Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Γρηγοράκη Κόκκινο και γυμνό (εκδ. Κέδρος).
Του Παναγιώτη Γούτα
Η δεκαετία του ’70, ιδίως το κομμάτι της μετά τη Μεταπολίτευση, υπήρξε στην πατρίδα μας ιδιαίτερα γόνιμη και ελπιδοφόρα χρονική περίοδος από πολλές πλευρές. Πέρα από τις ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις που ήταν στο φόρτε τους, οι νέοι –και όχι μόνο– της εποχής είχαν ανοίξει τις κεραίες τους συλλαμβάνοντας ποικίλα μηνύματα, που σχετίζονταν με τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τη μουσική, τον κινηματογράφο και, ιδίως, με έναν επαναστατημένο και αντικομφορμιστικό τρόπο ζωής –απότοκο της γενιάς του Γούντστοκ και του Μάη του ’68, που προϋπήρξαν σε Αμερική και Ευρώπη αντίστοιχα– που συνειδητά και ακολούθησαν. Στην καρδιά αυτής της δεκαετίας τοποθετούνται και οι ζωές των βασικών ηρώων του τελευταίου μυθιστορήματος του Γιάννη Γρηγοράκη Κόκκινο και γυμνό, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος.
Όλο το βιβλίο είναι ένα συνεχόμενο φλας μπακ, μια αναδρομή στη ζωή του βασικού ήρωα, του Αλκιβιάδη, που εξαιτίας κάποιου ναυαγίου που οδήγησε σε θάνατο τέσσερα προσφιλή του πρόσωπα, βρίσκεται σε κώμα.
Όλο το βιβλίο είναι ένα συνεχόμενο φλας μπακ, μια αναδρομή στη ζωή του βασικού ήρωα, του Αλκιβιάδη, που, όπως πληροφορούμαστε από τη σελ. 41 του βιβλίου, εξαιτίας κάποιου ναυαγίου που οδήγησε σε θάνατο τέσσερα προσφιλή του πρόσωπα, βρίσκεται σε κώμα, σε μια ιδιότυπη δηλαδή κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μεταξύ ζωής και θανάτου – έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και υπό διερεύνηση και συνεχή μελέτη τομέα της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος αλλά και του ανθρώπινου πνεύματος, από την επιστήμη της νευροφυσιολογίας. Αυτήν την ιδιότυπη κατάσταση, που φαίνεται πως ο Γρηγοράκης έχει μελετήσει διεξοδικά, ο Αλκιβιάδης την αποκαλεί "Κόκκινη εποχή". Συχνά, στις ενότητες φυσά ένας Κόκκινος άνεμος, σκορπίζει μια κόκκινη σκόνη και ο ήρωας επιστρέφει στην Κόκκινη εποχή, αναπολώντας και ενθυμούμενος ό,τι σχετίζεται με το παρελθόν του – μια φαντασμαγορική εικόνα που τον εκστασιάζει. Ευρισκόμενος δηλαδή σε κώμα, ζει (ή, καλύτερα, ξαναζεί) για κάποιες στιγμές ένα παραλήρημα ευτυχισμένων αναμνήσεων, σαν να αναδύεται από έναν βαθύ σκοτεινό γκρεμό, στον οποίον είναι παγιδευμένος, επάνω, στην επιφάνεια.
Η παράθεση των γεγονότων (και των αναμνήσεων του ήρωα) γίνεται γραμμικά και αντίστροφα, με κατεύθυνση από το βαθύτερο παρελθόν στο εγγύτερο παρόν. Ο Αλκιβιάδης, που το 1969 πήγαινε στην έκτη Γυμνασίου, αναπολεί την εποχή της αγνότητας και των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων (με τη Χιονάτη), την εποχή του έρωτα ως εσωτερική αναστάτωση (με τη Θάλεια, ανάμεσα στα 14 με 18 του χρόνια) αλλά και τον έρωτα ως ερώτημα συμπαντικής διάστασης (με τη Νόρα και τον Ιάσονα). Οι δύο τελευταίοι ήρωες, μαζί με τον Άλκη, απαρτίζουν ένα ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο, όχι κατά το ιψενικό πρότυπο όπως μας το διευκρινίζει και ο συγγραφέας, αλλά με γνώμονα την άδολη φιλία, την αγάπη, την ειλικρίνεια, τη μη κτητικότητα, την εμπιστοσύνη, το γκρέμισμα των αστικών συμβάσεων, την άρνηση μιας προσχηματικής συμβίωσης, πάντα με μότο ζωής το carpe diem (άδραξε τη μέρα) του Λατίνου ποιητή Οράτιου. Καρπός αυτής της ιδιότυπης σχέσης των τριών νέων ανθρώπων που συνεχώς ταξιδεύουν, διασκεδάζουν, μεθούν με κρασί ή ουίσκι, συζητούν φιλοσοφώντας, διαβάζουν λογοτεχνία, ασχολούνται με την τέχνη της φωτογραφίας κι ακούν μουσική, συνήθως κλασικούς τζαζίστες, είναι ο Αριστοφάνης, που αγνοούμε για αρκετές σελίδες ποιανού από τους δύο άντρες υπήρξε σπόρος, του Αλκιβιάδη ή του Ιάσονα – κάτι που, όπως φαίνεται, δεν απασχολεί ιδιαίτερα τα μέλη αυτής της τριγονεϊκής οικογένειας.
Σ’ όλο το βιβλίο υπάρχουν διάσπαρτες αναφορές σε φιλοσοφικές ρήσεις, μουσικές της δεκαετίας του ’80 αλλά και παλιότερες, αναφορά σε στίχους ποιητών ή τίτλους βιβλίων, ενώ ιδιαίτερα πετυχημένη και ευρηματική είναι η διακειμενική αναφορά στους συγγραφείς Καμύ και Κέρουακ, με τους οποίους ο Αλκιβιάδης έχει φανταστικές συνομιλίες.
Δευτερεύοντες ήρωες, το ζεύγος Έλεν και Στέφανου, που έχουν έναν γιο, τον Τζακ, ένα ζευγάρι που σχετιζόταν από παλιά με τους τρεις φίλους-εραστές, αλλά και που, προς το τέλος του βιβλίου, θα παίξει αποφασιστικό και καταλυτικό ρόλο αναφορικά με τη λύση ή την απόληξη της ιστορίας. Σ’ όλο το βιβλίο υπάρχουν διάσπαρτες αναφορές σε φιλοσοφικές ρήσεις, μουσικές της δεκαετίας του ’80 αλλά και παλιότερες, αναφορά σε στίχους ποιητών ή τίτλους βιβλίων, ενώ ιδιαίτερα πετυχημένη και ευρηματική είναι η αναφορά στους συγγραφείς Καμύ και Κέρουακ, με τους οποίους ο Αλκιβιάδης έχει φανταστικές συνομιλίες. Η αναφορά σ’ αυτούς του δύο σπουδαίους λογοτέχνες είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη, αφού ο Γρηγοράκης επικοινωνεί και συσχετίζει θαυμάσια τη μυθοπλασία του με τον «Επαναστατημένο άνθρωπο» του Καμύ αλλά και με το τροχαίο που αυτός υπέστη, ενώ και η ζωή του Κέρουακ, με μια κόρη του που μέχρι μεγάλη ηλικία δεν είχε αναγνωρίσει, δένει θαυμάσια με την πλοκή του βιβλίου Κόκκινο και γυμνό. Γενικά το βιβλίο είναι κομματιασμένο σε πολλές, μικρής έκτασης ή λίγο μεγαλύτερες, ενότητες, στις οποίες κάθε φορά ο εκάστοτε τίτλος τους είναι εμπνευσμένος από κάποιο τραγούδι τής ροκ ή της τζαζ μουσικής.
Το Κόκκινο και γυμνό, το όγδοο μυθιστόρημα του Γρηγοράκη (και το πέμπτο κατά σειρά αυτών που εκδόθηκαν από τον «Κέδρο») είναι ένα συναρπαστικό, πολυεπίπεδο μυθιστόρημα 380 σελίδων, που διαβάζεται απνευστί. Ο Γρηγοράκης κατέχει καλά τα μυστικά της μυθοπλασίας, και ενώ, κατά κανόνα, χρησιμοποιεί μικροπερίοδο λόγο, απλώνει έντεχνα τον μύθο, τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων του, έτσι ώστε, δίχως να γίνεται σε κανένα σημείο κουραστικός στην αφήγηση, φλύαρος ή επαναλαμβανόμενος, δίνει και βάθος στην ιστορία, και όγκο παραστάσεων, γεγονότων και περιγραφών, κυρίως όμως αισθήσεων και αισθημάτων, καλύπτοντας τη ζωή τριών ανθρώπων σε χρονικό άνυσμα περίπου τριάντα πέντε χρόνων. Το στιλ της γραφής του (έχει πάντα ωραίες περιγραφές και είναι ιδιαίτερα δυνατός στις ερωτικές σκηνές, δίχως να γίνεται προκλητικός ή χυδαίος) θυμίζει πέτρα που πέφτει στα νερά μιας ατάραχης, γαλήνιας λίμνης, κι αυτή σχηματίζει πολλούς ομόκεντρους κύκλους που συνεχώς απλώνονται και πολλαπλασιάζονται, έως ότου εξαφανιστούν από το οπτικό πεδίο του αναγνώστη-παρατηρητή. Το ότι η ιστορία είναι επινοημένη και θυμίζει περισσότερο κατασκεύασμα πνευματικού εργαστηρίου παρά καταγραφή μιας άμεσα βιωμένης κατάστασης, δεν αναιρεί ούτε ακυρώνει την αξία και τη λογοτεχνικότητα του κειμένου. Η ιστορία, παρότι εκφράζει και αποτυπώνει ακραίες για τις καθημερινές μας συμβάσεις καταστάσεις, έχει αληθοφάνεια, πείθει, κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ώς το τέλος, έχει συνεχείς ανατροπές και κορυφώσεις, έχει ιδεολογικό βάθος με τα μηνύματα που δίνει, ενώ σαφώς ο συγγραφέας θα έχει χωρέσει και δικά του προσωπικά βιώματα στον όλο μύθο, στις σωστές τους, πάντα, δόσεις και αναλογίες, ώστε να πετύχει η μυθιστορηματική συνταγή.
Ο Γιάννης Γρηγοράκης
|
Το Κόκκινο και γυμνό μού άρεσε και ως συνολικό μυθοπλαστικό εύρημα και ως γραφή, και διαβάζοντάς το, μου ήρθε στον νου η εξαίρετη ταινία του ανερχόμενου και βραβευμένου σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου «Κυνόδοντας», με την εξής διαφορά: Σ’ εκείνη την ταινία τονίζονταν οι παθογένειες μιας συμβατικής, περίκλειστης κι αρρωστημένης οικογενειακής ζωής, ενώ στο βιβλίο του Γρηγοράκη συμβαίνει, με τον ίδιο τελικό στόχο και το ίδιο πνεύμα, το ακριβώς αντίθετο: Τονίζεται η ευτυχία, η ευδαιμονία, η ηδονή και η ηρεμία μιας αντισυμβατικής ζωής τριών επαναστατημένων ανθρώπων που τσακίζουν με τις επιλογές τους τα στεγανά, τις προλήψεις και τα ταμπού μιας ψευτοηθικής, συμβατικής, υποταγμένης, ανελεύθερης, αστικής πραγματικότητας, που καθηλώνει τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων στα χαμηλά, τα μικρά, τα μίζερα και τα ασήμαντα.
Κλείνοντας, το πρόσφατο μυθιστόρημα του Γρηγοράκη μάς κερδίζει και για τους παρακάτω λόγους: Ο συγγραφέας επιχειρεί ν’ αναδείξει ένα είδος ερωτικής αγνότητας που εκλείπει από τη σημερινή χαλασμένη και συμβατική εποχή μας. Αναπλάθει δια της μνήμης τη γόνιμη από κάθε πλευρά δεκαετία του ’80. Αγγίζει σπουδαία δίπολα της τέχνης της γραφής, όπως «μνήμη-λήθη», «ζωή-θάνατος (και το μεταίχμιό τους)», «επαναστατημένος-συμβατικός και υποταγμένος άνθρωπος». Κρατά τις σχετικές αποστάσεις από τους ήρωές του, αφήνοντάς τους στο τέλος να οδηγηθούν εκεί όπου η ζωή και οι επιλογές τους τους οδηγούν, δίχως να εξωραΐζει ή να εξιδανικεύει τις ζωές τους, αφού το τέλος είναι μάλλον τραγικό για όλους, ωστόσο με την άκρως αισιόδοξη αποκάλυψη πως «υπάρχει τελικά ευτυχία και χωρίς σώμα». Τονίζει μέχρι και το χάσμα των γενεών αντισυμβατικών γεννητόρων με τους απογόνους τους, αφού τα παιδιά των ηρώων (Αριστοφάνης, Τζακ) δεν τους προέκυψαν τελικώς όπως αυτοί θα τα επιθυμούσαν. Φταίνε άραγε οι γονείς και ο τρόπος που οι ίδιοι αποφάσισαν να ζήσουν, μήπως τα παιδιά που αντιλαμβάνονται διαφορετικά κάποια θέματα ή μήπως η ίδια η ζωή που τρέχει και σαρώνει στο διάβα της κάθε είδους παρελθόν; Ποιος ξέρει; Ο ίδιος ο αναγνώστης, εμβαθύνοντας, μπορεί να δώσει τις δικές του ερμηνείες και απαντήσεις στα παραπάνω αναφυόμενα ερωτήματα.
Λένε πως, σε έναν τίτλο μυθιστορήματος, δραστικότερη και πιο επιτυχημένη επιλογή αποτελεί η χρήση του ρήματος. Εδώ όμως φαίνεται πως μόνα τους δύο εύστοχα επίθετα έκαναν θαυμάσια τη δουλειά τους.
Αφήνω για το τέλος τον σχολιασμό του τίτλου και του εξώφυλλου του βιβλίου. Στον τίτλο Κόκκινο και γυμνό δύο επίθετα περιγράφουν έναν ολόκληρο μύθο. Το κόκκινο υποδηλώνει μεταξύ άλλων κι αυτήν τη μεταξύ ζωής και θανάτου κατάσταση του ανθρώπου, που ακόμη παραμένει, στην ολότητά της, άλυτο επιστημονικό μυστήριο. Το γυμνό υποδηλώνει, όχι κατ’ ανάγκην μόνο τον έρωτα, αλλά πρωτίστως τις γυμνές, τις όχι φτιασιδωμένες και κεκαλυμμένες, τις άμεσες κι ευθύβολες μνήμες, εικόνες και αισθήματα που ξεπηδούν από το μυαλό του ήρωα. Λένε πως, σε έναν τίτλο μυθιστορήματος, δραστικότερη και πιο επιτυχημένη επιλογή αποτελεί η χρήση του ρήματος. Εδώ όμως φαίνεται πως μόνα τους δύο εύστοχα επίθετα έκαναν θαυμάσια τη δουλειά τους.
Και κλείνω με το εξώφυλλο – ασπρόμαυρο όπως οι μνήμες, το παρελθόν αλλά και η μοίρα του ήρωα. Η φωτογραφία είναι του Γάλλου φωτογράφου Henri Cartier-Bresson (1908-2004), ενός από τους σημαντικότερους φωτογράφους του 20ου αιώνα και, ειδικότερα, ενός από τους «πατέρες» της φωτοδημοσιογραφίας. Το αυστηρό, λοξό και επίμονο βλέμμα τής καθωσπρέπει κυρίας με το ταγέρ και το καπέλο, που διαβάζει τη «Le Figaro» απέναντι στη νεαρή κοπελίτσα με το λευκό κοντό φόρεμα, που αφήνει να φαίνονται τα λεπτά της πόδια, και που, στο διπλανό τραπέζι του «καφέ», διαβάζει κι εκείνη την εφημερίδα της, έχει κάτι από την κακεντρέχεια και τη ζηλοφθονία μιας συντηρητικής και υποκριτικής κοινωνίας, απέναντι σε καθετί το τολμηρό, νεανικό ή διαφορετικό, που, επειδή δεν μπορεί να το χωνέψει, να το ερμηνεύσει και να το αποδεχτεί, επιχειρεί να το ξορκίσει, να το χλευάσει και να το αφανίσει.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Κόκκινο και γυμνό
Γιάννης Γρηγοράκης
Κέδρος 2015
Σελ. 384, τιμή €16,60