Για το μυθιστόρημα του Βασίλη Γκουρογιάννη Σενάριο αθανασίας (εκδ. Μεταίχμιο).
Της Έλενας Μαρούτσου
Σε συνέντευξή του στο Βήμα, ο Βασίλης Γκουρογιάννης, ο καταξιωμένος συγγραφέας από το χωριό Γρανίτσα Ιωαννίνων, δηλώνει πως σε κάθε του βιβλίο «πλέει σε αχαρτογράφητα ύδατα». Παρά τη δήλωσή του αυτή, την οποία έκανε εξ αφορμής του τελευταίου του μυθιστορήματος Σενάριο Αθανασίας, διαβάζοντάς το αποκόμισα την εντύπωση πως ενώ πράγματι πρόκειται για καινούργιο καράβι, τα ύδατα είναι εν μέρει γνώριμα.
Και στο παρελθόν ο Γκουρογιάννης έχει χτίσει την αφήγησή του πάνω σε ένα φανταστικό σενάριο (στην Βέβηλη Πτήση σε μια υποτιθέμενη αεροδρομική επιδρομή των Τούρκων η Ακρόπολη παθαίνει σοβαρές βλάβες από τους κραδασμούς και στην ανοικοδόμησή της επιστρατεύονται Έλληνες κι αλλοδαποί μετανάστες).
Το μυθιστόρημα του Γκουρογιάννη θα μπορούσαμε να πούμε πως στέκει σε μια διασταύρωση από γνωστούς δρόμους, ενώ μπροστά του ξεδιπλώνεται και το μονοπάτι της αυτοβιογραφίας ή μάλλον της βιωματικής γραφής.
Λογοτεχνικά σταυροδρόμια
Η χρήση του φανταστικού στοιχείου (συγκεκριμένα μιας φανταστικής υπόθεσης πάνω στην οποία στηρίζεται όλη η πλοκή) συναντάται και στο Σενάριο Αθανασίας. Εδώ μάλιστα συνδυάζεται με το ενδιαφέρον του συγγραφέα για την αρχαιότητα (ενδεικτικά αναφέρω τα βιβλία του Μήδεια και Ο θίασος των Αθηναίων τα οποία αντλούν από το πηγάδι της ελληνικής μυθολογίας και της ελληνορωμαϊκής ιστορίας αντίστοιχα). Άρα το μυθιστόρημα του Γκουρογιάννη θα μπορούσαμε να πούμε πως στέκει σε μια διασταύρωση από γνωστούς δρόμους, ενώ μπροστά του ξεδιπλώνεται και το μονοπάτι της αυτοβιογραφίας ή μάλλον της βιωματικής γραφής. Ο ήρωάς του έχει δανειστεί πολλά από το συγγραφέα – τον λένε Βασίλη, είναι μεσήλικας δικηγόρος με πολυετή θητεία στη γραφή, κατάγεται από ορεινό χωριό και ζει ως οικογενειάρχης στην Αθήνα. «Είμαι και δεν είμαι ο ήρωάς μου» ομολογεί ο συγγραφέας. «Θα έλεγα πως είμαι ο ηθοποιός που δεν διστάζει να ξεγυμνωθεί επειδή αυτό απαιτεί το συγκεκριμένο έργο». Και ξεγυμνώνεται.
Ένας ακρωτηριασμένος Κένταυρος
Και όταν ολοκληρωθεί στην πορεία της αφήγησης το ξεγύμνωμα, βλέπουμε ότι έχει αφαιρεθεί από τον ήρωα η ουρά. Μάλιστα. Διότι ο Παναγιώτης Ζαφείρης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βασίλη), άνδρας σε υπαρξιακή, δημιουργική και ερωτική κρίση, έλκει την καταγωγή του από τους Κενταύρους. Σε όλη δε τη διάρκεια του μυθιστορήματος αναζητά την ακρωτηριασμένη του φύση, επιδιώκει δηλαδή να αποκαταστήσει την αρχική ισορροπία μεταξύ ανθρώπου και ζώου, όπως αυτά συνυπήρχαν στο μυθολογικό εκείνο ον. Εδώ, βέβαια, η αρχαία μυθολογία έχει μετουσιωθεί σε ένα είδος προσωπικής μυθολογίας. Ο Παναγιώτης Ζαφείρης μοιάζει –ας μου επιτραπεί κι εμένα μια μεταφορά από τον ίδιο χώρο– με έναν Θησέα που προς τη δύση της ζωής του εγκαταλείπει το σπίτι του για να χωθεί σε έναν σκοτεινό λαβύρινθο όχι για να σκοτώσει το τέρας που βρίσκεται στην άλλη άκρη του, αλλά για να το εγκολπωθεί.
Η καθαρτήρια λειτουργία της τέχνης κι η προστατευτική απόσταση που παρεμβάλλει ανάμεσα στο βίωμα και την αναπαράστασή του, είναι ένα από τα κεντρικά θέματα του βιβλίου.
Σταθμοί στην σκοτεινή αυτή διαδρομή θα αποτελέσουν: η συνάντηση με μια γνωστή του κοπέλα, που επιδιώκει να καταξιωθεί στο χώρο της ποίησης / η επίσκεψη σε ένα πορνείο στον Κολωνό για να ξεφορτωθεί με ανήκουστο τρόπο το στικάκι με όλα του τα λογοτεχνικά έργα / η αναδρομή στο παρελθόν και η αφήγηση της σχέσης που είχε ως παιδί με τη θεολόγο του σχολείου, η οποία αυτοκτόνησε / το πέρασμά του από το Δικαστικό Μέγαρο της Πάτρας κι η υφαρπαγή στοιχείων που αφορούσαν την αυτοκτονία / και τέλος η επιστροφή στον «τόπο του εγκλήματος», στα πάτρια εδάφη: το χωριό Καλυδώνα του Μεσολογγίου (μυθικός τόπος καταγωγής του Κενταύρου Νέσσου).
«Πήρα κόκκινα γυαλιά κι όλα γύρω σινεμά τα βλέπω...»
Το βιβλίο χωρίζεται σε κεφάλαια που ο τίτλος τους παραπέμπει σε κινηματογραφικά καρέ. Συχνά μάλιστα κι η ίδια η αφήγηση περιέχει περιγραφές που μοιάζουν με σκηνικές οδηγίες, ενώ στην σκηνή όπου ο ήρωας έχει ανοίξει τον φάκελο με τη δικογραφία κι έρχεται αντιμέτωπος με τη φρίκη των φωτογραφιών, καθησυχάζει τον εαυτό του πως «όλα εκεί μέσα είναι ονόματα σε υπόθεση κάποιου σεναρίου και ουδεμία σχέση έχουν με πραγματικά περιστατικά». Μετά, επαναλαμβάνει «Προσοχή! Μην ξεχάσεις ότι παίζεις σε ταινία». Η καθαρτήρια λειτουργία της τέχνης κι η προστατευτική απόσταση που παρεμβάλλει ανάμεσα στο βίωμα και την αναπαράστασή του, είναι ένα από τα κεντρικά θέματα του βιβλίου. Ο αφηγητής μας αποκαλύπτει πως ο ήρωάς του «από τα παιδικά χρόνια είχε δείξει την έμφυτη καλλιτεχνική ροπή να εικονοποιεί συναισθήματα ώστε να τα αντέχει και να τα απολαμβάνει ως έργα τέχνης χωρίς ενοχή». Η ίδια λειτουργία λοιπόν της τέχνης επιστρατεύεται για να προστατεύσει τον ήρωα όχι μόνον από τον τρόμο του θανάτου αλλά και από όλα τα έντονα συναισθήματα –όπως είναι εδώ η γενετήσια ορμή– ώστε να μην τον καταπιούν. Η θεολόγος που τον μύησε κατά την πρώιμη εφηβεία του στον έρωτα τού έδειχνε το εφηβαίο της αφού πρώτα του έδινε να φορέσει πολύχρωμα γυαλία ηλίου. «Αυτά ήταν κινηματογραφικά μαθήματα εγκράτειας που δεν άφηναν ζωτικό χώρο στην αμαρτία, εφόσον την ακύρωνε η τέχνη και δεν μπορούσε να περάσει μέσα από τα γυαλιά που του κάλυπταν τα μάτια».
Ο Βασίλης Γκουρογιάννης
|
Ο Παναγιώτης Ζαφείρης βλέπει τον κόσμο έκτοτε με τη διαμεσολάβηση ενός παραπετάσματος, που μπορεί να είναι είτε η οθόνη του κινηματογράφου (συχνές είναι οι αναφορές στο εφηβαίο της Μόνικα Μπελούτσι στη Μαλένα ή τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της Κατρίν Ντενέβ στην Ωραία της Ημέρας, ενώ μαθαίνουμε πως στα πρώτα ραντεβού με τη γυναίκα του την πήγαινε να δει συνέχεια το Κτήνος) είτε η οθόνη ενός υπολογιστή όπου ο ήρωας μπαίνει, τώρα στα γεράματα, σε πορνοσάιτ για να ξεδιψάσει το ζώο μέσα του. Φαίνεται όμως πως το ζώο μέσα του δεν ξεδιψά. Το ζώο θέλει να σκίσει το παραπέτασμα που τον χωρίζει από τη ζωή –κι απ' τις δυο όψεις της: τον έρωτα και το θάνατο– με οποιοδήποτε τίμημα.
Γλωσσικός οίστρος
Δεν θα σας αποκαλύψω το τέλος, μια που σημασία –και στη λογοτεχνία– έχει η διαδρομή. Εδώ μάλιστα πρόκειται για μια διαδρομή που ενώ στην αρχή ίσως πλατειάζει (κατά την ταπεινή μου γνώμη), στην πορεία ο ρυθμός αφήγησης εντείνεται, ενώ στιγμή ο συγγραφέας δεν αφήνει πίσω τον παραμυθά, αυτόν δηλαδή που μαγεύει με τις λέξεις και τις εικόνες. Η βασική δύναμη του βιβλίου εκεί βρίσκεται, πιστεύω, στη θαυμάσια χρήση της γλώσσας, που ο Γκουρογιάννης την κάνει να εκρήγνυται σε σπάνιας ευρηματικότητας μεταφορές. Η αφηγηματικός του μάλιστα οίστρος και η πληθωρικότητα στην έκφραση τον απομακρύνει από τους Ηπειρώτες συγγραφείς που μας έχουν συνηθίσει σε πιο σφιχτούς και λιτούς εκφραστικούς τρόπους. Έτσι, ένα βιβλίο που αγγίζει θέματα «βαριά» –όπως είναι η φθορά που φέρνει ο χρόνος και ειδικότερα το πένθος της ερωτικής ευρωστίας, η αναμέτρηση με το παρελθόν, η σύγκρουση του απολλώνιου με το διονυσιακό στοιχείο (του πνεύματος με το σώμα, εν ολίγοις), η σχέση τέχνης και πραγματικότητας– το αίσθημα που συνοδεύει την ανάγνωση είναι ελαφρύ και φωτεινό γιατί το έχει ελαφρύνει και φωτίσει μια νεανική, στην ουσία της, δηλαδή ζωντανή και παιγνιώδης, γλώσσα.
* Στην κεντρική εικόνα, το έργο του Pablo Picasso «Ο Νέσσος αρπάζει τη Δηιάνειρα».
Η ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Σενάριο αθανασίας
Βασίλης Γκουρογιάννης
Μεταίχμιο 2015
Σελ. 424, τιμή εκδότη €16,60