Για το μυθιστόρημα της Χριστίνας Καράμπελα Ο ψίθυρος της Ευδοκίας (εκδ. Πόλις).
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Η Ευδοκία, ζωντανή ή νεκρή, επώνυμος και ρεαλιστικός κειμενικός χαρακτήρας ή προσωπείο μύθου για μια νεκροζώντανη κόρη, βγάζει έναν ψίθυρο όλο πόνο ως διαδικασία επικοινωνίας με το περιβάλλον, αφού της πήραν τη φωνή τα βάσανα, η καταπίεση, η κούραση. Ψιθυρίζοντας η Ευδοκία διασχίζει τα όρια ανάμεσα στη λεγόμενη αντικειμενική πραγματικότητα και στον κόσμο του παραμυθιού, σέρνοντας μαζί της την επιβεβλημένη συνύπαρξη με τρεις ετεροθαλείς αδελφές μετά την εξαφάνιση της μητέρας αυτών και μητριάς της Ευδοκίας και μετά τον θάνατο του χήρου πατέρα της, μέσα στον σύνθετο και πολυδιάστατο κειμενικό κόσμο της Χριστίνας Καράμπελα.
Η ευτραφής, ξανθή, γαλανομάτα Ευδοκία εξαφανίζεται στην αρχή του βιβλίου. Τρεις γριές δηλώνουν την εξαφάνιση της Ευδοκίας και την υπόθεση αναλαμβάνουν ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος κ. Πολίτης και η αστυνόμος Ελισάβετ Ξένου.
Η ευτραφής, ξανθή, γαλανομάτα Ευδοκία εξαφανίζεται στην αρχή του βιβλίου και στο πλαίσιο μιας συνεδρίας καφεμαντείας και χαρτομαντείας που ασκεί βιοποριστικά στο σπίτι της στην Ελευσίνα, στην οδό Σύμπαντος, με εστίαση ενδιαφέροντος τις τρεις λιπόσαρκες γριές ετεροθαλείς αδελφές της Ακριβή, Πέτρα και Σώτω, μια Τρίτη 29 Μαΐου (στην επέτειο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης). Οι τρεις γριές δηλώνουν την εξαφάνιση της Ευδοκίας (κατά τη Σώτω, μια τεράστια νυχτερίδα άρπαξε την Ευδοκία την ώρα της συνεδρίας), και την υπόθεση αναλαμβάνουν ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος κ. Πολίτης (το όνομα του οποίου παραμένει μέχρι το τέλος του βιβλίου άγνωστο) και η αστυνόμος Ελισάβετ Ξένου.
Ο κ. Πολίτης και η Ελισάβετ Ξένου, ή απλώς Ξένου κατά τη συνήθη υπηρεσιακή προσφώνηση, εμπλέκονται με τη σειρά τους σε ένα τοπίο που ορίζεται από τη σύγχυση ανάμεσα στη λογική της αντικειμενικής πραγματικότητας και στην ομίχλη της φαντασίας και των ονείρων, με τις συνεχείς διελκυστίνδες και ανατροπές στη συμπεριφορά των τριών ετεροθαλών αδελφών.
Η απουσία της Ευδοκίας είναι το μυστήριο που προκλητικά απαιτεί λύση, ο δίαυλος για την αναδρομική επίσκεψη και αναμόχλευση στη διαστρωμάτωση της εν πολλοίς οδυνηρής μνήμης του κ. Πολίτη, της Ξένου και κυρίως των τριών αδελφών, το εργαλείο για την αποκάλυψη καλά κρυμμένων παλαιών μυστικών (όπου εντάσσονται και κακοποιήσεις που εξαναγκάζουν σε συγκαλυμμένες δηλητηριάσεις), το όχημα που (θα μπορούσε να) οδηγεί προς την κάθαρση.
Ταυτόχρονα η απουσία της Ευδοκίας (είναι ζωντανή ή νεκρή, έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, μετακόμισε από την Ελευσίνα στον Χολαργό;) είναι το άλλο πρόσωπο της στιγμιαίας, φευγαλέας παρουσίας της μέσα στον κειμενικό κόσμο, όπως δηλώνει ο ψίθυρος που παρασύρει τον κ. Πολίτη και την Ξένου σε ατέρμονες διαδρομές αναζητήσεων μέσα σε εξωτερικά και σε εσωτερικά τοπία. Άλλωστε οι τρεις αδελφές συνεχίζουν να επισκέπτονται το σπίτι της Ευδοκίας στην Ελευσίνα και μετά τη δηλωμένη εξαφάνισή της, βρίσκουν όπως και παλιά τσάι, κέικ, λικέρ βύσσινο και βερύκοκο, καραμελωμένες μάντολες, και φεύγουν αφήνοντας το σπίτι ανακατεμένο, αλλά πάντα κάποιος έρχεται κατόπιν για να συγυρίσει μέχρι την επόμενη επίσκεψη. Καθώς παραμονεύουν συστηματικά, ο ύπνος δεν αφήνει την Ξένου να δει ποιος συγυρίζει, ενώ ο κ. Πολίτης βαριέται να περιμένει, βγαίνοντας όμως ακούει στην εξώπορτα τον ψίθυρο μιας «στρουμπουλής γαλανομάτας».
Η Χριστίνα Καράμπελα έχει τακτοποιήσει τη σημασιολογική οργάνωση του βιβλίου σε δύο επίπεδα, που αντιστοιχούν αφενός στο εδώ-και-τώρα του κειμενικού κόσμου και αφετέρου σε μια διάσταση μυθικού χωρόχρονου που παρίσταται ως μυθική αναφορά συγγένειας.
Παρά τις προσπάθειες το μυστήριο της απουσίας της Ευδοκίας δεν λύεται, οι τρεις αδελφές πεθαίνουν με ένα κουκούτσι δηλητήριο στο στόμα, ο κ. Πολίτης πεθαίνει συρρικνωμένος από ανορεξία, και η ευτραφής γαλανομάτα κάνει ένα τελευταίο πέρασμα κατά τη διάρκεια του νεκρόδειπνου προς τιμήν του κ. Πολίτη συνοδευόμενη από τον ψίθυρο των παρισταμένων αυτή τη φορά με την Ξένου να τρέχει ξωπίσω της για να τη ρωτήσει αν είναι η Ευδοκία.
Η Χριστίνα Καράμπελα έχει τακτοποιήσει τη σημασιολογική οργάνωση του βιβλίου σε δύο επίπεδα, που αντιστοιχούν αφενός στο εδώ-και-τώρα του κειμενικού κόσμου και αφετέρου σε μια διάσταση μυθικού χωρόχρονου που παρίσταται ως μυθική αναφορά συγγένειας ή ως μυθικό παρελθόν για τον κειμενικό κόσμο. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πινακοθήκες χαρακτήρων, τοπίων, θεμάτων, σε αντιστικτική σχέση μεταξύ τους.
Στη διάσταση του μυθικού χωρόχρονου μια νεκροζώντανη κόρη συνδυάζεται με κανιβαλικά δείπνα (ευρηματική όσο και αποκλίνουσα από τον αρχαίο μύθο επεξεργασία του μοτίβου των θυέστειων δείπνων), με λιπόσαρκες ετεροθαλείς αδελφές, με λιπόσαρκα μουγκά παιδιά, με λάμιες και ξωτικές, με βουνίσιους και θαλασσινούς ανέμους, με νήματα που δένουν άντρες και γυναίκες, μανάδες και παιδιά, με εγκλήματα και με τιμωρίες, με μια συκιά στην αυλή που αγκαλιάζει την κόρη και την ενσωματώνει στον κορμό της. Η οργάνωση της πινακοθήκης με αυτό το μυθικό περιεχόμενο έχει διαβρωθεί από τον ζοφερό ψίθυρο της νεκροζώντανης κόρης, ενώ στην έξοδο η Χριστίνα Καράμπελα κωδικοποιεί τα σημαινόμενα του παραμυθιού.
Η Χριστίνα Καράμπελα
|
Σε ό,τι αφορά τις λεπτομέρειες στο εδώ-και-τώρα του κειμενικού κόσμου: Η Ευδοκία ακόμα και μετά τη δηλωμένη εξαφάνισή της κυκλοφορεί με το Metro και χάνεται μέσα στο πλήθος των σταθμών, γίνεται νοσοκόμα και καθαρίστρια, ενώ κατά την πρόσληψή της από τον περίγυρο φαίνεται να συμπεριφέρεται χαμαιλεοντικά προβάλλοντας ένα ρεαλιστικό και ένα επινοημένο ανύπαρκτο πρόσωπο. Οι τρεις ετεροθαλείς αδελφές Ακριβή, Πέτρα και Σώτω είναι φορείς φόβου και ενοχής ακολουθούμενες πάντως και από αισθήματα οίκτου, κινούνται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία όπως την ενισχύουν τα όνειρα, δεσμεύονται από την κατάρα της εγκατάλειψης και από τον θάνατο του πατέρα της Ευδοκίας (τελευταίου εραστή της εξαφανισμένης μητέρας τους).
Ο κ. Πολίτης έχει αποκηρύξει το χωριό του και για τιμωρία βλέπει δέντρα μέσα στο φλιτζάνι του καφέ του, τρώει ψαρόσουπα και σοκολάτα ΙΟΝ αμυγδάλου, βασανίζεται από τη βαριά μνήμη τόσο της καταπιεστικής μητέρας του (η ανορεξία που ευθύνεται για τον θάνατό του, κατάγεται από υπερτροφία που του επέβαλλε συνεχώς η μητέρα του) όσο και του υπερβολικά ανεκτικού πατέρα του, αναζητεί την Ευδοκία σε συναντήσεις αληθινές ή φανταστικές (;), καταλήγει στο νοσοκομείο εξαιτίας της ανορεξίας και της συνακόλουθης αφαγίας, και σε στιγμές παραισθήσεων δέχεται επισκέψεις από τον πολύμορφο άγγελο του θανάτου καθώς και από ζωντανούς και νεκρούς που συζητούν μεταξύ τους αγνοώντας τον, όπου εντάσσεται και ο νεκρός πατέρας του συνοδευόμενος από επτά αδέσποτα σκυλιά που ο κ. Πολίτης ταΐζει καθημερινά.
Η Ξένου, «αναιδής, ανυπάκουη, επιρρεπής σε αποφάσεις αλόγιστου ρίσκου» (μεταξύ άλλων) σύμφωνα με τον προϊστάμενό της κ. Πολίτη, βασίζεται περισσότερο στη διαίσθηση παρά στη λογική, κινείται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας συμπεριλαμβανομένων και των ονείρων (στα οποία επισκέπτεται τάφους νεκρών και ζωντανών), ακολουθεί κατά πόδας τις τρεις αδελφές αναζητώντας την Ευδοκία και συναντά γέρους που κοιμούνται με το ένα μάτι ανοιχτό, δεσμεύεται από τη μνήμη του πατέρα της και εξακολουθεί να του τηλεφωνεί και μετά θάνατον στο κινητό του με συνέπειες που πιστεύει ότι ανήκουν στην περιοχή του μεταφυσικού, διασταυρώνει τις διαδρομές της με την πραγματική φίλη Αννέτα και με την επινοημένη/φανταστική φίλη Μάρθα, εναλλάσσει το κλάμα με το γέλιο όταν τελειώνουν τα δάκρυά της.
Το βιβλίο αποτυπώνει ποικίλες διαπροσωπικές σχέσεις όπως αναπτύσσονται καλειδοσκοπικά μέσα σε εσωτερικούς και σε εξωτερικούς χώρους στο πλαίσιο κοινωνικών, πολιτισμικών, αστικών και φυσικών τοπίων. Η διάρθρωση των διαπροσωπικών σχέσεων συνοδεύεται από τη διασταύρωση ποικίλων «γλωσσών».
Το βιβλίο αποτυπώνει ποικίλες διαπροσωπικές σχέσεις όπως αναπτύσσονται καλειδοσκοπικά μέσα σε εσωτερικούς και σε εξωτερικούς χώρους στο πλαίσιο κοινωνικών, πολιτισμικών, αστικών και φυσικών τοπίων. Η διάρθρωση των διαπροσωπικών σχέσεων συνοδεύεται από τη διασταύρωση ποικίλων «γλωσσών» (επιτηδευμένη καθαρεύουσα, πλούσια και ευπρεπής κοινή νεοελληνική, υπηρεσιακή ορολογία, σχεδόν αγοραίο ιδιόλεκτο, γλώσσα παραμυθιού) που αποδίδουν τόσο την αντιπαράθεση ανάμεσα στα κειμενικά πρόσωπα, όσο και τον διάλογο ανάμεσα στο εδώ-και-τώρα της κειμενικής πραγματικότητας και στον συγγενή μυθικό χωρόχρονο. Εδώ εντάσσεται και η παραστατική καταγραφή καταθέσεων και γενικότερα συνομιλιών σχετικά με την εξαφάνιση και την αναζήτηση της Ευδοκίας, όπου τα λεγόμενα συνοδεύονται από αναστεναγμούς, σιωπή, λυγμούς, χάχανα, ρούφηγμα της μύτης.
Με συνεχείς ανατροπές, την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο του κ. Πολίτη και της Ξένου ολοκληρώνει ένας παντογνώστης αφηγητής που παραθέτει τα κειμενικά γεγονότα σε τρίτο πρόσωπο, ενώ η σταθερή ροή της αφήγησης διακόπτεται από διαλογικά μέρη με κοφτό ρυθμό και πνευματώδη χαρακτήρα.
Άλλωστε ο πνευματώδης χαρακτήρας, με τη συνδρομή και της μεταφοράς, προσδιορίζει την ποιότητα του άμεσου αφηγηματικού λόγου της Χριστίνας Καράμπελα με διατυπώσεις, όπως: «έκφραση της γάτας που μόλις καταβρόχθισε το καναρίνι», «στο χωριό κάθε αυλή που σεβόταν τον εαυτό της είχε και μια συκιά», «της άρεσε να εκτοξεύει ένα σωρό ρητά και παροιμίες», «ψιλόβροχο που θορυβούσε μαστιγώνοντας την υπηρεσιακή στολή μου», «για να με εγκαταλείψει αβοήθητο στον αργόσυρτο χρόνο των σκοτεινών ωρών… μέχρι το ξημέρωμα», «Σεβόμενος την έφοδο της ανορεξίας», «Από το άνοιγμα της πόρτας… εισχώρησε μια δίνη σκότους και ρούφηξε τους συγκινημένους», ή με τον περί φροντίδας αφορισμό «όση δίνεις, άλλη τόση χρειάζεσαι, αλλιώς χαλάει η ισορροπία».
Η ευρηματικότητα και η συνδυαστική ικανότητα της Χριστίνας Καράμπελα φαίνεται να αποτελούν εχέγγυα για τη δυναμική όσο και στερεή πλέον παρουσία της μέσα στο ποικιλόμορφο τοπίο της αφηγηματικής τέχνης.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η σύνθεση των γραμματικών εικόνων που αποτυπώνουν τις κειμενικές καταστάσεις, όπως είναι η παρουσία και η συμπεριφορά των χαρακτήρων με επίκεντρο ενδιαφέροντος την Ευδοκία, τα γεγονότα στη διάσταση του μύθου που υποστηρίζουν την κειμενική πραγματικότητα, ή τα περί της κηδείας του κ. Πολίτη με τη συμμετοχή και της αγέλης των επτά αδέσποτων σκυλιών. Ακριβώς τα της κηδείας του κ. Πολίτη οδηγούν προς την έξοδο του βιβλίου, με το τέλος όμως ανοιχτό σε ό,τι αφορά την Ευδοκία: Ήταν ή δεν ήταν τελικά αυτή που άνοιξε την πόρτα λίγο πριν η πόλη βυθιστεί στη γενική διακοπή ρεύματος;
Αυτό το ανοιχτό τέλος συμπληρώνει τα ενδιαφέροντα υφολογικά δεδομένα του βιβλίου, στο πλαίσιο των οποίων αξιοποιείται ως διακείμενο και το εμβληματικό διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού (1849-1896) με τον τίτλο Το αμάρτημα της μητρός μου (1883) που συμπαρασύρει τη δομή αλλά και τη μορφολογική διατύπωση των σημαινομένων στις αναμνήσεις του κ. Πολίτη σχετικά με τη μητέρα του.
Η ευρηματικότητα και η συνδυαστική ικανότητα της Χριστίνας Καράμπελα φαίνεται να αποτελούν εχέγγυα για τη δυναμική όσο και στερεή πλέον παρουσία της, μετά το προηγούμενο βιβλίο της με τον τίτλο Καιροί τέσσερεις (2014), μέσα στο ποικιλόμορφο τοπίο της αφηγηματικής τέχνης. Είναι σαφές ότι Ο ψίθυρος της Ευδοκίας δηλώνει μια συνειδητή και δημιουργική συνέχεια σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή της Χρ. Καράμπελα στη διαμόρφωση αυτού του τοπίου.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου.
Ο ψίθυρος της Ευδοκίας
Χριστίνα Καράμπελα
Πόλις 2015
Σελ. 184, τιμή εκδότη €12,50