Για το μυθιστόρημα της Χριστίνας Καράμπελα, Ο ψίθυρος της Ευδοκίας (εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η γραφή της Χριστίνας Καράμπελα σκόπιμα ξεπερνάει τα όρια του ρεαλισμού και εισέρχεται στα χωράφια του μαγικού ρεαλισμού. Ή μάλλον μένει στο μεταίχμιο, καθώς όλα εξηγούνται ευλογοφανώς, ή μάλλον μπορούν να εξηγηθούν ευλογοφανώς, αλλά συνάμα το φανταστικό περιίπταται σαν ένα αραιό σύννεφο που νοτίζει τα πάντα.
Το δεύτερο μυθιστόρημά της, λοιπόν, τραμπαλίζεται ανάμεσα στον κοινωνικό ρεαλισμό και το παραμύθι. Ο κοινωνικός ρεαλισμός είναι σαφής με την επιλογή της συγγραφέως τόσο να δώσει στο έργο μορφή αστυνομικής λογοτεχνίας όσο και να τοποθετήσει τους χαρακτήρες σε δίπολα διαφυλικών σχέσεων. Η Ευδοκία Δημουλίδου, καφεμάντισσα, εξαφανίζεται ενώ βρισκόταν σε συνεδρία με τις τρεις ηλικιωμένες πελάτισσές της, την Ακριβή, τη Σώτω και την Πέτρα. Ο αστυνόμος Πολίτης και η υφιστάμενή του Ξένου αναλαμβάνουν την υπόθεση και συναντάνε το τείχος της σιωπής των καταγγελλουσών όσο και τα παράξενα μιας αφύσικης εξαφάνισης.
Βασική συνθήκη κάθε αστυνομικού μυθιστορήματος είναι η αληθοφανής εξήγηση των αιτίων του εγκλήματος και η αποφυγή οιουδήποτε εξωλογικού παράγοντα. Εδώ όμως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα φαίνεται να υπονομεύει αυτή την προδιαγραφή λόγω της ιδιότητας της εξαφανισθείσας και διαφόρων άλλων περιστατικών, όπως είναι λ.χ. τα όνειρα της Ξένου ή οι παραισθήσεις του Πολίτη, που αγγίζουν το μεταφυσικό, το παραμυθιακό ή εν γένει το φανταστικό. Ο αναγνώστης εξ αρχής ειδοποιείται ότι δεν πρόκειται για μια κλασική έρευνα, έστω κι αν τίποτα δεν του εξασφαλίζει ότι όλα δεν μπορούν σταδιακά να εξηγηθούν βάσει μιας φυσιολογικής αλληλουχίας ενδείξεων.
Ανάμεσα στην αστυνομική λογοτεχνία και το παραμύθι, στην πραγματικότητα και στην παραίσθηση, στους ζωντανούς και τους νεκρούς, ο αναγνώστης νιώθει παγιδευμένος μαζί και ελεύθερος να μετεωριστεί σε έναν μυθοπλαστικό χώρο που αγγίζει τον μαγικό ρεαλισμό και ταυτόχρονα τον γειώνει σε πιο ελληνικά εδάφη.
Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τις σχέσεις εξουσίας και σύγκρουσης που διέπουν τα φύλα στο έργο, κλίμα το οποίο η πεζογράφος είχε πάλι χρησιμοποιήσει στο πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Καιροί τέσσερεις (εκδ. Πόλις, 2014). Η αρχικά επιφυλακτική, ή και αρνητική, στάση του προϊστάμενου διοικητή προς την υφιστάμενή του αστυνομικό μετατρέπεται συν τω χρόνω σε σχέσεις συμπάθειας ή και κάτι παραπάνω. Αντίθετα, οι σχέσεις των τεσσάρων γυναικών, οι τρεις εκ των οποίων αποδεικνύεται ότι ήταν ετεροθαλείς αδελφές, προς τον κηδεμόνα τους Αστέριο Δημουλίδη, πατέρα της τέταρτης, δείχνουν μίσος και εκδίκηση. Ο κηδεμόνας πιθανόν κακοποιούσε τα κορίτσια και ίσως κάποια από αυτές τον σκότωσε, χωρίς να περάσει ποτέ από δίκη. Η Χριστίνα Καράμπελα βλέπει και στο δεύτερο βιβλίο της τις διαφυλικές σχέσεις ως πεδία έχθρας, ρήξης, διαγκωνισμού…
Ειδολογικά το έργο λειτουργεί ως υβρίδιο μεταξύ ρεαλιστικού και φανταστικού, γεγονός που το αφήνει να μένει εκκρεμές ανάμεσα στη σταθερότητα του λογικού και στην αιώρηση του μεταφυσικού. Ανάμεσα στην αστυνομική λογοτεχνία και το παραμύθι, ανάμεσα στη λογοκρατούμενη φωνή του Πολίτη και στην άναρχη, νεανική, προφορική φωνή της Ξένου (φωνές που μοιράζουν το κείμενο στα δύο), ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην παραίσθηση (όνειρο, οπτασία, αυταπάτη), ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς, ο αναγνώστης νιώθει παγιδευμένος μαζί και ελεύθερος να μετεωριστεί σε έναν μυθοπλαστικό χώρο που αγγίζει τον μαγικό ρεαλισμό και ταυτόχρονα τον γειώνει σε πιο ελληνικά (με καταβολές από τη λαϊκή κουλτούρα της υπαίθρου) εδάφη.
Το ανοικτό τέλος, που γέρνει σαφώς προς τον άλογο λόγο και την αοριστία, αφήνει σκόπιμα ερωτήματα, που δεν χρειάζεται να απαντηθούν. Μένουν σαν μια συνεχή υπενθύμιση ότι τα αινίγματα δεν λύνονται, τουλάχιστον σ’ αυτήν τη ζωή, και ότι οι ζωντανοί είναι συχνά νεκροί πριν πεθάνουν.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Ο ψίθυρος της Ευδοκίας
Χριστίνα Καράμπελα
Πόλις 2015
Σελ. 184, τιμή εκδότη €12,50