Για τη συλλογή διηγημάτων της Βίκυς Κλεφτογιάννη 14 ζωές στη Σαλονίκη (εκδ. Κέδρος).
Του Παναγιώτη Γούτα
Φωτογραφία: Κ. Α.
Πολύς λόγος έγινε και εξακολουθεί να γίνεται για την ανάδειξη των διάφορων πόλεων στη λογοτεχνία. Επώνυμος εκδοτικός οίκος της χώρας αφιέρωσε ολόκληρη εκδοτική θεματική με επιλογές κειμένων διαφόρων λογοτεχνών, που αναφέρονται σε πόλεις της Ελλάδος. Πώς όμως μια πόλη εκφράζεται και αναδεικνύεται στο έργο των δημιουργών; Και ποιες προϋποθέσεις υπάρχουν για να συμβεί κάτι τέτοιο;
Η πόλη θα αποτυπώνεται καθημερινά στις κουβέντες τους, στις εκφράσεις τους, στις συνήθειές τους, στον τρόπο που μιλάνε ή που σιωπούν, στη μοναξιά που κουβαλούν, στον τρόπο που ερωτεύονται, στην όλη τους στάση απέναντι στη ζωή.
Η πόλη στη λογοτεχνία
Οι άνθρωποι, γενικά, χωρίζονται στις εξής κατηγορίες, αναφορικά με την πόλη τους. Σε εκείνους που γνωρίζουν την πόλη σαν την τσέπη τους, γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, αλήτεψαν, περιπλανήθηκαν στους δρόμους και στα σοκάκια της, γνώρισαν τα ερωτικά της σημεία, την αγάπησαν και συνεχίζουν να την αγαπούν, μιλούν με το χαρακτηριστικό ιδίωμά της, συχνάζουν στα στέκια της, με λίγα λόγια κουβαλούν την πόλη τους στο πετσί τους. Όμως τυχαίνει να μην είναι λογοτέχνες. Αυτοί, μοιραία, ποτέ τους δεν θα αποτυπώσουν την αγαπημένη τους πόλη σε κάποιο αφήγημα, διήγημα, ποίημα ή μυθιστόρημα, ακόμα κι αν οι ίδιοι πολύ θα το ήθελαν. Η πόλη θα αποτυπώνεται καθημερινά στις κουβέντες τους, στις εκφράσεις τους, στις συνήθειές τους, στον τρόπο που μιλάνε ή που σιωπούν, στη μοναξιά που κουβαλούν, στον τρόπο που ερωτεύονται, στην όλη τους στάση απέναντι στη ζωή.
Μια άλλη κατηγορία ανθρώπων αφορά λογοτέχνες, δηλαδή ανθρώπους με αναγνωρισμένο και επικυρωμένο από την κριτική και τους ομοτέχνους τους το τάλαντό τους και την ικανότητα του γράφειν, που τυχαίνει όμως να μην γνωρίζουν (σχεδόν καθόλου ή και καθόλου) την ιστορία της πόλης όπου συγκυριακά ζούνε. Κι αυτοί, όσο κι αν προσπαθήσουν, είναι αδύνατον να την εκφράσουν στα γραπτά τους.
Μια τρίτη κατηγορία, πάλι, αφορά λογοτέχνες που ζουν και γνωρίζουν καλά την πόλη και την ιστορία τους, αλλά γράφουν σαν πολίτες του κόσμου, δηλαδή απαξιώνουν (δικαίωμά τους άλλωστε) να καταγράψουν την πόλη τους στα κείμενά τους είτε γιατί την απεχθάνονται (το λιγότερο είναι αμφίθυμοι απέναντί της) είτε γιατί δεν τους ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Κι αυτοί δεν θα εκφράσουν ποτέ μία πόλη, αφού τα κείμενά τους (στα οποία συχνά δεν προσδιορίζεται ο τόπος ή ακόμα και ο χρόνος) θα μπορούσαν κάλλιστα να γραφτούν στην Αθήνα, στο Βερολίνο, στη Νέα Υόρκη ή στα Νησιά Φίτζι.
Υπάρχουν οι λογοτέχνες, όπου ο εαυτός τους, το έργο τους και η πόλη βρίσκονται σε κοινό άξονα, σε τέλεια συμμετρία και ζηλευτή αρμονία.
Μια τέταρτη κατηγορία αφορά ανθρώπους (λογοτέχνες εν προκειμένω) που ενώ δεν το έχουν, δεν τους φτουράει το όλο θέμα, προσπαθούν απεγνωσμένα και απελπισμένα να εκφράσουν μία πόλη, που δεν την πολυπερπάτησαν και δεν την πολυγνώρισαν, χρησιμοποιώντας δεκάδες ονομασίες τόπων, διαδρομών, ονόματα πλατειών, τοπωνυμίων, κεντρικών δρόμων, χαρακτηριστικών κτηρίων κτλ., δίχως, φυσικά, επιτυχία. Η πόλη δεν αναδεικνύεται με τέτοιους τρόπους. Συνήθως αυτό συμβαίνει σε νέους δημιουργούς, πεζογράφους ή ποιητές, που, μπουκώνοντας ένα ποίημα ή ένα κείμενο με τοπωνύμια, ή χρησιμοποιώντας αφόρητα κλισέ του τύπου «ερωτική πόλη», «ομιχλώδες τοπίο», «υγρασία της παραλίας», «διαυγής αττικός ουρανός» κτλ., πιστεύουν ότι εκφράζουν και αναδεικνύουν την πόλη τους. Δυστυχώς η πόλη είναι, συχνά, απούσα στα γραπτά τους, ενίοτε με εκκωφαντικό τρόπο, και οι ίδιοι δε θα γίνουν ποτέ Ιωάννου, Χριστιανόπουλοι, Καζαντζήδες ή Βαφόπουλοι, όπως ήλπιζαν, για να περιοριστούμε στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Σ' αυτούς, που συχνά μου στέλνουν τα βιβλία τους για να τους πω μια γνώμη, τους συστήνω φανερά να μην γράφουν καθόλου για την πόλη, να γράφουν οτιδήποτε άλλο παρά γι' αυτό που πολύ θα ήθελαν, γιατί είναι πιο υγιές να αποστασιοποιούνται από τη γενέτειρά τους, παρά να την στραγγαλίζουν με αφόρητες κοινοτοπίες.
Η Βίκυ Κλεφτογιάννη
|
Τέλος υπάρχουν και οι λογοτέχνες, οι λίγοι φυσικά, όπου ο εαυτός τους, το έργο τους και η πόλη βρίσκονται σε κοινό άξονα, σε τέλεια συμμετρία και ζηλευτή αρμονία. Υπάρχει δηλαδή ένα αδιάρρηκτο οργανικό δέσιμο ανάμεσα σε αυτούς, στο έργο τους και στην πόλη που ζουν και που αγάπησαν ή που έζησαν και αγάπησαν στο παρελθόν. Αυτοί, οι λίγοι, είναι οι μόνοι γνήσιοι εκφραστές της πόλης τους, και συχνά στα έργα τους λείπει παντελώς η πάσης φύσης υπέρμετρη αναφορά σε τοπωνύμια ή σημεία της πόλης (εκτός από τα πολύ αναγκαία). Στα κείμενά τους, στα ποιήματά τους, στα βιβλία τους, η πόλη αναβλύζει με πηγαίο τρόπο κυρίως μέσα από τη γραφή τους και τα βιώματά τους. Αυτοί είναι οι γνήσιοι εκφραστές μιας πόλης, μόνο που ολοένα και λιγοστεύουν στις μέρες μας, αφού η μεγάλη πλειονότητά τους, πέρασε, εδώ και καιρό, στην απέναντι όχθη. Όσο για κείνους που θα επιχειρήσουν να γράψουν για την πόλη τους ζώντας μακριά της, η ματιά τους θα είναι πιο αποστασιοποιημένη και αντικειμενική. Η νοσταλγία ή ο θυμός τους, όμως, δεν θα είναι απόλυτα εναρμονισμένος με το σήμερα της πόλης τους, που, λόγω απόστασης, αγνοούν, και θα είναι προσκολλημένοι σε παλιές εικόνες, εμπειρίες και βιώματα.
Δεκατέσσερα ενσταντανέ της Θεσσαλονίκης
Η Βίκυ Κλεφτογιάννη γεννημένη και μεγαλωμένη στην Άσκρη Βοιωτίας, στην πρώτη συλλογή διηγημάτων της που τύπωσε από τις εκδόσεις Κέδρος και τιτλοφορείται 14 ζωές στη Σαλονίκη φαίνεται πως επιβεβαιώνει τη διαπίστωση του αείμνηστου καθηγητή της Νεοελληνικής λογοτεχνίας Ξενοφώντα Κοκκόλη, που σε αφιέρωμα του «Παρατηρητή» με θέμα «Η Θεσσαλονίκη στην πεζογραφία» (χειμώνας 1992, εικοστό τεύχος), σχολίασε: «Καμιά φορά η ματιά ενός μη Σαλονικιού είναι πιο ενδιαφέρουσα από τη ματιά του ντόπιου. Έχουν πιο παρθένο μάτι...».
Τα δεκατέσσερα διηγήματα της Κλεφτογιάννη είναι σύντομα ενσταντανέ που ξετυλίγονται στην πόλη, άλλα τρυφερά και νοσταλγικά κι άλλα κάπως πιο σκληρά, γειωμένα σε καταστάσεις που πονούν και ματώνουν. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε ένα πολύ πετυχημένο και εύστοχο ρεζουμέ της συλλογής: «Δεκατέσσερις ζωές, όσα και τα χρόνια που έζησε στη Θεσσαλονίκη η συγγραφέας, η οποία συμπυκνώνει, εδώ, την αγάπη της για την πόλη, ψυχογραφώντας μερικά από τα διαφορετικά της πρόσωπα».
Η Θεσσαλονίκη είναι παρούσα σε όλα τα διηγήματα όχι μόνο ως φόντο, αλλά καταλυτικά στην πλοκή, αφού πρόσωπα και καταστάσεις μόνο στις συγκεκριμένες σταμπαρισμένες γωνίες της πόλης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με τον τρόπο που λειτουργούν, και να λάβουν σώμα και υπόσταση.
Η Θεσσαλονίκη είναι παρούσα σε όλα τα διηγήματα όχι μόνο ως φόντο, αλλά καταλυτικά στην πλοκή, αφού πρόσωπα και καταστάσεις μόνο στις συγκεκριμένες σταμπαρισμένες γωνίες της πόλης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με τον τρόπο που λειτουργούν, και να λάβουν σώμα και υπόσταση. Ένα χαμένο εισιτήριο μιας κοπέλας που πήγε να παρακολουθήσει μια συναυλία στο Θέατρο Δάσους και μπλέχτηκε αναπάντεχα με μια οικογένεια τσιγγάνων, πέριξ του χώρου του θεάτρου. Η ιστορία μιας παλιάς ρεμπέτισσας και τα γιασεμιά της φωνής της, μια γάτα που κλέβει ένα κομμάτι παστουρμά από την πολύβουη αγορά στο Καπάνι, ένα χαμένο κόκκινο γυναικείο πορτοφόλι που το βρίσκει κάποιος στη Λεωφόρο Νίκης, και με μια, μόλις, ενέργειά του αλλάζει τη μοίρα και τη χαλασμένη διάθεση της γυναίκας που το έχασε, ένας άστεγος που δειπνεί στον Λευκό Πύργο, η μοίρα ενός φυτεμένου δένδρου στο Σέιχ Σου, που μόλις φτάνει στο κατάλληλο ύψος ώστε να βλέπει τη θάλασσα, το αφανίζει η φωτιά, μερικά μόνο από τα θέματα των διηγημάτων της συλλογής.
Όλες οι ιστορίες της Κλεφτογιάννη είναι καλογραμμένες, η αφήγηση ρέει αβίαστα, η γλώσσα είναι κατανοητή και γοητεύει τον αναγνώστη με τις λεπτεπίλεπτες και ευαίσθητες περιγραφές τοπίων, διαδρομών, περιοχών, ανθρώπων, ενώ στο τέλος κάθε ιστορίας, συχνά, μας περιμένει μια μικρή έκπληξη ή μια μικρή, αλλά λειτουργική, ανατροπή. Σαν ταινίες μικρού μήκους, με επίκεντρο την πόλη και τους ανθρώπους της, συνθέτουν όλες μαζί ένα ενιαίο σύνολο, ένα ψηφιδωτό της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, της πόλης όπου η συγγραφέας σπούδασε, έζησε και την αγάπησε για το διαφορετικό, το ποιητικό και το φευγαλέα παράξενο που έφτασε στα μάτια της ως αντανάκλασή της.
Όλες οι ιστορίες είναι καλογραμμένες, η αφήγηση ρέει αβίαστα, η γλώσσα είναι κατανοητή και γοητεύει τον αναγνώστη με τις λεπτεπίλεπτες και ευαίσθητες περιγραφές τοπίων, διαδρομών, περιοχών, ανθρώπων.
Αντιγράφω τον επίλογο του κορυφαίου, κατά τη γνώμη μου, διηγήματος της συλλογής «Για καφέ», όπου ο μικροπερίοδος λόγος, η στρωτή αφήγηση και η ανατροπή στην τελευταία ενότητα, συμπυκνώνουν τις αφηγηματικές αρετές της Κλεφτογιάννη:
Ο σκύλος επέστρεψε και ξάπλωσε κάτω από την καρέκλα του. Μάλλον αυτή ήταν η θέση του. Η σερβιτόρα ζήτησε ευγενικά να πληρωθεί, γιατί άλλαζε βάρδια. Της έδωσε το χαρτονόμισμα, εκείνη πελάγωσε βλέποντάς το, τον παρακάλεσε για ψιλά και γύρισε να πληρωθεί από το διπλανό τραπέζι. Κοίταξε τριγύρω. Άνοιξε το κόκκινο πορτοφόλι και τη θήκη για τα ψιλά και διάλεξε ανάμεσα στα κέρματα που μπερδεύονταν με την ασημένια αλυσίδα. Πλήρωσε και ζήτησε από τη σερβιτόρα χαρτί και στυλό. Του έφερε ένα μολύβι και ένα κίτρινο τετράγωνο χαρτί. Άνοιξε το εσωτερικό φερμουάρ του πορτοφολιού κι έβγαλε το χιλιοδιαβασμένο σημείωμα. Στη θέση του έβαλε το κίτρινο χαρτί, με έναν αριθμό τηλεφώνου και « Σ' ευχαριστώ για τον καφέ».
Σηκώθηκε. Πέταξε το γράμμα και περπάτησε προς την Άνω Πόλη. Στο αστυνομικό τμήμα της Σοφοκλέους παρέδωσε το πορτοφόλι.
Μπορεί από τα διηγήματα της Κλεφτογιάννη να απουσιάζουν οι έντονες κορυφώσεις και οι μεγάλες συγκινήσεις, μπορεί η σκληρή και συντηρητική Θεσσαλονίκη να παρουσιάζεται στις ιστορίες της αρκετά εξωραϊσμένη, η λεπτεπίλεπτη όμως αφήγησή της, η στρωτή γραφή και η ευαίσθητη ματιά της μάς προδιαθέτουν για μια ωριμότερη συνέχειά της στη λογοτεχνία.
*Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
14 ζωές στη Σαλονίκη
Βίκυ Κλεφτογιάννη
Κέδρος 2015
Σελ. 104, τιμή εκδότη € 9,50