Για το μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα Μάρμαρα στη μέση (εκδ. Ίκαρος).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Φωτογραφία Καμίλο Νόλλας
Πώς πρέπει να αντιμετωπίσει η κριτική και οι αναγνώστες ένα μεγάλο όνομα της πεζογραφίας μας; Μα, νομίζω, η τιμιότερη στάση είναι ο σεβασμός, η θαρραλέα αλήθεια και η αναζήτηση ερμηνευτικών και αξιολογικών κλειδιών, για να εκτιμηθεί κάθε νέο του βιβλίο, χωρίς προκαταλήψεις και εξωραϊσμούς.
Παίρνοντας, λοιπόν, το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Νόλλα στα χέρια μου, είχα μεν στον νου μου το προηγούμενο έργο του με τίτλο Το ταξίδι στην Ελλάδα (Ίκαρος 2013) του οποίου αποτελεί συνέχεια, αλλά και τη συνολική παρουσία του συγγραφέα στα ελληνικά γράμματα. Από την άλλη, το ίδιο το κείμενο έχει τη δική του φωνή, εκπέμπει τα δικά του μηνύματα και πρέπει να το κρίνουμε αυτοτελώς, ως ένα έργο τέχνης που δεν χρειάζεται εξωγενείς φωτισμούς και προκαταβολικό δέος.
Καθώς το διάβαζα, σχημάτισα την έντονη εντύπωση ότι αποτελεί επαναγραφή Του διπλού βιβλίου (1976) του Δημήτρη Χατζή. Κι οι δύο πεζογράφοι συνδέουν Γερμανία και Ελλάδα, κι οι δύο αναζητούν την τύχη των Ελλήνων στην Κεντρική Ευρώπη, κι οι δύο συνθέτουν ένα αποσπασματικό, διαθλασμένο, ασύνδετο κείμενο με αιφνίδιες εναλλαγές σκηνών και εγκιβωτισμένες αφηγήσεις.
Το διπλό βιβλίο ξαναγράφεται
Καθώς το διάβαζα, σχημάτισα την έντονη εντύπωση ότι αποτελεί επαναγραφή Του διπλού βιβλίου (1976) του Δημήτρη Χατζή, συνονόματου του Δημήτρη Νόλλα, ο οποίος πριν από σαράντα χρόνια επιχείρησε να δώσει στον χάρτη τις συντεταγμένες της ελληνικής ταυτότητας (μάλιστα τη σχέση του διηγηματογράφου Δημήτρη Νόλλα με τον διηγηματογράφο Δημήτρη Χατζή είχε εντοπίσει η Ελισάβετ Κοτζιά σε κριτική της για τα Ναυαγίων πλάσματα, εφ. Η Καθημερινή, 10.5.2009). Ο συγγραφέας τού Μάρμαρα στη μέση επιχειρεί μια ανάλογη προσπάθεια με τα ίδια υλικά και με ανάλογες αφηγηματικές τεχνικές και ιδεολογικές εξακτινώσεις. Κι οι δύο πεζογράφοι συνδέουν Γερμανία και Ελλάδα, κι οι δύο αναζητούν την τύχη των Ελλήνων στην Κεντρική Ευρώπη, κι οι δύο συνθέτουν ένα αποσπασματικό, διαθλασμένο, ασύνδετο κείμενο με αιφνίδιες εναλλαγές σκηνών και εγκιβωτισμένες αφηγήσεις. (Την ίδια ιδέα για σύγκριση του προκείμενου βιβλίου του συγγραφέα με το Διπλό βιβλίο είχε και ο Χρίστος Παπαγεωργίου στο diastixo.gr, 26.10.2015).
Το Το διπλό βιβλίο έγινε ένα από τα φετίχ της Αριστεράς κατά τη μεταπολίτευση, χάρη στην πνευματική στάση ενός διανοούμενού της που διώχθηκε και έζησε πολλά χρόνια σε Βουκουρέστι και Βουδαπέστη, που στοχάστηκε πάνω στην πορεία του τόπου, που θέλησε να δει τον Έλληνα μέσα στη διαλεκτική της Ιστορίας, συχνά σε αντίστιξη με τον μεταπολεμικό Γερμανό. Παρά τα πολλά δομικά και αφηγηματικά προβλήματα που έχει εντοπίσει η κριτική (Καλιόρης, Αριστηνός κ.λπ.), το μυθιστόρημα κατέλαβε σημαντική θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, κυρίως χάρη στην προωθημένη μοντερνιστική κατασκευή του: εννέα αυτόνομα κεφάλαια, σαν μικρά διηγήματα, μέλη ενός χαλαρού μυθιστορήματος που εναλλάσσει σκηνές, τόπους και χρόνους, ένα εγκιβωτισμένο βιβλίο του ενδοδιηγητικού συγγραφέα, πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν από ενότητα σε ενότητα, αυτοαναφορικά στοιχεία κ.λπ.
Πολλά από όσα έχουν γραφεί για Το διπλό βιβλίο ισχύουν και για το Μάρμαρα στη μέση: φυγόκεντρα επεισόδια τα οποία ίσως διακλαδίζονται γύρω από τη σχέση της ελληνικής με τη γερμανική νοοτροπία, χαρακτήρες αδρομερώς σμιλεμένοι που δεν προλαβαίνουν να ολοκληρωθούν, καθώς περνάνε από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, εγκιβωτισμός του βιβλίου «999» του Αρίστου Καραμπίνη μέσα στο μυθιστόρημα, η αποτυχία του συγγραφέα σε μερικά σημεία να αποφύγει το «λέγειν» αντί του «δείξαι», ο ενίοτε δοκιμιακός και θεωρητικός λόγος, η τοπική και χρονική ασυνέχεια, οι παρέμβλητες ιστορίες που (φαίνονται να) είναι άσχετες με μια βασική κανοναρχούσα αρχή, ο παρωδιακός λόγος κ.λπ. Πολλά από αυτά εγγράφονται στη μεταμοντέρνα αφήγηση κι άλλα στην ιδιότυπη νολλική μυθιστοριογραφία.
Ο Δημήτρης Νόλλας
|
Ελλάς – Γερμανία: διπολισμός ταυτότητας
Αν επιχειρήσουμε να διαγράψουμε εν συντομία την υπόθεση, θα κρατήσουμε τα εξής: δυο συνεργάτες, ο επιχειρηματίας Γιάννης Πολυχρονόπουλος και ο μεταλλειολόγος Μπάμπης Τσεκίνης, προσπαθούν να κάνουν μια μπίζνα, να εξαγάγουν μάρμαρο στη Γερμανία από την Ελλάδα, αλλά τελικά βρίσκονται με μια μεγάλη ποσότητα στα χέρια, χωρίς προοπτική μεταπώλησης. Ο πρώτος έχει πρόβλημα με την κόρη του Ουρανία, η οποία καλοβλέπει τα θεία, έχει κάποια σχέση με έναν ανάπηρο Βούλγαρο και κατακρίνει τη ζωή του πατέρα της. Αυτός θα την ήθελε να παντρεύεται τον Χάινριχ Μπρέσμα, Γερμανό που αποτελεί στέλεχος μεγάλης εταιρείας, αλλά τελικά ο δεσμός διαλύεται και ο παρ’ ολίγον γαμπρός αδειάζει επιχειρηματικά τον Πολυχρονόπουλο.
Αυτός ο αφηγηματικός ποταμός παρεκκλίνει, κατά τις προσφιλείς συνήθειες του Δημήτρη Νόλλα, σε παραπόταμους, που αγγίζουν θέματα της πολιτικής, των διεθνών σχέσεων, της επιχειρηματικότητας, της Ιστορίας, της αναζήτησης ταυτότητας κ.λπ. σε μια σκόπιμα ημιτελή πραγμάτευσή τους, η οποία αφήνει τον αναγνώστη «μεσοπόταμα» να αμφιταλαντεύεται τόσο για το πού θα κατευθυνθεί η ανάγνωση όσο και για την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας αποσπασματικής λογοτεχνίας. Το βασικό πρόβλημα με αυτήν την τεχνική, σε όποιο κείμενο κι αν συναντάται, είναι ότι ο συγγραφέας απεμπολεί την ευθύνη του για τη δόμηση του κειμένου και καταφεύγει σε ένα συμπίλημα, φυσικά με εσωτερικές παραπομπές και αλληλοδιεισδύσεις, στιγμιοτύπων, σκηνών και προσώπων, αλλά συνάμα διάτρητο και διαμορφωμένο σαν μια «πλοκή που παραμιλάει». Σε άλλα μυθιστορήματα αυτό έχει δώσει ορατά αποτελέσματα και σε άλλα απλώς κολακεύει τον αναγνώστη που τον μετατρέπει σε συν-συγγραφέα, αλλά συνάμα του στερεί το δικαίωμα να αναζητήσει μια πιο συμπαγή πλοκή.
Ο Δημήτρης Νόλλας εγγράφει το μήνυμά του μέσα στον δικό του κατατετμημένο γαλαξία, ο οποίος αφήνει όχι πάντα γόνιμες για τον αναγνώστη εκκρεμότητες. Είναι μια γνήσια μετανεοτερική γραφή που γεννά αμφίθυμα συναισθήματα.
Ο Δημήτρης Νόλλας δεν άλλαξε τρόπο γραφής σε σχέση με τα προηγούμενα έργα του. Χρησιμοποιούσε και εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τη χαλαρή δομή, προκειμένου να αφήσει ελεύθερες τις αντιθέσεις που στήνει να διασταυρώνονται μέσα στο κειμενικό σύμπαν του. Εδώ, κυριαρχεί η αντίθεση της ελληνικής και της γερμανικής νοοτροπίας, δίπολο μέσα στο οποίο εγκυμονούνται και άλλες μικρότερες αντιθέσεις. Στο μυθιστόρημα, μάλιστα, αιρετικά ως προς την εικόνα που προβάλλουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η ελληνική πλευρά δεν υστερεί αλλά αντίθετα παρουσιάζεται με θετικό πρόσημο: η κοινωνική επανάσταση των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης το 1343 προηγείται σε σχέση με την ανάλογου ύφους εξέγερση των Αναβαπτιστών στο Μύνστερ το 1535, η καλοσύνη στο πρόσωπο της Ουρανίας προβάλλεται αντιστικτικά προς την ψυχρή καπιταλιστική λογική του πατέρα της Γιάννη, η χριστιανική αλληλεγγύη και προσφορά υπερτερεί του ορθού λόγου, που ενέχει οικονομοκεντρικές και ατομικιστικές αντιλήψεις, και ο αυθορμητισμός όπως και το συναίσθημα τίθενται σε προτεραιότητα ως προς τη γερμανική γραφειοκρατική νοοτροπία. Ο γερμανικός τρόπος και η τυφλή μίμησή του καταδικάζεται, ενώ ακόμα και η κεντροευρωπαϊκή φιλοπονία αποδεικνύεται ένα πρόσφορο ιδεολόγημα.
Τα μάρμαρα του τίτλου δεν αφορούν μόνο στο εμπόρευμα που θέλουν να πουλήσουν οι δύο συνεργάτες στους Γερμανούς, αλλά συνεκδοχικά αναφέρονται και στα αρχαία μάρμαρα ή εν γένει στον ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος φαίνεται να υστερεί σε σχέση με την προοδευμένη Ευρώπη, αλλά στην ουσία είναι πιο ατόφιος και καθαρός, αν δεν μολυνθεί από άκριτο μιμητισμό, ομπλομοφική* αβουλία και αίσθημα εθελόδουλης κατωτερότητας. Ο Δημήτρης Νόλλας εγγράφει το μήνυμά του μέσα στον δικό του κατατετμημένο γαλαξία, ο οποίος αφήνει όχι πάντα γόνιμες για τον αναγνώστη εκκρεμότητες. Είναι μια γνήσια μετανεοτερική γραφή που γεννά αμφίθυμα συναισθήματα και ο αναγνώστης ή τη δέχεται ή την απορρίπτει στο σύνολό της ως προγραμματικό σχέδιο.
*Ομπλόμοφ: ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος (1859) του Ιβάν Γκοντσαρόφ που αναφέρεται μέσα στο έργο του Νόλλα και αποδίδει τη νωθρότητα και την αδυναμία να πάρει κανείς αποφάσεις.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Μάρμαρα στη μέση
Δημήτρης Νόλλας
Ίκαρος 2015
Σελ. 144, τιμή εκδότη €12,90