Για τη νουβέλα του Γιώργου Μητά, Το σπίτι (εκδ. Κίχλη).
Της Έλενας Μαρούτσου
Αν ήθελα να αποδώσω με μια μόνο λέξη την επίδραση που είχε το Σπίτι του Γιώργου Μητά πάνω μου, θα διάλεγα την «σαγήνη». Η λέξη αυτή, μέσα στο παλιομοδίτικό της ένδυμα, κρύβει κάτι παραπάνω από τη γοητεία. Σαγήνη, στα αρχαία ελληνικά, σημαίνει δίχτυ. Σαγηνευμένος είναι αυτός που έχει μπλεχτεί στο δίχτυ κάποιου, όπως εγώ στη συγκεκριμένη περίπτωση μπλέχτηκα στο δίχτυ που έπλεξε με το νήμα της αφήγησής του ο συγγραφέας. Αν κανείς θέλει να εξηγήσει, εκ των υστέρων πάντα, τι του συμβαίνει (όσο διαρκεί η σαγήνη είμαστε ανήμποροι να καταλάβουμε), θα πρέπει να ανατρέξει στην αρχή, εκεί που ξεκίνησαν όλα. Στην αρχή, λοιπόν, ο αφηγητής με πήρε απ’ την Αθήνα, με έσυρε στον Πειραιά, με έβαλε σ’ ένα καράβι, με κατέβασε στην Ύδρα, κι άρχισε να με τραβάει απ’ το χέρι σε μια δυσοίωνα κακοτράχαλη ανηφόρα για να με οδηγήσει στο Σπίτι της Γραφής. Εκεί είχε σκοπό να με τυλίξει στα δίχτυα του.
Μα τι ήταν αυτό το Σπίτι της Γραφής και, το σημαντικότερο πώς κατέληξε ο αφηγητής εκεί; Ποια ήταν η δική του αρχή; Πώς ξεκίνησαν στη δική του περίπτωση όλα; Οι παραμυθάδες κι οι ψυχαναλυτές το ξέρουν ήδη: Απ’ την παιδική ηλικία. Τον εύφορο και δαιδαλώδη κήπο, απ’ όπου ξεκινάνε όλα τα ταξίδια. Για το δικό του ταξίδι μας λέει ο αφηγητής:
Τα πρώτα παραμύθια τα άκουσα από το στόμα της γιαγιάς μου […]. Αλλά η μεγάλη αποκάλυψη ήταν τα βιβλία – όταν ο μπαμπάς, παίρνοντας στα τυφλά κάποιον δερματόδετο τόμο από την τεράστια, στα παιδικά μου μάτια, βιβλιοθήκη και ανοίγοντας τυχαία τις πυκνές σελίδες, άρχιζε να αφηγείται αυτοσχεδιάζοντας κάποια ιστορία, που αιχμαλώτιζε τ’ αυτιά μου και τάραζε την ψυχή μου. […] Η αγάπη για τα βιβλία, η επιθυμία να γνωρίσω τις ιστορίες που κρύβονταν στις σελίδες τους, με ώθησε να μάθω να διαβάζω πριν ακόμα πάω στο σχολείο. Μια μαγική τρύπα είχε ανοίξει στον κόσμο. Κι εγώ πολύ συχνά τρύπωνα μέσα.
Όταν ο αφηγητής βγήκε απ’ την παιδική ηλικία, ήξερε ήδη πως ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει αυτό τον κόσμο, ο μόνος τρόπος για να κυριαρχήσει πάνω του και να τον ελέγξει ήταν να γίνει κι ο ίδιος συγγραφέας.
Σαν την Αλίκη, κι ο αφηγητής, μπήκε μέσα στην τρύπα που οδηγεί στη Χώρα των Θαυμάτων, μια χώρα που τα ποτάμια της είναι από μελάνι, κι όπου αν σκύψεις, θα δεις το είδωλό σου να μπερδεύεται με αυτό του Δαβίδ Κόπερφηλντ, του τελευταίου των Μοϊκανών ή του Δον Κιχώτη. Όταν ο αφηγητής βγήκε απ’ την παιδική ηλικία, ήξερε ήδη πως ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει αυτό τον κόσμο, ο μόνος τρόπος για να κυριαρχήσει πάνω του και να τον ελέγξει ήταν να γίνει κι ο ίδιος συγγραφέας.
Το όνειρό του αυτό θα τον οδηγήσει στο σπίτι της Γραφής, όπου ο μυστηριώδης ιδιοκτήτης του, ο κύριος Κάλφογλου, τον έχει καλέσει επειδή επιθυμεί ο ίδιος να παρακολουθήσει από κοντά τη διαδικασία γραφής ενός διηγήματος, το οποίο πρέπει να ολοκληρωθεί κατά τη διάρκεια της ολιγοήμερης φιλοξενίας του. Εκεί, ο ιδιοκτήτης του Υδραίικου αρχοντικού, θα πλέξει ένα κουκούλι γύρω απ’ τον αφηγητή, ελπίζοντας να παρακολουθήσει την συνακόλουθη μεταμόρφωσή του σε συγγραφέα. Παρότι οικειοθελής η άφιξη του αφηγητή στο Σπίτι της Γραφής, η παραμονή του αρχίζει να μοιάζει με αιχμαλωσία. Μέσα στο κουκούλι του, όπου όλα του προσφέρονται αφειδώς –ανέσεις, γεύματα, βιβλία, μουσικές– ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας μοιάζει όχι τόσο με μεταξοσκώληκα αλλά με ανήσυχο έντομο πιασμένο στον ιστό. Η μοναδική του απόπειρα να βγει απ’ το Σπίτι για ν’ αναζητήσει έμπνευση στον Έξω Κόσμο καταλήγει σε ένα μικροατύχημα, έναν στραμπουληγμένο αστράγαλο, που θα τον καθηλώσει με ισχυρότερα καρφιά στη θέση του εντός του Σπιτιού, εντός της Γραφής.
Ο Γιώργος Μητάς
|
Ο Γιώργος Μητάς κρατάει από μια βελόνα σε κάθε χέρι. Με τη μια πλέκει το δίχτυ-σαγήνη που μέσα θα τυλίξει τον ήρωα, και με το άλλο ένα δίχτυ πιο λεπτό και αδιόρατο, όχι όμως και λιγότερο ανθεκτικό, που μέσα του θα τυλίξει τον αναγνώστη. Αναγνώστης, άλλωστε, και συγγραφέας, γραφή και ανάγνωση, πλέκονται μεταξύ τους διαρκώς, μια που το Σπίτι της Γραφής είναι χτισμένο, θαρρείς από σελίδες άλλων βιβλίων. Καρδιά του Σπιτιού είναι η παλλόμενη, πλούσια και σκοτεινή βιβλιοθήκη. Όμως, χώρια απ’ το κεντρικό σε θέση και σημασία αυτό δωμάτιο, μοιάζει σάμπως τα βιβλία να έχουν σφηνωθεί στους τοίχους, να κρύβονται κάτω απ’ τα χαλιά, να έχουν φυτευτεί εν είδει θυσίας στα θεμέλια και τώρα τα φαντάσματα των ηρώων τους έχουν στοιχειώσει το χώρο. Πρόκειται άραγε για φιλικά φαντάσματα που θα του ψιθυρίσουν τα μυστικά τους ή για εχθρικά που σκοπό τους έχουν να του κλέψουν τη φωνή, να τον αφήσουν μόνο και άλαλο στο σκοτάδι;
Στη διαδικασία δημιουργίας, όταν παλεύει δηλαδή, ο συγγραφέας να βρει τη φωνή του, οι άλλες φωνές που έχουν υπάρξει και δημιουργήσει πριν από αυτόν είναι εμπόδιο ή έμπνευση; Πώς, μετά από τόσα βιβλία που έχουν γραφτεί, και που αν ήταν τούβλα θα έφτιαχναν το μεγαλύτερο Σπίτι που έχει υπάρξει ποτέ, θα μπορέσει ένας νέος συγγραφέας να κάνει την τη φωνή του ν’ ακουστεί, πώς δεν τον καταπιεί η σιωπή και το σκοτάδι;
Η πάλη του σκοταδιού με το φως είναι, πιστεύω, ένα από τα κεντρικά θέματα του βιβλίου καθώς και οι κρίσεις που περνά ένας συγγραφέας στον αγώνα του να γράψει.
Η πάλη του σκοταδιού με το φως είναι, πιστεύω, ένα από τα κεντρικά θέματα του βιβλίου καθώς και οι κρίσεις που περνά ένας συγγραφέας στον αγώνα του να γράψει.
Αξίζει τον κόπο να σας μεταφέρω ένα απόσπασμα από τις Δοκιμές Β΄ του Σεφέρη, όπου μιλάει, κατά τη γνώμη μου, για κάτι σχετικό: «Κάθε ατόφιος ποιητής περνά, νομίζω, τέτοιες κρίσεις. Γι' αυτό λέμε πως κάθε ποίημα που γράφουμε είναι σα να ήταν το τελευταίο. Αφού ο ποιητής αφομοιώσει τα πράγματα που έχει μαζέψει η ιδιοσυγκρασία του από το γύρω κόσμο, φτάνει στη στιγμή που θα νιώσει το κενό μέσα του, που θα νιώσει ότι βρίσκεται στο σκοτεινό δάσος […], μόνος κι αβοήθητος – ότι πρέπει να το εμπιστευτεί αυτό το κενό, επί ποινή θανάτου. Είναι η πιο δύσκολη στιγμή του, αυτός ο αγώνας για να βρει εκείνη τη φωνή που ταυτίζεται […] με τα πράγματα που θέλει να δημιουργήσει, ή, αν θέλουμε, που δημιουργεί τα πράγματα ονομάζοντάς τα. Το ακραίο όριο όπου τείνει ο ποιητής είναι να μπορέσει να πει «γεννηθήτω φως» και να γίνει φως».
Ο ήρωάς μας, αφού έχει μαζέψει κι αυτός υλικό από τον έξω κόσμο –στη μοναδική του βόλτα στο νησί, το συναπάντημα με μια κουτσή γάτα με κολοβή ουρά θα τον εμπνεύσει για τη δημιουργία του δικού του ήρωα, του Ανθρώπου με τα Μικρά Χέρια– θα έρθει η στιγμή να αναμετρηθεί με το σκοτάδι. Μας αφηγείται ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας για την τελευταία του νύχτα στον Οίκο της Γραφής:
Στο ταβάνι, πάνω ακριβώς από το κρεβάτι, είχε ανοίξει το πιο σκοτεινό παράθυρο. Το αβλέφαρο μάτι βρισκόταν μόλις τρία μέτρα απ’ το πρόσωπό μου∙ η φρικτή του κόρη παλλόταν ρυθμικά, στέλνοντας κύματα ρίγους στη ραχοκοκαλιά μου. Γεμάτος απόγνωση, κοίταξα κατευθείαν στη μαύρη κηλίδα που με απειλούσε.
Λίγο πριν τελειώσει την ιστορία του και την παραδώσει, ο ήρωάς μας λιποψυχεί και θέλει να αποδράσει απ’ το Σπίτι της Γραφής. Αντί να ολοκληρώσει το διήγημά του θέλει να βυθιστεί στη σιωπή.
Αδιατάρακτη σιωπή. Ακούω μόνο την καρδιά μου – και την καρδιά του Σπιτιού. Δυο βαθιοί, υπόκωφοι ήχοι που μπλέκονται, συμβαδίζουν, αποκλίνουν, συγκρούονται. Το Σπίτι έχει τη δική του ζωή∙ η σιγαλιά που με τυλίγει, με αφήνει επιτέλους να την αφουγκραστώ. Έξι μερόνυχτα βρίσκομαι μέσα του, φιλοξενούμενός του, εγκάθειρκτός του. Άραγε τι μου επιφυλάσσει για το τέλος;
Θα μπορέσει άραγε ο ήρωάς μας να πει «γεννηθήτω φως» και να γίνει φως ή θα τον καταπιεί το σκοτάδι του σπιτιού, μετατρέποντάς τον κι αυτόν σε φάντασμα ανάμεσα στα φαντάσματά του; Θα βρει το δρόμο πίσω για την πραγματικότητα, θα βγει από την τρύπα που τον κατάπιε και τον οδήγησε ανάμεσα σε αυτά τα παράξενα, σχεδόν φανταστικά πλάσματα, ξυπνώντας όπως η Αλίκη, ή γράφοντας γι αυτά όπως ο Λιούις Κάρολ; Δεν σας πω το τέλος γιατί έτσι θα ξετύλιγα μεμιάς το νήμα που με περισσή τέχνη έχει πλέξει ο Μητάς γύρω απ’ τον ήρωά του, και ποιος θέλει, αλήθεια, να απελευθερωθεί απ’ το δίχτυ της σαγήνης;
* Η ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.