Για το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη Το φαράγγι (εκδ. Καστανιώτη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Από άποψης τεχνικής το νέο βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη είναι ένα μικρό κόσμημα, ένα κέντημα με πολλές κλωστές και άπειρους κόμπους. Καταρχάς, είναι η γνωστή γλώσσα της συγγραφέως, που συσσωρεύει πολλές λεπτομέρειες απανωτά στην ίδια πρόταση ή στην ίδια παράγραφο, σε ένα προφορικό ιδίωμα που μιλάει τα καθημερινά ελληνικά, αλλά τόσο δουλεμένα, που φαίνονται φυσικά ενώ είναι έντεχνα. Κι εδώ ακόμα περισσότερο ο λόγος της είναι προσαρμοσμένος στα κρητικά βουνά, καθώς ντόπιες λέξεις αλλά κυρίως το κρητικό χρώμα στον ρυθμό, στον επιτονισμό, αντιλαλούν σε πλείστες σελίδες.
Κι έπειτα, η πορεία των επτά μεσήλικων αδελφιών, της χανιώτικης οικογένειας Λιόδη, τεσσάρων ανδρών και τριών γυναικών, μέσα στο φαράγγι, σαν μάζωξη μιας γενιάς που έχει τόσα να θυμηθεί, συναιρεί το παρόν με το παρελθόν, την κοινή οδοιπορία με τις πλείστες μνήμες, τη ζωή του καθενός με όσα τους συνδέουν κι ίσως τους χωρίζουν. Ο χρόνος πάλλεται σε μια διαρκή ταλάντωση, οι επτά γίνονται ένα κι ύστερα χωρίζουν, ξανασμίγουν στο τώρα αλλά και στο χθες, η ιστορία σαν ποτάμι ενώνεται και πάλι χωρίζει σε παραπόταμους και ρυάκια.
Σύγχρονα πολυπρόσωπα μυθιστορήματα (θεωρητική παρένθεση)
Στην ουσία η συγγραφέας ακολουθεί μία τάση των τελευταίων χρόνων (τάση που σίγουρα προϋπήρχε αλλά έγινε πιο μαζική από το 2011 κι εξής), που θέλει το μυθιστόρημα να μην προβάλλει ένα πρόσωπο ως πρωταγωνιστή, αλλά να αφήνει να παρελάσουν μια πλειάδα χαρακτήρων, καθένας με τον ρόλο του, καθένας με μοιρασμένο το μερίδιο στη δράση και στο ψηφιδωτό που δημιουργείται.
Το κείμενο δηλαδή στηρίζεται σε πολλούς ισοδύναμους χαρακτήρες και απαρτίζεται από πολλές, χαλαρές αφηγήσεις που αλληλοεφάπτονται αλλά δεν συνέχονται πάντα στενά.
Το κείμενο δηλαδή στηρίζεται σε πολλούς ισοδύναμους χαρακτήρες και απαρτίζεται από πολλές, χαλαρές αφηγήσεις που αλληλοεφάπτονται αλλά δεν συνέχονται πάντα στενά. Η υπόθεση πλέον (ειδικά αυτή η μονόδρομη πορεία πάνω σε έναν άξονα που θέλει τον κεντρικό χαρακτήρα ή τους κεντρικούς χαρακτήρες να στήνουν την πλοκή και να εξελίσσουν την ιστορία, έστω κι αν αυτή ανοίγεται σε πολλές ατραπούς) υποχωρεί και στη θέση της συντίθενται πολλές υποθέσεις, άλλοτε συγκλίνουσες και διασταυρούμενες κι άλλοτε αποκλίνουσες και ετερότροπες.
Αυτή η τάση οδηγεί πλέον την υπόθεση στο να διακλαδίζεται σε άπειρες μικρές ιστορίες που δεν παύουν να δημιουργούν ένα χαοτικό ενίοτε παζλ, με άλλη όμως σκοπιμότητα από την καθιερωμένη. Οι συγγραφείς επιδιώκουν να διαμορφώσουν ένα πολυεπίπεδο πλαίσιο μέσα στο οποίο τόσο η ατμόσφαιρα όσο και η συνολική εικόνα προβάλλεται χωρίς να μένει στον αναγνώστη η βασική ιστορία, ή τουλάχιστον ο ρόλος της τελευταίας να υποβαθμίζεται σε σχέση με άλλα έργα. Πολλές μικρές αφηγήσεις, αναδρομές και εγκιβωτισμοί, παράλληλες ή διχαλωτές ιστορίες, σκηνές που αποκλίνουν από τον όποιον άξονα, ψηφίδες σε ένα πολυδαίδαλο ψηφιδωτό που δεν αφήνει το ασήμαντο και τονίζει το καθημερινό. Το κέντρο τής αφήγησης απουσιάζει (σε μια αποδομητική στροφή) ή υποβαθμίζεται και εμφανίζονται πολλά κέντρα, παράλληλα, διακλαδωτά, αλληλοπλεκόμενα, αλληλοαναιρούμενα κ.ο.κ.
Για να γίνει όμως αυτό, περιορίζεται ή και εξαφανίζεται η έννοια του «πρωταγωνιστή». Έτσι, είτε ο πρωταγωνιστής πλαισιώνεται από μια πολυπρόσωπη ομάδα συμπρωταγωνιστών / δευτεραγωνιστών που απλώνουν έναν ιστό γύρω του (κάνοντάς τον να φαίνεται ως ελαφρά πρώτος μεταξύ ίσων), είτε πολλά πρόσωπα χωρίς κεντρικό χαρακτήρα συστήνουν το πολυπλόκαμο πεδίο δράσης με τις μικρές τους ιστορίες, με τις καθημερινές τους σκέψεις και πράξεις, με τη δική τους βαρύτητα σε ένα πολυπληθές σκηνικό δράσεων και αντιδράσεων. Αυτό συμβαίνει και στην Ι. Καρυστιάνη, όπου ο Βαρδής περιβάλλεται από τα αδέλφια του, σαν συντονιστής της πορείας αλλά όχι ηγέτης.
Κέντρο λοιπόν κάθε μυθιστορήματος δεν είναι ο ένας και βασικός ήρωας, αφού το βάρος μετατοπίζεται σε πολλά πρόσωπα με τις άπειρες ιστορίες τους και τις μικροαφηγήσεις που συγκροτούν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Σ' αυτό το πλαίσιο ο αναγνώστης νιώθει πως η συνεκτικότητα του έργου χάνεται και πως, αν έλειπαν πολλές επιμέρους σκηνές, δεν θα κλονιζόταν ο πυρήνας του. Γι' αυτό και η ανάγνωση αποβαίνει συχνά ράθυμη και δεν προσέχει το πολύβουο μελίσσι που ενίοτε βγάζει λαγούς από το καπέλο του. Αν όμως κανείς προσέξει αυτήν την αλλαγή που επισημαίνω, θα πρέπει να διαβάζει όχι ψάχνοντας τον βασικό άξονα-πρόσωπο για να στηρίξει πάνω του όλα τα επεισόδια αλλά να απολαμβάνει μια σπειροειδή πολλές φορές πορεία ανάγνωσης, άλλοτε εντελώς κυκλική κι άλλοτε φυγόκεντρη που δίνει κλίμα και προχωρά ταυτόχρονα τις παράλληλες γραμμές πλεύσης, σαν βεντάλια ή σαν παζλ.
Απομακρύνει τη σκέψη από το πρόσωπο και την ανυψώνει στην πανοραμική θέαση της ομάδας καταρχάς, αλλά γρήγορα και της κοινωνίας, της εποχής και ενίοτε της ανθρωπότητας.
Τι καινούργιο φέρνει η νέα αυτή τάση; Απομακρύνει τη σκέψη από το πρόσωπο και την ανυψώνει στην πανοραμική θέαση της ομάδας καταρχάς, αλλά γρήγορα και της κοινωνίας, της εποχής και ενίοτε της ανθρωπότητας. Χάνουμε τις λεπτομέρειες αλλά σαν ένα εικαστικό υπερθέαμα μένουμε στο σύνολο, στην εντύπωση της σήψης, της αδυναμίας του ατόμου μέσα στη μάζα, στην κοινωνική και πολιτική συλλογικότητα, στη συνολική πορεία που άλλοτε φαντάζει πρόοδος και άλλοτε οπισθοδρόμηση, στην καθημερινότητα και στα προβλήματά της, στο απλό και διπλανό περιστατικό που συν-αποτελεί το αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας ευρύτερης τοιχογραφίας. Συχνά βλέπουμε τα πράγματα από ψηλά και δεν προσέχουμε το μεμονωμένο και μερικό, παρόλο που αυτό βαραίνει καμιά φορά ασυναίσθητα, αλλά, προσπερνώντας βιαστικά το επιμέρους, κρατάμε το συνολικό, το συνιστάμενο από πολλά μικρά νήματα αφήγησης και ιδεολογίας, συμβόλων και ερμηνειών.
Η βασική διαφορά από τα εξίσου πολυπρόσωπα (και πολυσέλιδα) μυθιστορήματα του ρωσικού ρεαλισμού θα έλεγα ότι είναι αυτή ακριβώς η απουσία κέντρου, που παρατηρείται σήμερα, με τη σημασία που εξήγησα παραπάνω. Ή το κέντρο πια είναι η ίδια η καθημερινότητα, η οποία αλέθει όσα περισσεύουν και αφομοιώνει στην εύπλαστη μάζα της όλα τα πρόσωπα, τα μικρά και μεγάλα περιστατικά, τις εμπειρίες και τα γεγονότα των ημερών μας. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε συγγραφέας από τους παραπάνω δεν ξεχωρίζει εστιάζοντας στην τάδε ή στο δείνα αφήγηση, άλλοτε μεγάλη κι άλλοτε μικρή, αλλά πάντα μέσα στο πλαίσιο της "απο-προσωποποίησης" μέσω της περιθωριοποίησης του ενός και μόνο χαρακτήρα.
Ο λαβύρινθος των Λιόδηδων
Και τώρα στην ουσία του προκείμενου μυθιστορήματος. Γιατί ο μεγάλος Λιόδης, ο Βαρδής, οργάνωσε αυτήν την αδελφική πορεία μέσα στο φαράγγι; Γιατί η Ι. Καρυστιάνη βάζει τα εφτά αδέλφια, άτομα της δικής της γενιάς, να συμ-πορεύονται αναθυμούμενα τη ζωή τους;
Καταρχάς, εντοπίζω έναν μικρό φόρο τιμής στην Κρήτη και στα γενέθλια χώματα, καθώς πλήθος τοπωνυμίων και τοπικών λεπτομερειών υπεισέρχονται στον ωκεανό των λοιπών ν(ο)ημάτων. Το ίδιο είχε κάνει η Ι. Καρυστιάνη στο «Κοστούμι από χώμα», με σαφή σκοπό να διερευνήσει τη βεντέτα και την απήχησή της στη σύγχρονη εποχή. Εδώ η Κρήτη περνάει τόσο ως σκηνικό όσο και ως πολιτισμικό πλαίσιο, που συσσωματώνει αντιλήψεις, παρόν και παρελθόν, λόγια και πράξεις.
Σε πρώτη φάση η πεζογράφος κάνει έναν απολογισμό της γενιάς της, των ανθρώπων εκεί γύρω στα 60, που έζησαν τις μικρές οικογενειακές και προσωπικές τους ιστορίες και ακόμα προσπαθούν να τις φέρουν βόλτα, με όλες τις αναποδιές και τις συγκυρίες.
Σε πρώτη όμως φάση η πεζογράφος κάνει έναν απολογισμό της γενιάς της, των ανθρώπων εκεί γύρω στα 60, που έζησαν τις μικρές οικογενειακές και προσωπικές τους ιστορίες και ακόμα προσπαθούν να τις φέρουν βόλτα, με όλες τις αναποδιές και τις συγκυρίες. Ο Ελισαίος που έφυγε στην Ιταλία, ομοφυλόφιλος και σχετικά αμήχανος, ο Βαρδής που μαθαίνει ότι ο γιος του τελικά δεν θα παντρευτεί, η Θάλεια με τον άνδρα της να αυτοκτονεί μέσα στην οικονομική κρίση... Μεγάλοι πια αλλά όχι απόμαχοι, με παιδιά και εγγόνια, με προσωπικές φιλοδοξίες και ατομικά χόμπι, όλοι τους ξαναβλέπουν τον εαυτό τους και τα αδέλφια τους σ' αυτήν την συν-οδοιπορία. Το φαράγγι γίνεται η μήτρα από όπου γεννήθηκαν κι εκεί ξαναγυρίζουν για να βρουν τον εαυτό τους. Γίνεται η ωραία στενωπός που θα τους ξαναβγάλει στη ζωή, με κλάματα και κατσοπρίνια, με ταπεράκια και γλυκά, με τετ-α-τετ κουβέντες και κρυφές αναμνήσεις.
Παρόλο που αισθάνομαι ότι η όλη προσπάθεια κρατήθηκε σε έναν προσωπικό της συγγραφέως απολογισμό, σε μια πολυδαίδαλη ροή παραποτάμων που δεν καταλήγουν στη θάλασσα, δεν ένιωσα το κείμενο να με πετάει έξω. Παρόλο που δεν βρήκα τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματος, χάρηκα τις πολλές μικρές γούβες με νερό, τους μικρούς καταρράκτες και τα απροσπέλαστα κρι κρι που συνάντησα μέσα στο μυθιστόρημα, όλες αυτές τις μικροϊστορίες που ξεχύνονταν από παντού. Ωστόσο, κλείνοντας το βιβλίο, νομίζω ότι η στόχευση της Ι. Καρυστιάνη δεν αποκτά εύρος και πλάτος αλλά όλα μένουν κλεισμένα στον μικρόκοσμο που χτίζει. Όλα έμειναν κάπου μέσα στο φαράγγι...
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.