Για το μυθιστόρημα του Κώστα Καβανόζη Το χαρτόκουτο (εκδ. Πατάκη).
Του Γιώργου Βέη
Το παιδικό βίωμα, αυτή η κατ΄ αρχήν διηγητική αφετηρία ή, κατ΄ άλλους, απόκρυφη πατρίδα, αναπαράγεται ποικιλοτρόπως σ΄ αυτό το σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Ενσωματώνοντας ακόμη και ορισμένες ενδελεχείς ερμηνείες του, το βίωμα αναβαθμίζεται κειμενικά σε μέγα θέμα. Καθίσταται, συν τοις άλλοις, ο κατ΄ εξοχήν πόλος του εγώ, το οποίο, παρά τους κλυδωνισμούς, τους οποίους σχεδόν καθημερινά υφίσταται, παραμένει αρραγές, έτοιμο να υπομνηματίσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Από το πρίσμα αυτό, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι το πρόσωπο, το οποίο εγγράφεται μέσα στο έργο, σχηματίζει προοδευτικά ένα από τα πλέον υγιή μυθιστορηματικά υποκείμενα που έχω συναντήσει τελευταία στο χώρο της δημιουργικής πεζογραφίας μας. Η ζωτική του ορμή δεν γνωρίζει υφέσεις ή διαπραγματεύσεις ελέγχου της από την υπερδομή. Το ζήτημα της απαραίτητης ενηλικίωσης διερευνάται, το τονίζω, με οίστρο έκδηλης απομυθοποίησης. Η μετάβαση από την επαρχία στο άστυ αναβαθμίζεται σε επίπεδο μύησης στο Καλό και στο Κακό. Οι δε έρωτες, επιδερμικοί ή καταστατικοί, ανατροφοδοτούν διαρκώς την εξιστόρηση, χωρίς να πλατειάζουν ή να διαφθείρουν την όλη λεκτική σκηνή.
Ο κόσμος του Κώστα Καβανόζη διευρύνεται κατά πολύ, αυτοαναλύεται, δείχνει τις καταβολές του με υποδειγματική παρρησία. Οδηγείται μαθηματικά στις πηγές των ψυχικών του αιτίων και αιτιατών.
Οικονομία εκφραστικών μέσων
Ο κόσμος του Κώστα Καβανόζη διευρύνεται κατά πολύ, αυτοαναλύεται, δείχνει τις καταβολές του με υποδειγματική παρρησία. Οδηγείται μαθηματικά στις πηγές των ψυχικών του αιτίων και αιτιατών. Αποδελτιώνει το πολύτιμο μνημονικό του υλικό, διευρύνοντας αντιστοίχως τις σχέσεις: εγώ-άλλοι-αυτό. Ενοποιεί κατά το δοκούν παρελθόν και παρόν, ενώ δεν διανοείται να αποκρύψει το έντονο ονειρικό του στοιχείο. Συγκρατώ ότι οι πλέον κρίσιμες από τις αναμενόμενες επινοήσεις εκτίθενται με υποδειγματική οικονομία των εκφραστικών μέσων. Η γραφή, δόκιμη ήδη από καιρό, ανάγεται συχνά πυκνά και στο πεδίο των παλαιότερων ευρηματικών κατακτήσεών της. Όπως δηλαδή τις γνωρίσαμε στα αμέσως προηγούμενα βιβλία του. Εννοώ τόσο το ιδιαζόντως ρέον μυθιστόρημα Του κόσμου τούτου (εκδόσεις Κέδρος, 2009), όσο και την υφολογικά προωθημένη συλλογή διηγημάτων του Όλο το φως απ΄ τα φεγγάρια (εκδόσεις Πατάκη, 2011). Από το δεύτερο μάλιστα επανέρχονται ορισμένες ενδεικτικές τεχνικές ωσμώσεων των στοιχείων της λεγομένης εξ αντικειμένου πραγματικότητας με τα συστατικά ή τα παραρτήματα της φαντασιακής της προέκτασης. Ή ακόμη και της πανηγυρικής, σχεδόν ολικής ανατροπής της.
Ο Κώστας Καβανόζης
|
Ο αυτοερωτισμός, στην εισαγωγή του έργου, δείχνει να είναι εξαντλητικός. Οι οριακές στιγμές του καταγράφονται με τυπική πληρότητα. Το σπέρμα όμως που χύνεται έξω δεν πάει χαμένο: γονιμοποιεί εκ του ασφαλούς το χώμα της γραφής. Δεν εμφιλοχωρούν στο μεταξύ, όπως θα περίμενε κανείς, οι οποιεσδήποτε ασύνειδες οιδιπόδειες αιμομεικτικές φαντασιώσεις της εποπτικής, καθόλα ενήμερης, άγρυπνης Μητέρας. Η παρουσία της δεν αποπροσανατολίζει τον Υιό. Ο ένδον δαίμων του φαίνεται ότι προτείνει άλλα σχέδια δράσης. Παρατηρείται όμως κι εδώ, όπως ακριβώς και στο προαναφερόμενο έργο του Όλο το φως απ΄ τα φεγγάρια, μια επαρκής ροπή του ορμεμφύτου προς θάνατον. (Βλ. ιδίως το δεύτερο κατά σειρά διήγημα, με τίτλο "Άρωμα λεμόνι", σελ. 17 επ., αλλά και το τέταρτο, με τίτλο "Ένας!", σελ. 33 επ.). Από την άποψη αυτή, τόσο το πέμπτο κεφάλαιο του Χαρτόκουτου, με τίτλο "Αφαλός", (βλ. σελ. 35 επ.), όσο και στο δέκατο ένατο, αντιστοίχως, με τίτλο "Παλαμάκια" (βλ. σελ. 103), παραπέμπουν στο βασίλειο των τελεσίδικων σκιών. Επιχειρώντας μάλιστα να τον χαρτογραφήσουν, οι σκιές καθίστανται ημιδιαφανή ύλη. Οι άνθρωποι δηλαδή είναι στην προκειμένη περίπτωση οι συγκεχυμένες τους αναμνήσεις. Όμως, η ταύτισή τους με το κενό επ' ουδενί τους αποστερεί τον Λόγο. Γι΄ αυτό κι επικοινωνούν νοερά μεταξύ τους. Τους αρκεί. Κατά τα άλλα, ανεβαίνουν στα σύννεφα, κατεβαίνουν μετά στη γη των πόθων, για να επιστρέψουν μετά στον ουρανό, από όπου θα επιστρέψουν για λίγο σε μας κ.ο.κ. Τρέφονται δε από το αίμα και τα κόκαλα των άδικα θυσιασμένων σκυλιών, όπως μαρτυρείται εμμέσως πλην σαφώς στο κρίσιμο δέκατο τρίτο κεφάλαιο, με τίτλο "Η τελευταία φορά", (βλ. σελ. 81 επ.). Ο συγγραφέας, περιττό να το υπογραμμίσω, ξέρει πώς να διερμηνεύει τα κατά καιρούς μηνύματά τους. Μετέχοντας ενσυνειδήτως στο μεταφυσικό τους πρόταγμα, αποδίδει εν συνεχεία στη γραφή την εμφανή υπερλογική της απόκλιση.
Κοντολογίς, φρονώ ότι η ανάγνωση του μυθιστορήματος αυτού προσφέρει μόνον ηδονές. Από την αποξηραμένη πατρώα - μητρώα λίμνη, όπου οι χαρακτήρες γνωρίζουν εξ απαλών ονύχων τι πάει να πει καταλυτική συγκίνηση, έως τα ομολογούμενα ή ανομολόγητα πάθη της συζυγικής κλίνης, όπου προς στιγμή απειλείται ακόμη κι αυτή η ψυχοσωματική ισορροπία του υποκειμένου, οι περιγραφές αποδίδουν καλώς συγκερασμένο δράμα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι ποιητής.
Το χαρτόκουτο
Κώστας Καβανόζης
Εκδ. Πατάκη 2015
Σελ. 136, τιμή εκδότη € 7,90