Για το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα Η σειρήνα της ερήμου (εκδ. Πατάκη).
Του Κώστα Αγοραστού
Η Σειρήνα της Ερήμου είναι το τελευταίο μεγάλο κείμενο που έγραψε ο Μένης Κουμανταρέας και εκδίδεται σχεδόν έναν χρόνο μετά τον τραγικό θάνατό του. Το βιβλίο είναι μια ιστορία αυτογνωσίας, σκέψεων και σαρκαστικών σχολίων για τη φιλία, τον έρωτα, τη διαδικασία της συγγραφής αλλά και τον θάνατο.
Ο ήρωας του βιβλίου του Κουμανταρέα είναι δημοσιογράφος και παράλληλα έχει συνεργασία με έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο ως αναγνώστης (reader). Η δουλειά του εκεί είναι να αξιολογεί τα χειρόγραφα των νέων και φερέλπιδων συγγραφέων και να προτείνει κάποια από αυτά ώστε να βρουν το δρόμο της έκδοσης. Κάποια στιγμή λαμβάνει μια ημιτελή νουβέλα, κάτω από μυστηριώδης συνθήκες (σε φάκελο με βουλοκέρι), η οποία υπογράφεται με ψευδώνυμο. Το χειρόγραφο τραβά την προσοχή του ήρωα που, μην μπορώντας να αποφασίσει αν αξίζει να εκδοθεί, αρχίζει να το διαβάζει, εκφωνώντας το σε έναν φίλο του, την κρίση του οποίου εμπιστεύεται.
Ο συγγραφέας με το ψευδώνυμο Σηνέμ Σαέρανταμουκ, ο οποίος παραδίδει το χειρόγραφό του στον αναγνώστη του εκδοτικού οίκου «Πρεβεζάνος», έχει στήσει μια εξωτική ιστορία κατά ένα μέρος στην έρημο, κάπου στην Αφρική, και κατά ένα άλλο στη σημερινή Αθήνα.
Με αυτόν τον τρόπο, ένα άλλο βιβλίο, μια δεύτερη ιστορία «τρέχει» μέσα στο βιβλίο του Κουμανταρέα. Ο συγγραφέας με το ψευδώνυμο Σηνέμ Σαέρανταμουκ, ο οποίος παραδίδει το χειρόγραφό του στον αναγνώστη του εκδοτικού οίκου «Πρεβεζάνος», έχει στήσει μια εξωτική ιστορία κατά ένα μέρος στην έρημο, κάπου στην Αφρική, και κατά ένα άλλο στη σημερινή Αθήνα. Ο πρωταγωνιστής, δημοσιογράφος κι αυτός και φιλόδοξος συγγραφέας, βρίσκεται στην Αφρική ως διερμηνέας μιας μικρής ομάδας αρχαιολόγων, στο πλαίσιο μιας αμφιβόλου εγκυρότητας ανασκαφής. Μυστηριώδεις βεδουίνοι οδηγούν την ομάδα στην έρημο και μέσα σε μια ανεμοθύελλα την εγκαταλείπουν. Ο πρωταγωνιστής παράλληλα, κάνει συνεδρίες με μια έξυπνη και αντισυμβατική νευρολόγο-ψυχίατρο, την κυρία Χλόη. Η Χλόη, εκτός από τα φάρμακα τού συνιστά τα εξής: «Επί μια εβδομάδα θ’ ακούτε από μια σκηνή από τον Ντον Τζιοβάνι του Μότσαρτ, διαβάζοντας παράλληλα το λιμπρέτο». Στην επιστροφή του στην Αθήνα θα γνωρίσει έναν νεαρό μαροκινό θα γοητευθεί από αυτόν και θα του προτείνει να τον φιλοξενήσει. Η κατάληξη δεν θα είναι τόσο ευχάριστη μιας και ο μικρός, αφού του λέει ένα σωρό ψέματα, εξαφανίζεται, παίρνοντας μαζί του έναν αυθεντικό πίνακα του Τσαρούχη, που ο πρωταγωνιστής είχε στο σπίτι του.
Η νουβέλα έρχεται στα χέρια του δημοσιογράφου-αναγνώστη τμηματικά. Στην πορεία ανακαλύπτει ότι έχει γίνει και ο ίδιος ένας από τους ήρωες του Σαέρανταμουκ, μιας και ο συγγραφέας παρακαλουθεί κρυφά τις συναντήσεις των δύο φίλων και την πορεία της ανάγνωσης της νουβέλας του.
«Έμαθα σιγά σιγά να γράφω χωρίς να περιμένω την έμπνευση. Η έμπνευση είναι ένα εφεύρημα των ατάλαντων, η σκληρή τριβή με τις λέξεις, η πάλη με τη συμβατικότητα είναι η μόνη αλήθεια».
Ο Μένης Κουμανταρέας έγραψε το τελευταίο αυτό μυθιστόρημα εκφράζοντας αγωνίες, άγχη, ερωτήματα αλλά και ξεκαθαρισμένες απόψεις γύρω από τη λογοτεχνία, το συνάφι και τους μηχανισμούς που την προβάλλουν. «Ένα γραπτό είναι –κι αυτό– μια διαδρομή κι όσο πλησιάζεις την ψυχή των πραγμάτων κινδυνεύεις να πέσεις. Είναι ένα ρίσκο που, δίχως αυτό, το βιβλίο που γεννιέται είναι άοσμο, χλωμό, κουτσό, χωρίς φαντασία και χωρίς αλήθεια. Έμαθα σιγά σιγά να γράφω χωρίς να περιμένω την έμπνευση. Η έμπνευση είναι ένα εφεύρημα των ατάλαντων, η σκληρή τριβή με τις λέξεις, η πάλη με τη συμβατικότητα είναι η μόνη αλήθεια». Με ειλικρίνεια, χιούμορ αλλά και με σασπένς ξεδιπλώνει την ιστορία του και χτίζει τους ήρωές του μέσα από πολλαπλά κάτοπτρα, με κεντρική φιγούρα τον ίδιο.
Έξυπνο, συναρπαστικό, εξωτικό, γήινο κι αισθησιακό, το τελευταίο μυθιστόρημα του Κουμανταρέα τοποθετείται δικαίως πλάι στα υπόλοιπα σπουδαία βιβλία του.
Με άξονα τον ερωτισμό, το σώμα που δεν βρίσκει συντροφιά, το βλέμμα που δεν λαμβάνει ανταπόκριση αλλά και το «δύσκολο» ζήτημα της παιδοφιλίας, ο συγγραφέας συμπυκνώνει πάθη και πληγές χρόνων και τα εκφράζει με τρόπο ανάλαφρο. Σχεδόν παιδικό. Καθόλου απολογητικό και ενοχικό. «Να ήταν αυτό νοσταλγία για τα μαθητικά χρόνια; Όχι, απλά και μόνο –και δεν ντρέπομαι να το πω– ήταν παιδοφιλία. Και τι πείραζε! Εφόσον δεν άπλωνε κανείς χέρι σε αυτά τα τρυφερά πλάσματα να τα ενοχλήσει δε βλέπω τον λόγο να μη θαυμάζουμε την ομορφιά, όπου κι αν αυτή βρίσκεται. Όπως ένας ενάρετος άνδρας δε θ’ απλώσει ποτέ χέρι σε ένα κορίτσι ή αγόρι, έτσι και ένας συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του θα περιγράψει με τόση τέχνη το πάθος του, ώστε αυτό θα πάψει να περιέχει παθογένεια».
Χωρίς διάθεση αυτολογοκρισίας ο Μένης Κουμανταρέας ήθελε να μιλήσει για όσα τον απασχόλησαν και όσα τον παίδεψαν με εκείνη την ιδιαίτερη και εκλεπτυσμένη αίσθηση του χιούμορ και της ειρωνείας που τον χαρακτήριζε. Δεν δίσταζε να αυτοϋπονομεύεται και να σαρκάζεται: «Δεν είναι δα και κανένα αριστούργημα, είναι καλά γραμμένο, αρκετά έξυπνο, δεν παύει όμως να είναι εγκεφαλικό», βάζει κάπου να λέει ο ήρωάς του για το κείμενο του Σηνέμ Σαέρανταμουκ (αναγραμματισμός του ονόματος του συγγραφέα). Ο Κουμανταρέας είχε κατακτήσει (με κόπο και δυσκολίες) τον ύψιστο βαθμό της λογοτεχνικής ελευθερίας. Γράφει μέσω του ήρωά του: «Με όλες τις ανασφάλειές μου, είμαι πουλί που ανοίγει τις φτερούγες του και πετάει από το ένα δέντρο στο άλλο και βλέπει τους ανθρώπους από ψηλά». Η σειρήνα της ερήμου αποτελεί ίσως το ιδανικό κλείσιμο στη σπουδαία αυτή πορεία που είχε ο Μένης Κουμανταρέας. Έξυπνο, συναρπαστικό, εξωτικό, γήινο κι αισθησιακό, το τελευταίο μυθιστόρημα του Κουμανταρέα τοποθετείται δικαίως πλάι στα υπόλοιπα σπουδαία βιβλία του.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
* Tο Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015 και ώρα 19:30, στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες (Σπ. Μερκούρη 62, Παγκράτι), η βραδιά θα είναι αφιερωμένη στον Μένη Κουμανταρέα. Εισήγηση: Αντιγόνη Βλαβιανού, επίκουρη καθηγήτρια. Συμμετέχουν οι: Βασίλης Βασιλικός, Νίκος-Αδάμ Βουδούρης, Παντελής Βούλγαρης, Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Άγης Μπράτσος, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Θάνος Φωσκαρίνης.
Η σειρήνα της ερήμου
Μένης Κουμανταρέας
Εκδ. Πατάκη 2015
Σελ. 232, τιμή εκδότη €12,80