά και μεταφορικά τραύματα βαραίνουν τους πρωταγωνιστές των ιστοριών, που σαλεύουν σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο ξένος, καμιά φορά και απόλυτα εχθρικός.
Η τυπική συμμετρία της διηγηματογραφίας δεν υπάρχει στη συλλογή του Κοψαχείλη· η αρχιτεκτονική των λέξεων καταρρέει μπροστά στο μοιρασμένο βάρος που έχουν η λαχτάρα και η δυστυχία καθημερινών ανθρώπων και λησμονημένων προσώπων. Αυτή η αμορφία της συλλογής είναι ωστόσο και το ζητούμενο από την πρώτη σελίδα: ο συγγραφέας έχει τα μάτια ανοιχτά, το μυαλό ακονισμένο και την ψυχή απλή.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΔΡΟΥΓΑΛΑΣ είναι εκπαιδευτικός και βιβλιοκριτικός.
Η δρακοντιά
Στάθης Κοψαχείλης
Μελάνι 2015
Σελ. 112, τιμή εκδότη €13,00