Για το αφήγημα του Δημήτρη Ελευθεράκη Η δύσκολη τέχνη (εκδ. Αντίποδες).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Είναι τέχνη μια μουντζούρα-μονοκονδυλιά; Ένας νιπτήρας αναποδογυρισμένος; Ένα τατουάζ πάνω στο μπράτσο; Είναι τέχνη μια Αφροδίτη της Μήλου με συρτάρια; Ή ένας σωρός από ρούχα; Είναι τέχνη ένα γκράφιτι; Κι αν αυτό είναι ζωγραφισμένο πάνω σε ένα νεοκλασικό κτήριο της Αθήνας; Ή πάνω στην Τζοκόντα του Λεονάρντο Ντα Βίτσι;
Αυτά είναι τα ερωτήματα που θέτει το μικρό αφήγημα του κατά βάση ποιητή Δημήτρη Ελευθεράκη. Πρόκειται για ένα είδος μονολόγου, σαν αυτούς στο θέατρο, που ενθρονίζει έναν αφηγητή, εδώ έναν δάσκαλο, ο οποίος μιλάει στους νεοεισελθόντες αλλοδαπούς μαθητές του «Τοβίας, Τόμας, Τόνι και όπως αλλιώς τους λένε», στημένος στον πεζόδρομο μεταξύ Πολυτεχνείου και Αρχαιολογικού Μουσείου. Κι έπειτα ακολουθεί ένας άλλος μονόλογος, σαν σχόλιο ενός τρίτου που προσπαθεί να αξιολογήσει τον ρόλο του δασκάλου και τη σκοπιμότητα της πράξης του.
«Το γκράφιτι είναι μια δύσκολη τέχνη, είπε ο δάσκαλος. Η Ελλάδα είναι μια δύσκολη τέχνη, είπε ο δάσκαλος». Με αυτή τη φράση, ο αναγνώστης μπορεί να περάσει συνεκδοχικά από το γκράφιτι στην ελληνική νοοτροπία.
Η θέση του δασκάλου έχει σημασία γιατί τα ερωτήματά του αφορμώνται από το γκράφιτι που έκαναν άγνωστοι, πριν από λίγο καιρό, πάνω στους τοίχους του Μετσόβιου, αποσπώντας τόσο θετικά όσο και αρνητικά σχόλια. Άραγε, είναι είδος τέχνης που νομιμοποιείται να γίνεται στον δρόμο ή πρόκειται για βανδαλισμό ενός άλλους είδους τέχνης, αρχιτεκτονικής φύσης και ιστορικής αξίας;
«Το γκράφιτι είναι μια δύσκολη τέχνη, είπε ο δάσκαλος. Η Ελλάδα είναι μια δύσκολη τέχνη, είπε ο δάσκαλος». Με αυτή τη φράση, ο αναγνώστης μπορεί να περάσει συνεκδοχικά από το γκράφιτι στην ελληνική νοοτροπία, η οποία σκιαγραφείται μέσα από τη στάση του Νεοέλληνα απέναντι στον πολιτισμό, την Ιστορία και την τέχνη. Η Ελλάδα είναι μια δύσκολη τέχνη, γιατί επιστεγάζει μια δύσκολη ζωή, αλλά και μια παράξενη αίσθηση του ζην ή του φιλοτεχνείν.
Έτσι, ο Δημήτρης Ελευθεράκης σταθμίζει τη θέση της τέχνης μέσα στον ελληνικό βίο, πώς εκλαμβάνεται και πώς εκτιμάται, ποιο ρόλο διαδραματίζει και πώς ιεραρχείται στους υπόλοιπους θεσμούς της κοινωνίας μας. Τα συμπεράσματά του είναι δυσοίωνα, παρόλο που θέλουμε να θεωρούμε τον πολιτισμό τη βαριά βιομηχανία μας. Η τέχνη όμως μισείται αντί να αγαπιέται ουσιαστικά, ειδικά στις νέες μορφές της, καθώς κάθε καινοτομία φαντάζει απειλή για τον πολιτισμό όπως έχει ήδη διαμορφωθεί. Κι αυτό γιατί η αίσθηση που έχει ο Νεοέλληνας για τον πολιτισμό είναι μουσειακή, αφού εκθειάζει το παγιωμένο, το καθιερωμένο, το διαχρονικό, αλλά απαξιώνει το καινούργιο και το ρηξικέλευθο. Αξιόλογη τέχνη είναι η αναλλοίωτη, η νεοκλασική, η νεορομαντική, η νεοαρχαία, αυτή που αναπαράγει ένα αδιάλλακτο παρελθόν. Κι αυτή η προγονοπληξία δεν μας αφήνει να δούμε το καινούργιο ως δημιουργική ανανέωση, αφού το κατατάσσουμε αυτόματα στους απειλητικούς νεωτερισμούς.
Η Ελλάδα δεν θαυμάζει την τέχνη, αλλά την καπηλεύεται. Αν ο Έλληνας την αγαπούσε, δεν θα έβαζε στο ίδιο κάδρο τον Παρθενώνα και τα σκουπίδια στους δρόμους· αυτό από μόνο του θα ήταν ιεροσυλία. Αν την αγαπούσε, δίπλα στο κλασικό μεγαλείο θα τοποθετούσε και τις νεοελληνικές αισθητικές αξίες, είτε μιλάμε για την ποίηση είτε για το γκράφιτι. Αν την αγαπούσε, δεν θα χρησιμοποιούσε την αρχαιότητα για να κερδίσει προσωπικές δάφνες από αγώνες στους οποίους δεν συμμετείχε. Αν την αγαπούσε, δεν θα τη θεωρούσε απλό διακοσμητικό στοιχείο αλλά πεδίο προβληματισμού και πάλης των ιδεών.
Η αίσθηση που έχει ο Νεοέλληνας για τον πολιτισμό είναι μουσειακή, αφού εκθειάζει το παγιωμένο, το καθιερωμένο, το διαχρονικό, αλλά απαξιώνει το καινούργιο και το ρηξικέλευθο.
Και μαζί με την τέχνη ο Έλληνας θεωρεί την πατρίδα ένα ακόμα τεράστιο μουσείο κατεψυγμένου πολιτισμού. Την έχει μετατρέψει σε εκθετήριο αγαλμάτων και εξευγενισμένων προσόψεων, ενώ σε τίποτα από αυτά δεν πιστεύει πραγματικά. Βλέπει την Ελλάδα και την ιστορία της ως αντικείμενο εκμετάλλευσης, ως αφορμή «ναρκισσισμού, μνησικακίας και κοινοτοπίας», ως καθρέφτη που θέλει να δει το αγλαό πρόσωπό του, ενώ κανονικά έπρεπε να βλέπει τον φρικτό εαυτό του.
Κι αυτό εξηγείται, κατά τον συγγραφέα, επειδή στην Ελλάδα κυριαρχούν οι μέτριοι, η μετριότητα των οποίων τους κάνει να μην επιδοκιμάζουν το πρωτότυπο, το εμπροσθοβαρές, το δημιουργικό, αλλά το καλουπωμένο και το παρωχημένο. Κι αυτή η αρχαιολατρία σε συνδυασμό με την αυταρέσκια γεννά νεοναζιστικά μορφώματα, που καταδικάζουν ό,τι καινοφανές, ό,τι δηλαδή ξεφεύγει από τους αναλλοίωτους κανόνες περί αισθητικής και περί ζωής.
Το κείμενο του Δημήτρη Ελευθεράκη είναι γραμμένο με ορμή και με βία, με δοκιμιακό τσαγανό και με καταγγελτική εικονοπλασία. Είναι ζυμωμένο με αγανάκτηση και ποτισμένο με την αποστροφή κατά των τικούκειτων, των δήθεν καθωσπρέπει και των σκληροπυρηνικών της αισθητικής καθαρότητας. Κι η ίδια η γραφή του είναι μια αναζωογονητική δύναμη που έρχεται να βγάλει την τέχνη από τη φορμόλη και να δείξει πως ό,τι απολιθώνεται πεθαίνει.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Η δύσκολη τέχνη
Δημήτρης Ελευθεράκης
Αντίποδες 2015
Σελ. 54, τιμή εκδότη €8,00