
Για τη συλλογή διηγημάτων της Νίκης Αναστασέα Τα άγρια περιστέρια (εκδ. Καστανιώτη).
Του Κώστα Αγοραστού
Συνήθως διαβάζοντας και μελετώντας συλλογές διηγημάτων συναντούμε ιστορίες άνισης βαρύτητας, χωρίς κάποια ουσιαστική σύνδεση, γραμμένες με τρόπο ελλειμματικό και με εμφανή την έλλειψη στόχευσης, η οποία και χαρακτηρίζει τελικά όλη τη συλλογή: ένα δύο αξιομνημόνευτα διηγήματα και τα υπόλοιπα αποτελούν παραγέμισμα του βιβλίου.
Η πρώτη συλλογή διηγημάτων (έπειτα από τέσσερα μυθιστορήματα) της Νίκης Αναστασέα, Τα άγρια περιστέρια δεν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Έξι διηγήματα για έξι μοναδικούς ήρωες, οι ιστορίες των οποίων καθηλώνουν μέσα από την άρτια αφηγηματική τεχνική της συγγραφέως. Η Αναστασέα έδωσε φωνή, όχι στους παρίες και τους περιθωριακούς, αλλά σε συνηθισμένους ανθρώπους στα αιχμηρά σημεία της καθημερινότητάς τους.
Έξι διηγήματα για έξι μοναδικούς ήρωες, οι ιστορίες των οποίων καθηλώνουν μέσα από την άρτια αφηγηματική τεχνική της συγγραφέως.
Μια μητέρα, η οποία θεωρείται παράφρων κι επικίνδυνη ακόμη και από την οικογένειά της, κάνει αυτό που θεωρεί σωστό για να σώσει τον εικοσιπεντάχρονο γιο της απο τα ναρκωτικά. Ένας παραληρηματικός μονόλογος, ύμνος στην μητρική αγάπη, η οποία υπερβαίνει το όριο της κοινώς αποδεκτής ηθικής. Στο επόμενο διήγημα, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων ζει σε μια ψευδαίσθηση κανονικότητας, μετά το θάνατο της κόρης τους και της πεντάχρονης εγγονής τους. Όλη τους η ζωή στρέφεται γύρω από την –ανύπαρκτη πλέον– μικρή. Τα κυριακάτικά οικογενειακά γεύματα που σχεδιάζουν, τα δώρα γενεθλίων που της αγοράζουν, η καθημερινότητα που ορίζουν γύρω από αυτήν. Δεν ξέρουμε ποιος από τους δυο τους υποκρίνεται, για χάρη του άλλου, και ποιος έχει βυθιστεί σ’ αυτή την ατελέσφορη παραμυθία. Μόνη σύνδεση με την “πραγματική” πραγματικότητα, όταν ο γιος τους τους επισκέπτεται ξαφνικά, αλλά τον διώχνουν, με συνοπτικές διαδικασίες, αρνούμενοι ν’ αντικρύσουν την αλήθεια. Στο τρίτο διήγημα, συναντούμε μια καρατερίστα ηθοποιό, λίγες ώρες πριν από την πρεμιέρα της παράστασης, όπου έχει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο. Η πρωταγωνίστρια του διηγήματος και κατ΄ επέκτασιν της παράστασης του Άλμπι “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ” είναι ένα συγκινητικό κράμα της οριακής κατάρρευσης μιας γυναίκας και των προεορτίων της επιτυχίας και καταξίωσης μιας ηθοποιού. Ο μονόλογος είναι πυρετικός, σε στιγμές κωμικός, γι’ αυτό και τόσο βαθύς. Σαν να διαβάζεις, “γυρισμένα” σε πεζογραφία, αποσπάσματα από το Σύνδρομο αγοραφοβίας του Κωστή Παπαγιώργη. Ωμός ρεαλισμός και ονειρικές φοβίες αναμείκτα στο βλέμμα και στα λόγια αυτής της γυναίκας.
![]() Η Νίκη Αναστασέα
|
Το τέταρτο δίηγημα, με τίτλο “Η προσβολή” σκιαγραφεί μια μονοδιάστατη, κατά βάσιν, ηρωίδα. Στις πρώτες φράσεις περιγράφεται με θαυμαστή ακρίβεια: “Λιγόλογη, στερημένη, μνησίκακη. Ξερό κορμί, σφιγμένο στο βλοσυρό ρούχο κοντά είκοσι χρόνια, να παρακολουθεί τη ζωή από το πλάι”. Η ιστορία της, μια ιστορία εκδίκησης και μίσους. Ο Πολωνός –τον οποίο είχε στη δούλεψή της για τις εξωτερικές δουλείες– αντικρούει με τιμιότητα –και πιθανώς αθωότητα– την απόπειρά της να τον εξαγοράσει ερωτικά. Όταν τον καλεί στο σπίτι της (πρώτη φορά μέσα) για να του δωρίσει ρούχα αγορασμένα από τη λαϊκή της γειτονιάς της, αυτός την επισκέπτεται μαζί με την αλλοδαπή συζυγό του, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα σεξουαλικής αποπλάνησης. Η εκδίκηση έρχεται με τη μορφή συκοφαντίας για χρήματα που λείπουν από το σπίτι της ηρωΐδας. Ο Πολωνός όχι μόνο δεν ξαναβρίσκει δουλειά στο χωριό, αλλά εξαναγκάζεται να φύγει έπειτα από άγριο ξυλοδαρμό που υφίσταται από τους ντόπιους. Στο πέμπτο διήγημα η τοπική κοινωνία είναι και πάλι μοχλός εξελίσεων και καθοριστικός παράγοντας συμπεριφορών. Η παθολογική αγάπη ενός συζύγου προς τη γυναίκα του τη μετατρέπει, από περιφερόμενο τρόπαιο, σε παχύσαρκη, εμμονική και καταθλιπτική. Με τον τρόπο του ο καθένας εκδικείται τον άλλον για την πορεία της ζωής τους κατασπαράσσοντας την ψυχή του και φτάνοντας στα όρια των αντοχών του.
Η Αναστασέα δίνει μια από τις πληρέστερες και πιο ενδιαφέρουσες συλλογές διηγημάτων των τελευταίων χρόνων.
Η συλλογή κλείνει με την ιστορία μιας μικρομάνας, η οποία τα τελευταία δέκα χρόνια είναι χήρα και μεγαλώνει, μαζί με την αδελφή του άντρα της, τον διανοητικά υστερημένο γιο της. Η ζωή τους είναι σε τάξη και έμαθαν να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες και τα απρόοπτα με αξιοπρέπεια και το κεφάλι ψηλά. Λέει κάπου στο διήγημα: “Βλέπετε, η ζωή μάς επιφύλαξε τα δύσκολα… τα οποία όμως, επιτρέψτε μου να πω –όχι για να καυχηθώ, ποιος μπορεί να καυχηθεί για τη συμφορά του;– τα επωμιστήκαμε με αξιοπρέπεια… και… όσο μας επιτρέπανε οι δυνάμεις μας, τα βγάλαμε πέρα”. Αυτό όμως που δεν υπολόγιζε η ηρωίδα της ιστορίας είναι την αγάπη, η οποία ήρθε ξαφνικά και άλλαξε τις ισορροπίες διεκδικώντας χρόνο και φροντίδα τόσο για τον νέο σύζυγο όσο και για το νέο μωρό. Τα ηθικά διλήμματα ξεκάθαρα: το “καημένο” της, το ίδρυμα, η μοναξιά της κουνιάδας της. Η ιστορία θα μπορούσε να είναι μελό αλλά δεν είναι. Μέσα από τους ήρωές της η Αναστασέα προτάσει την αγάπη, την ομόνοια, το κοινό καλό και την ευγένεια της ψυχής, σαν φάρο ζωής.
Ανάμεσα στα άλλα, αυτό που συνδέει μεταξύ τους τις ιστορίες αυτής της συλλογής είναι η βαθιά αγάπη της συγγραφέως για τους ήρωές της. Για τα πάθη και τα λάθη τους. Για το πριν και το μετά της ζωής τους. Με θαυμαστή αφηγηματική ικανότητα η Αναστασέα δίνει μια από τις πληρέστερες και πιο ενδιαφέρουσες συλλογές διηγημάτων των τελευταίων χρόνων. Υπόδειγμα και σημαντικό βήμα στη γραφή της.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
Τα άγρια περιστέρια
Νίκη Αναστασέα
Καστανιώτης 2014
Σελ. 190, τιμή € 9,59