
Για τη νουβέλα Η έκτη μέρα της πρωτοεμφανιζόμενης Βασιλείας Γεωργίου (εκδ. Γαβριηλίδη)
Του Αλέξη Ζήρα
Το εύρημα του ζωντανού νεκρού ή του νεκρού που δεν πεθαίνει στη νουβέλα της Βασιλείας Γεωργίου, Η έκτη μέρα (Γαβριηλίδης 2015), έτσι όπως ενσωματώνεται στην αφήγηση κάθε άλλο παρά μας πηγαίνει σε ιστορίες γοτθικού τύπου ή σε ιστορίες μαγικού ρεαλισμού.
Ασφαλώς έχει χρησιμοποιηθεί στην ελληνική λογοτεχνία κι άλλες φορές, λ.χ. στο βιβλίο του Δημήτρη Μίγγα, Των κεκοιμημένων (Πόλις, 1999). Εξάλλου, υπάρχει ως αρχετυπική πηγή η γνωστή και πολυσχολιασμένη νουβέλα της Μεταμόρφωσης του Φ. Κάφκα, αλλά εδώ δεν δημιουργείται εκείνη η ειρωνική απόσταση της αποξένωσης: όλα συμβαίνουν σ΄έναν κόσμο ανθρωπομετρικό, χωρίς μεγάλες διογκώσεις, και για τούτο το δραματικό πρέπει να το αναζητήσει ο αναγνώστης σ΄ένα άλλο επίπεδο του βιβλίου. Ο Αλκιβιάδης ξυπνάει μια μέρα και αντιλαμβάνεται πως πέθανε, δεν το αντιλαμβάνονται όμως εξίσου οι δικοί του και οι φίλοι του. Στις έξι μέρες που ακολουθούν και καθώς το σώμα του διαλύεται, εκείνος είναι ο μόνος που τυραννιέται από αυτό τον παραλογισμό μιας ύπαρξης νεκροζώντανης. Οι άλλοι κάνουν σαν να μη βλέπουν. Γι΄αυτό και στο τέλος, για να επαναφέρει ο ίδιος την τάξη στη διασαλεμένη φύση των πραγμάτων αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Παράλογο δηλαδή πάνω στο παράλογο!
Μήπως για τους άλλους, τους γύρω μας, ή για μας προς τους άλλους, το να ζούμε ή να μη ζούμε είναι ένα και το αυτό;
Αλλά έτσι κι αλλιώς το παράλογο στην ιστορία αυτή δεν παραξενίζει, διότι γίνεται μέρος της καθημερινότητας ή η ίδια η καθημερινότητα. Όπως είπαμε, οι οικείοι του Αλκιβιάδη αντιμετωπίζουν αυτή την κατάσταση ως κάτι το σχεδόν φυσιολογικό, κάτι που δεν τους είναι ξένο, όπως υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να είναι ο θάνατος. Ο νεκρός δεν είναι ένα σώμα χωρίς πνοή και ζωή, από κάπου αντλεί τη δύναμη και συμμετέχει στο γίγνεσθαι, όπως προ του θανάτου του: μιλάει, τρώει, απαντάει στα τηλεφωνήματα. πλένει το πρόσωπό του, σκέπτεται, δεν έχει αποκοπεί από τα τυπικά έμβια ήθη ενός ανθρώπου. Εξακολουθεί να κάνει ό,τι έκανε, ενώ παράλληλα η σήψη προχωρεί. Και στο σημείο αυτό ασφαλώς ανοίγεται στον αναγνώστη η υφέρπουσα σάτιρα ηθών και νοοτροπιών που ενδεχομένως δημιουργεί υπόρρητα η συγγραφέας. Πόσες συμβάσεις και πάγιες αντιλήψεις του τρόπου ζωής μας αποδεικνύονται κενές περιεχομένου! Μήπως για τους άλλους, τους γύρω μας, ή για μας προς τους άλλους, το να ζούμε ή να μη ζούμε είναι ένα και το αυτό; Άπαξ λοιπόν και χάνεται η σημασία της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, άπαξ και έχει χαθεί ο σεβασμός για το θάνατο και η σημασία της σχετικής τελετουργίας που παραπέμπει στην αρχέγονη εννοιολόγηση του κύκλου της ζωής, το απίθανο που προβάλλει η ιστορία του Αλκιβιάδη γίνεται κωμικό και εν τέλει γελοίο.
Χειρουργική διαύγεια και λογική
Δεν διακωμωδεί μέσω των προσώπων αλλά αφήνει τον αναγνώστη να το κάνει, μέσω των καταστάσεων ή των αντιθέσεων.
Πρώτο βιβλίο της Βασιλείας Γεωργίου (γεν.1991) Η έκτη μέρα. Δεν της λείπουν τα χαρίσματα. Εκτός από την αναπαραστατική της ικανότητα έχει επίσης αίσθηση του ουσιώδους και του περιττού. Δεν πλατειάζει πουθενά, πηγαίνει καίρια στην εικόνα που την ενδιαφέρει και μένει σ' αυτήν. Επίσης, δεν διακωμωδεί μέσω των προσώπων αλλά αφήνει τον αναγνώστη να το κάνει, μέσω των καταστάσεων ή των αντιθέσεων. Θα έλεγα όμως ότι η χειρουργική διαύγεια και η λογική που κυριαρχούν παντού σ' ένα θέμα εξ ορισμού σκοτεινό έχουν και δυο σημαίνουσες αρνητικές επιπτώσεις στη νουβέλα της : πρώτα, η αφήγηση αποδραματοποιείται σε τέτοιο σημείο ώστε τον βασικό ρόλο να παίζει το εποπτικό βλέμμα και ελάχιστα η φαντασία, δηλαδή το έσω βλέμμα· έπειτα, ο στρωτός, γειωμένος ρεαλισμός, ο χωρίς σκαμπανεβάσματα, δημιουργεί την αίσθηση μιας αφήγησης που μένει στα ορατά, στα ρηχά νερά και που έτσι συν τω χρόνω χάνει τη δύναμή της, δίνει την εντύπωση ότι επαναλαμβάνεται, εξαντλώντας έτσι ακόμα και το κεντρικό εύρημα της ιστορίας.
* Ο ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ είναι κριτικός λογοτεχνίας.