Σκέψεις για το νεοελληνικό διήγημα, με αφορμή τη μεγάλη ποικιλία από συλλογές διηγημάτων που κυκλοφόρησαν τη χρονιά που μας πέρασε.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η ιστορία του νεοελληνικού διηγήματος δείχνει ότι χάρη στη μικρή του φόρμα μπορεί να κινείται, ανάλογα με την εποχή και την ιδιοσυγκρασία του δημιουργού, ανάμεσα στο ατομικό και το κοινωνικό, ανάμεσα στην ενεργή αφήγηση και τη στάσιμη εξομολόγηση, ανάμεσα στη λιλιπούτεια έκταση και στα εκτενή διηγήματα-γίγαντες. Έτσι, ο αναγνώστης μπορεί να βρει σ’ αυτό, έστω κι αν θεωρείται ως είδος υποδεέστερο του μυθιστορήματος, τη συλλογή που θα ικανοποιήσει τις προσωπικές του ανάγκες και θα εστιάσει στον τρόπο με τον οποίο ο καθένας αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία και τον κόσμο.
Το άμεσο χτύπημά του μπορεί να προκαλέσει είτε μια πρόσκαιρη αναπήδηση από την έξυπνη στροφή που θα πάρει η αφήγηση είτε έναν οξύ συναισθηματικό νυγμό που δεν θα επικεντρωθεί κατευθείαν στο ευαίσθητο υπογάστριο της αναγνωστικής πρόσληψης.
Λόγω της έκτασής του το διήγημα είναι η πεζογραφία της μιας ανάγνωσης και της μιας εντύπωσης. Το άμεσο χτύπημά του μπορεί να προκαλέσει είτε μια πρόσκαιρη αναπήδηση από την έξυπνη στροφή που θα πάρει η αφήγηση είτε έναν οξύ συναισθηματικό νυγμό που δεν θα επικεντρωθεί κατευθείαν στο ευαίσθητο υπογάστριο της αναγνωστικής πρόσληψης. Μια εντύπωση σημαίνει ενιαία ανάγνωση, ολιστική σύλληψη του έργου, συμπυκνωμένη σύλληψη μιας πραγματικότητας. Κι ακόμα καλύτερα είναι αν ολόκληρη η συλλογή δεν αποτελείται από ετερόκλητα κείμενα, αλλά από έργα με κοινές συντεταγμένες ώστε να απλωθεί ως αλυσίδα ιδεών, προσώπων ή συναισθημάτων.
Πρώτη ταλάντωση: διήγημα-γίγας vs. διήγημα-μπονζάι
Το 2015 αναδεικνύει, όχι μόνο σε ποσότητα αλλά κυρίως σε ποικιλία, συλλογές διηγημάτων που προσφέρονται είτε για εκτενείς αναγνώσεις σε ευρύχωρα διαστήματα είτε για αναγνώσεις σφηνάκια που καλύπτουν το μεσοδιάστημα μεταξύ των σταθμών του μετρό. Από τα διηγήματα-γίγαντες, τα οποία διακρίνονται για τη μυθιστορηματική τους πολυπλοκότητα, έως τα διηγήματα-μπονζάι, τα οποία είναι έργα μίας ανάσας, οι Έλληνες διηγηματογράφοι, με βαριά παράδοση, ξέρουν να χειρίζονται τη μικρή φόρμα και να τη ζυμώνουν σε όλες τις πιθανές και απίθανες μορφές της.
Τα πρώτα δεν αφήνονται στην «κορυφή του παγόβουνου» ούτε στην έξαρση της μιας εντύπωσης, αλλά πλάθουν μυθοπλαστικούς κόσμους που εκτείνονται σε μια πιο πολύπλοκη διάσταση της ζωής. Τέτοια κείμενα, που προσεγγίζουν την έκταση της νουβέλας, περιλαμβάνονται στη συλλογή της Δέσποινας Μπάτρη Ή όλοι ή κανείς (εκδ. Μεταίχμιο). Σ’ αυτά αρμόζονται γερά δίπολα, στα οποία ο ένας πόλος ριψοκινδυνεύει και ενίοτε θυσιάζεται για να σώσει τον άλλο πόλο και παράλληλα διασπείρονται σε ποικίλους χρονότοπους, ακριβώς για να δέσουν οι ιστορίες τους με τα κατάλληλα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Σε όλα τίθεται το θέμα της θυσίας σε μια εποχή όπου ο ήρωας είτε είναι χολυγουντιανό υπερθέαμα, που τοποθετείται έξω από τα ανθρώπινα όρια, ή είναι παλιομοδίτικη περσόνα, η οποία φαίνεται άκαιρη στους αντιηρωικούς καιρούς μας. Οι ήρωες της Δέσποινας Μπάτρη γειώνονται με την καθημερινότητα και δεν γίνονται ουτοπικοί υπερήρωες, καθώς δεν απομακρύνονται από το έδαφος της αυτοθυσίας, της συνείδησης και της προσφοράς. Στις συνθήκες και στο δεδομένο περιβάλλον ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους -κάποιοι από αυτούς μάλιστα τη χάνουν τόσο συνειδητά, τόσο αποφασισμένα- και προκρίνουν με όλη τους την αυταπάρνηση έναν βαθιά ενσυνείδητο ανθρωπισμό.
Το ίδιο εκτενή είναι και τα διηγήματα του Κώστα Κατσουλάρη στο Νυχτερινό ρεύμα (εκδ. Πόλις), ο οποίος διαρθρώνει τα τέσσερα κείμενά του πάνω σε ένα ζεύγος βασικών ηρώων που βρίσκονται σε συμπληρωματική σχέση μεταξύ τους, ασχέτως αν πλαισιώνονται από πολλές άλλες μορφές. Τα τέσσερα διηγήματα συστήνουν ισάριθμους διαλόγους ανάμεσα σε ομάδες ανθρώπων που προσπαθούν να καταλάβουν η μία την άλλη κι έτσι αποδεικνύεται ότι η ζωή είναι ένας σιωπηλός πολλές φορές διάλογος μεταξύ ανθρώπων που νομίζουν ότι γνωρίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι είναι -παρά τα χρόνια συναναστροφής τους- άγνωστοι.
Στο εντελώς αντίθετο άκρο κείνται μικρά κειμενάκια με αποκορύφωμα τα αφηγήματα μικρομυθοπλασίας του Θάνου Κάππα με τον εύγλωττο τίτλο Πικρούτσικα πικρούτσικα (εκδ. Εστία). Αυτά σχετίζεται άμεσα με μια βιωματικού τύπου γραφή, κοφτή σαν αστραπή και στατική σαν φωτογραφία, με έμφαση στην περιεκτικότητα και την ποιητικότητα της γλώσσας και με εστίαση σε ένα συγκεκριμένο επεισόδιο, που συχνά είναι μόνο η αφορμή για σκέψη ή αναπόληση.
Δεύτερη ταλάντωση: ποιήση vs. αφήγηση
Αν η πρώτη ταλάντωση διέπει την έκταση και την πυκνότητα των διηγημάτων, η δεύτερη ξεκινά από τη (στάσιμη) ποιητικότητα και εκτείνεται ώς το άλλο άκρο, την (ενεργή) αφήγηση.
Στην πρώτη κατηγορία καλά δείγματα είναι τα κείμενα του Ηλία Λ. Παπαμόσχου Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες (εκδ. Κίχλη), ώριμο στάδιο συμπύκνωσης, που διυλίζει το βίωμα για να βγάλει το απόσταγμά του. Πρόκειται για μικρές ποιητικές φόρμες (πάλι μικροκείμενα), που συμπυκνώνουν το βίωμα, το αποστάζουν, το αναβαπτίζουν μέσω της γλώσσας (με ανεπαίσθητους λεκτικούς αιφνιδιασμούς, με υπαινιγμούς και σκόπιμες θολωμένες σκηνές) και το τυλίγουν με την ατμόσφαιρα της υπαίθρου. Όλη η κατασκευή αποσκοπεί ακριβώς σ’ αυτό, να αιχμαλωτίσει το πετούμενο συναίσθημα, να το απαθανατίσει όσο γίνεται μέσα στις λέξεις κι έτσι να το αφήσει να πετάξει ώς τον αναγνώστη.
Το ίδιο στηριγμένη στο συναίσθημα, έστω και αν η ιστορία δεν εκλείπει, είναι η Δώρα Κασκάλη στο Μαύρο κουτί της μνήμης τους (εκδ. Οκτώ). Η ποιητικότητα της γραφής μεταφέρει το βλέμμα απ’ έξω προς τα μέσα, από τη δράση στη δραματικότητα, αγγίζει τα απωθημένα των γυναικών ή των ανδρών και τα ξαναντύνει με το αισθαντικότερο ρούχο τους. Πολλά από τα διηγήματα δείχνουν την αδυναμία ή την υποκρισία του ατόμου να συμφιλιώσει την εσωτερική με την εξωτερική πραγματικότητα. Τα απωθημένα που σκιαγραφούνται είναι το ασύμπτωτο πεδίο ανάμεσα στα θέλω και στα πρέπει, στα μπορώ και στα δεν μπορώ. Κάθε μονόλογος ξεδιπλώνει αυτή την εσωτερική τραγωδία, που διχάζει τους δύο εαυτούς, από τους οποίους ο ένας καταπιέζει τον άλλο κι ο δεύτερος επιχειρεί να πάρει εκδίκηση.
Στην αντίπερα όχθη είναι οι αφηγήσεις της Λένας Κιτσοπούλου στο Μάτι του ψαριού (εκδ. Μεταίχμιο), όπου η ιστορία συστρέφεται σε απρόσμενες εξελίξεις. Ο βασικός στόχος των βελών της διηγηματογράφου δεν είναι η σάπια κοινωνία ή οι παραδοσιακοί θεσμοί, αλλά ο ίδιος ο βολεμένος άνθρωπος, συχνά ο ίδιος ο πρωταγωνιστής που ναι μεν καταδικάζει όσα συμβαίνουν γύρω του, αλλά κατά βάθος αντιλαμβάνεται ότι ο ίδιος είναι πιο αδύναμος, πιο αλλόκοτος, πιο στρεβλός, ότι ο ίδιος κουβαλά ανάλογα κουσούρια με όσα βλέπει στους άλλους, ότι το πρόβλημα δεν είναι αυτό που φαίνεται αλλά ένα άλλο, εξίσου ή και χειρότερο από το οφθαλμοφανές. Τα κείμενα της Λένας Κιτσοπούλου χαρακτηρίζονται από γρήγορη αφήγηση, σάτιρα, άμεσο ή έμμεσο γέλιο, καρναβαλικό αναποδογύρισμα της ομαλής πραγματικότητας, έντεχνη σκηνοθεσία των σεναρίων, απόκρυψη της ταυτότητας του αφηγητή, σεξοθηρική διάθεση, καλπάζοντα ρυθμό, χειμωρρώδη ορμή και πολύκροτη εκπυρσοκρότηση των ανατροπών.
Ιστορία και διακειμενικότητα
Πολλά από τα παραπάνω έργα εστιάζουν στο προσωπικό και στο σημερινό, στο κοινωνικό και στο τρέχον, ενώ άλλα ανατρέχουν στην Ιστορία (και στη μυθολογία ενίοτε), για να προβάλλουν το βάρος της μνήμης, της πολιτικής και το τράυμα της καταπίεσης. Ο Γιάννης Ατζακάς στο Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη (εκδ. Άγρα) εξηγεί μυθοπλαστικά ότι η πολιτική δεν μπορεί να δαμάσει τον έρωτα, με αποτέλεσμα διαπροσωπικές ιστορίες, ερωτικές απογοητεύσεις, ψυχικά χαστούκια να συνδέονται με το κλίμα της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας. Αντίστοιχα, αλλά από τη σκοπιά ενός «μαρξιστικού φεμινισμού», η Μαίρη Μικέ στις Κόκκινες ουλές (εκδ. Ίκαρος) εμφανίζει την αδικία σε αριστερούς και σε γυναίκες, συχνά και τα δύο μαζί, ως το βαρύ χέρι της Ιστορίας που καταπλακώνει φτωχές, αντιφρονούσες, έρημες, αδικαίωτες υπάρξεις.
Μια έντονη τάση που διαπιστώνω είναι η διακειμενική κατασκευή πολλών διηγημάτων. Κι αυτό δεν γίνεται άρρητα, αλλά συχνά η ιστορία χτίζεται δεδηλωμένα πάνω στον καμβά προηγούμενων έργων, τα οποία λειτουργούν ως υποκείμενα σε νέα υπερκείμενα, διηγήματα που, μολονότι παραπέμπουν στο τότε, αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες του σήμερα. Το έκανε η Μαίρη Μικέ πάνω στην ιστορία του Λωτ ή στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, το έκανε ο Γιάννης Ατζακάς με τον «Αλιβάνιστο» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, και πολύ περισσότερο -με τη διακειμενικότητα να αποτελεί στρατηγικό άξονα των περισσότερων διηγημάτων της- το επιχείρησε η Έλενα Μαρούτσου στις Χυδαίες ορχιδέες (εκδ. Κίχλη). Το ερωτικό στοιχείο (ένας έρωτας που πραγματώνεται σε διάφορες μορφές, από τη ρομαντική αγάπη μέχρι τη σεξουαλική προστυχιά κι από το ανέφικτο συναίσθημα ως τη γυναικεία ομοφυλοφιλία) νοτίζει τα περισσότερα κείμενα της συλλογής, στηριγμένο στη διακειμενική σχέση με γνωστά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, κυρίως της αγγλοσαξονικής. Ο έρωτας βιώνεται μέσα από τα βιβλία, αλλά στη μεταμοντέρνα εποχή μας αυτός είναι ένας τρόπος να πει κανείς ότι όλες οι μεγάλες αγάπες έχουν εξιστορηθεί, μα πάντα κάτι μένει να παραλλάσσεται μέσα στον νέο χωροχρόνο που ζούμε.
Νέες πένες, γερά αλφάδια
Πριν κλείσω, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή μας σε τέσσερις συγγραφείς, τρεις πρωτοεμφανιζόμενους και έναν λίγο παλιότερο, οι οποίοι παρουσιάζουν ισάριθμες συλλογές διηγημάτων με ιδιαίτερο στίγμα και λόγο.
Η Βίκυ Κλεφτογιάννη στις 14 ζωές στη Σαλονίκη (εκδ. Κέδρος) γράφει δεκατέσσερις μικρές ιστορίες οι οποίες έχουν ως βασικό χρονότοπο τη Θεσσαλονίκη τού σήμερα, όπως μας τη συστήνουν ισάριθμα (ή και περισσότερα) πρόσωπα, άνθρωποι ή άλλα όντα, των οποίων οι ζωές αποτυπώνουν το παρόν μέσα από πρωτότυπες κινηματογραφικές λήψεις. Ο Βασίλης Χουλιαράς στις Ιστορίες από το αρχιπέλαγος Φουάν (εκδ. Μελάνι) συνομιλεί με το θείο, όχι με την πίστη στην αγαθή παρουσία του (χριστιανικού) Θεού, αλλά με την ορατή αμφιβολία για το αν όσα ξέρουμε γι’ Αυτόν είναι ακλόνητα και τελεσίδικα. Γράφει αφήνοντας τον αναγνώστη να προβληματιστεί και να αναζητήσει κάτι πίσω από το μυστήριο κάθε διηγήματος, κάτι που συναντάμε, πιο πολύ και πιο γκροτέσκα, στη συλλογή του Θοδωρή Ρακόπουλου Νυχτερίδα στην τσέπη (εκδ. Νεφέλη). Εκεί συναντάμε σκοτεινές ιστορίες, στις οποίες το ρεαλιστικό ναρκοθετείται από το παράλογο, το γενικό υπονομεύεται από τη λεπτομέρεια, το ξεκάθαρο θολώνει από την ατμοσφαιρική του φλου εικόνα. Και τέλος ο πρωτοεμφανιζόμενος Κώστας Περούλης, ο οποίος παρουσιάζει δέκα ιστορίες ανθρώπων μέσα στον εργασιακό τους χώρο, ανθρώπων οι οποίοι φοράνε τα παπούτσια της δουλειάς τους και δεν τα βγάζουν παρά μόνο στον θάνατο. Τα Αυτόματα (εκδ. Αντίποδες) είναι γραμμένα ωμά, ποτισμένα στην ιδιόλεκτο κάθε επαγγέλματος και γι’ αυτό αποδίδουν καίρια τον μικρόκοσμό τους, ο οποίος ωστόσο αντανακλά όλη την ελληνική κοινωνία.
Αυτό το πρώτο κοσκίνισμα δείχνει ότι το διήγημα, με τη δυνατότητα που έχει να ελίσσεται, να μεταμφιέζεται, να μετασχηματίζεται, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από τη μυθιστορηματική πολυπλοκότητα μέχρι την αστραπιαία εντύπωση κι από την αφηγηματική νομοτέλεια ώς την ποιητική μαγεία, από τον αυτοβιογραφικό λόγο (ο οποίος παρεμπιπτόντως πολλές φορές καταντά συγγραφική αυταρέσκεια) έως την ιστορική και κοινωνική αποτύπωση. Γι’ αυτό μπορεί σε εποχές κοσμοκρατορίας του μυθιστορήματος να επιβιώνει με μια δαρβινικού τύπου δυνατότητα προσαρμογής.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.