Για τη συλλογή διηγημάτων του Παναγιώτη Σ. Χατζημωυσιάδη, Ζώνη πυρός (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Παναγιώτη Γούτα
Από τότε που ο Χατζημωυσιάδης συνδιαλεγόταν στο πρώτο του βιβλίο (Τρεις μνήμες και δυο ζωές, εκδ. Μεταίχμιο) με πέντε γενιές της πατρίδας, συνοψίζοντας στα πρώτα του διηγήματα την σύγχρονη ιστορία της χώρας αλλά και τη μάλλον οδυνηρή προσγείωσή της στο, τότε, παρόν (γενιά της προσφυγιάς, της αντίστασης στον Γερμανό κατακτητή, των αγωνιστών για κοινωνική δικαιοσύνη, τη γενιά της ευμάρειας και της κατανάλωσης και, τέλος, τη γενιά της αποξένωσης) πέρασαν ήδη δέκα χρόνια.
Μια γόνιμη, συγγραφικά, δεκαετία για τον Χατζημωυσιάδη που συνοψίζεται σε δύο μυθιστορήματα, μια νουβέλα και δυο συλλογές διηγημάτων. Στην πρόσφατα τυπωμένη Ζώνη πυρός οι μικρές ιστορίες του δεν είναι ακριβώς διηγήματα, λόγω της ελάχιστης έως ανύπαρκτης πλοκής τους αλλά και της μικρής τους έκτασης –αφηγήματα, νομίζω, θα ήταν ο ενδεδειγμένος όρος για τα περισσότερα εξ αυτών–, όμως με αυτά τα δεκαοχτώ σύντομα κείμενα ο συγγραφέας αφενός επιστρέφει, τρόπον τινά, στο λογοτεχνικό είδος με το οποίο πρωτοξεκίνησε, ολοκληρώνοντας έναν συγγραφικό κύκλο, αφετέρου μας συστήνει και μια άλλη γενιά αυτήν τη φορά. Τη γενιά της οικονομικής κρίσης, κυρίως μέσα από την προς τα έσω στροφή του βλέμματος του αφηγητή, που βρίσκεται κι ο ίδιος σε και υπό κρίσιν (υπαρξιακή, συγγραφική, ιδεολογική).
Ο Χατζημωυδιάδης επιστρατεύει τον σαρκασμό, την παρωδία και τη λεπτή ειρωνεία για να χλευάσει τον ρατσισμό, την Ενωμένη Ευρώπη των πλουσίων και την αποχαύνωση-ύπνωση που «προσφέρουν» οι εκάστοτε κυβερνώντες και οι εξουσίες στους άβουλους υπηκόους τους.
Το Ζώνη πυρός είναι το πιο πυκνό και ενδοσκοπικό βιβλίο του Χατζημωυσιάδη και αυτό γίνεται αντιληπτό ακόμα και από τους τίτλους των κειμένων, που όλα –πλην ενός– είναι μονοσύλλαβες λέξεις, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ουσιαστικά. Διαβάζω, στην τύχη, μερικούς εξ αυτών: Κήτος, Ημερολόγιο, Καύσωνας, Προσκλητήριο, Σκιά, Πρόσωπο, Απολογισμός, Αναμέτρηση, Εκκαθάριση. Τέτοιους μονοσύλλαβους περιεκτικούς τίτλους χρησιμοποιεί κατά καιρούς στα βιβλία του και ο μεγάλος αμερικανός πεζογράφος Φίλιπ Ροθ (Αγανάκτηση, Καθένας, Ταπείνωση, Νέμεσις), στον οποίο παραπέμπει ένα δυνατό κείμενο του Χατζημωυσιάδη, το Mantis religiosa, που μου θύμισε τον ιδανικό αυνανιζόμενο εβραίο Πόρτνοϊ του Ροθ (βιβλίο Σύνδρομο Πόρτνοϊ, για το οποίο ο Ροθ άκουσε τα μύρια όσα από δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες τυπολάτρες και σχολαστικούς ραβίνους της Αμερικής, ευτυχώς όχι όμως και από τη λογοτεχνική κριτική που το επαίνεσε εμφατικά). Στο επιμύθιο του εν λόγω αφηγήματος του Χατζημωυσιάδη η θηλυκή φιγούρα ξεπροβάλει από τον υπολογιστή του πρωταγωνιστή, με καλοσχηματισμένα στήθη και λεπτούς γλουτούς, μια γυναικεία φιγούρα που δεν έχει καμία σχέση με τα κρεμασμένα βυζιά και τα λιπώδη μπούτια της μάνας του, κι ενώ ο ήρωάς μας έχει ήδη ανακουφιστεί, ετοιμάζεται για έναν ακόμη επαναληπτικό γύρο, με την κρυφή ελπίδα ότι «δε θα σκέφτεται τίποτα· ούτε θα θέλει ούτε θα νιώθει ούτε θα περιμένει» (σελ. 46). Δυνατός και ο επίλογος του αφηγήματος Σκιά, όπου ένας διοικητικός υπάλληλος γραφείου, ένας μονότονος και μίζερος, σχεδόν ισοπεδωμένος ανθρώπινος χαρακτήρας, στριφογυρίζοντας πάνω στον άξονα της εργονομικής του πολυθρόνας, έχει ένα απρόσμενο και τραγικό τέλος. (σελ. 50-51).
Στο αφήγημα Κήτος, αλλά και σε άλλα κείμενα, περιγράφεται το άγχος του γραφιά, ο παιδεμός και ο ίλιγγος του συγγραφέα, που βυθισμένος στον υπολογιστή του, νιώθει όπως ο Ιωνάς στην κοιλιά του κήτους. Στο Προσκλητήριο, ο Χατζημωυσιάδης τεντώνει στα άκρα τη γλώσσα, σπάει τις γραμματικές και συντακτικές συμβάσεις, και με κοφτό, ασθματικό, σχεδόν πυρετώδη αφηγηματικό ρυθμό που εξασφαλίζουν οι πολλές ελλειπτικές του προτάσεις, επιχειρεί να διεισδύσει στο πετσί και στο μεδούλι των ηρώων του, αναζητώντας, ως βολικό άλλοθι, το νέο του συγγραφικό θέμα. Στο διήγημα Σαρανταπόδαρος διέκρινα εκλεκτικές συγγένειες, σε θέμα αλλά και σε στιλ γραφής, με τον Σωτήρη Δημητρίου αλλά και τα πρώτα διηγήματα της Σοφίας Νικολαΐδου. Ενώ στο Πρόσωπο, που νομίζω πως είναι το κορυφαίο της συλλογής, μια μεστωμένη κυρία, με τα χρόνια να βαραίνουν στο κορμί και στο πρόσωπό της, κοιτάζεται στον καθρέπτη της προσπαθώντας να σβήσει τις ρυτίδες της και να ξανανιώσει, με μάσκες ενυδάτωσης, κρέμες, μέικ απ, ρουζ, πούδρες και άλλα αντιγηραντικά σκευάσματα. Κι ενώ σκέφτεται τη ζωή της και αναπολεί τα περασμένα, διακρίνει μια λευκή ίνα από το βουρτσάκι του ρουζ να εξέχει κάτω απ’ το σαγόνι της, σαν ξεχειλωμένη ραφή από φθαρμένο ύφασμα. Όταν την τραβά με οργή, νιώθει πως αρχίζει να ξηλώνει μια υφασμάτινη μάσκα «με παραμορφωμένα από την απόγνωση χαρακτηριστικά, όμοια με αυτή που κραυγάζει στον πίνακα του Μουνκ» (σελ. 61). Τέλος, με τα τρία καταληκτικά αφηγήματά του (Εκκαθάριση, Λεξοτανίλ, Ήπειρος) ο Χατζημωυσιάδης επιστρατεύει τον σαρκασμό, την παρωδία και τη λεπτή ειρωνεία για να χλευάσει τον ρατσισμό, την Ενωμένη Ευρώπη των πλουσίων και την αποχαύνωση-ύπνωση που «προσφέρουν» οι εκάστοτε κυβερνώντες και οι εξουσίες στους άβουλους υπηκόους τους.
Με το Ζώνη πυρός ο Χατζημωυσιάδης κερδίζει στα εξής:
Επιστρέφει σε ένα είδος λόγου που το γνωρίζει καλά και που του πάει, στη μικρή φόρμα. Αγγίζει μάλιστα και τον εσωτερικό μονόλογο, με τις εσωτερικές ψυχικές διεργασίες και την εσωτερική δράση των ηρώων του, κάτι που εμένα προσωπικά με ικανοποιεί. Υπό προϋποθέσεις, και μόνο από αυτό του το βιβλίο, ο Χατζημωυσιάδης θα μπορεί να ενταχθεί και στην παράδοση της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης.
Αφήνει κάπως –όχι βέβαια ολοκληρωτικά– την κοινωνική κριτική και περιορίζει (αποδυναμώνει, καλύτερα) το έντονα ιδεολογικό κέλυφος που κάλυπτε τα μυθιστορήματά του και ιδίως τη νουβέλα του, καταφεύγοντας στο ένδον σκάπτε και στην εξομολογητική γραφή (όχι αυτοβιογραφία), κάτι που είναι εμφανές, ιδίως στην πρώτη συστάδα των κειμένων του.
Χρησιμοποιεί πετυχημένα τα μοντερνιστικά φλας μπακ στην αφήγησή του, βάζοντας εμβόλιμες μνήμες από τους γονείς του, τα παιδικά του χρόνια ή κάποια παιδικά του τραύματα, που αφήνουν να φανεί κάποια άγνωστη πτυχή του εαυτού του.
Χρησιμοποιεί πετυχημένα τα μοντερνιστικά φλας μπακ στην αφήγησή του, βάζοντας εμβόλιμες μνήμες από τους γονείς του, τα παιδικά του χρόνια ή κάποια παιδικά του τραύματα, που αφήνουν να φανεί (έστω υποτυπωδώς, έστω αμυδρά) κάποια άγνωστη πτυχή του εαυτού του.
Εκφράζει για πρώτη φορά τόσο έντονα την αγωνία, την οδύνη, το άγχος του γραφιά, και τον ίλιγγο που αυτός αισθάνεται μπροστά στη λευκή σελίδα.
Δεν καταγγέλλει ούτε νουθετεί ούτε ηθικολογεί, αλλά σαρκάζει και καυτηριάζει τις κοινωνικοπολιτικές παθογένειες, που, με τις ευαίσθητες κεραίες του, εντοπίζει. Ο θυμός του κρύβεται περίτεχνα στη γραφή και στη διακριτική ειρωνεία της αφήγησής του.
Πειραματίζεται γλωσσικά με νέες μορφές έκφρασης, δοκιμάζοντας τα όρια και τις αντοχές της γλώσσας, που, ως καθηγητής φιλόλογος, πολύ καλά γνωρίζει. Στα κείμενά του ο αναγνώστης θα διακρίνει και παραδοσιακό τρόπο γραφής (εσωτερικός μονόλογος) και μοντερνιστικά αλλά και νεωτερικά στοιχεία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ανανεώνεται υφολογικά αλλά και θεματικά από βιβλίο σε βιβλίο, και αυτό το βρίσκω γενικά θετικό.
Έντεχνα περνάει εξειδικευμένα ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες στη γραφή του, εκφράζοντας τις ανησυχίες και τις αμφιβολίες του πάνω σ’ αυτά (αφήγημα Παύσαι).
Αν μπορεί να επισημανθεί κάποια μικρή επιφύλαξη, μέσα σε όλα αυτά τα θετικά, είναι ότ, στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός σύντομου κειμένου θα πρέπει το εξομολογούμενο εγώ να τσαλακώνεται και να εκμηδενίζεται σε μεγάλο βαθμό (για κονιορτοποίηση του εγώ μίλησε, κάποτε, ο Πεντζίκης) και να μην ναρκισσεύεται από λεκτικά παιχνίδια, ώστε το κείμενο να λειτουργεί ακαριαία και δραστικά, ως ηλεκτρική εκκένωση στον αναγνώστη, δίχως τη φιλολογική διαμεσολάβηση (ύφος, λογοτεχνικές θεωρίες, συγγραφικά ρεύματα) και το ανάχωμα της γλώσσας σε όλο αυτό το παιχνίδι. Εν ολίγοις, η απλότητα στη γραφή, όταν δεν καταντά, βέβαια, απλοϊκότητα, είναι ένα ισχυρό όπλο για καλύτερα συγγραφικά αποτελέσματα, κάτι που είμαι βέβαιος πως το γνωρίζει και το εφαρμόζει ο Χατζημωυδιάδης όσο, φυσικά, του το επιτρέπουν η άρτια φιλολογική σκευή του και η συγγραφική του δεξιοτεχνία.
Συνοψίζοντας, νομίζω πως στο πρόσφατο βιβλίο τού Χατζημωυσιάδη ισχύει η παλιά ρήση του Αλμπέρ Καμύ, μεταφερμένη στον συγγραφικό στίβο και στους συγγραφείς: «Υπάρχουν στους ανθρώπους περισσότερα πράγματα για να θαυμάσεις παρά για να κατακρίνεις». Ο Χατζημωυσιάδης έχει εξελιχτεί σημαντικά ως συγγραφέας και το Ζώνη πυρός πιστεύω πως είναι ένα ώριμο, ευθύβολο και πετυχημένο βιβλίο του, ενώ θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε αν αυτή η εξέλιξη και η συγγραφική του ωρίμανση θα συνεχιστεί και στα επόμενα βιβλία του.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Ζώνη πυρός
Παναγιώτης Σ. Χατζημωυσιάδης
Μεταίχμιο 2014
Σελ. 112, τιμή εκδότη €9,85
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ