Για τη νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη Αντί στεφάνου (εκδ. Εστία).
Της Έλενας Μαρούτσου
Πριν από λίγο καιρό, ένας φίλος μου είχε εκμυστηρευτεί πως ονειρευόταν μια συλλογή διηγημάτων που θα ήταν γραμμένα το καθένα σύμφωνα με το ύφος κάποιου γνωστού συγγραφέα. Οραματιζόταν, αν κατάλαβα καλά, μια ανθολογία όπου κάποιος θα έγραφε μια ιστορία με το στυλ του Πόε, ένας άλλος με το στυλ του Κέρουακ, κάποιος τρίτος με το αυτό του Μπουκόφσκι, κοκ. Αφορμή για να θυμηθώ αυτή μας την κουβέντα στάθηκε η νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη, Αντί Στεφάνου (εκδ. Εστία).
Διαβάζοντάς τη, μου γεννήθηκε η πεποίθηση πως ένα τέτοιο κείμενο θα ταίριαζε απόλυτα στην δυνητική αυτή ανθολογία, αν ο συγγραφέας του είχε βάλει κατά νου να γράψει με την πένα του Ροΐδη.
«Εγώ είμαι ο Στέφανος…»
Η νουβέλα έχει ως πρωταγωνιστή τον Στέφανο, έναν εκκεντρικό κάτοικο ενός μικρού νησιού που αναλαμβάνει καθήκοντα νεκροθάφτη και το πρώτο (και τελευταίο) πρόσωπο που θάβει στη σύντομη διάρκεια της θητείας του είναι η μάνα του.
Η νουβέλα στην οποία αναφέρομαι έχει ως πρωταγωνιστή τον Στέφανο, έναν εκκεντρικό κάτοικο ενός μικρού νησιού που αναλαμβάνει καθήκοντα νεκροθάφτη και το πρώτο (και τελευταίο) πρόσωπο που θάβει στη σύντομη διάρκεια της θητείας του είναι η μάνα του. «Εγώ είμαι ο Στέφανος», δηλώνει σε κάποια του συνέντευξη ο Μακριδάκης, που εκτός από συγγραφέας τυγχάνει, όπως και ο πρωταγωνιστής της νουβέλας, φυσικός καλλιεργητής. Ο Στέφανος, λοιπόν, αφού παράτησε την Ιατρική για να ταξιδέψει στην Κίνα, τις Ινδίες και την Ιαπωνία, εισήγαγε από τις χώρες αυτές «καινά δαιμόνια» ως προς τις μεθόδους καλλιέργειας της γης, «δαιμόνια» που κατόπιν έσπειρε στον τόπο του, για να θερίσει την κοροϊδία και τη δυσπιστία των συντοπιτών του και την οργή του πλούσιου εξ Αμερικής θείου του. Ο τελευταίος, ευεργέτης και σημαίνον πρόσωπο του νησιού, καταφθάνει μόλις πληροφορείται την παράξενη δράση του Στέφανου εντός του κοιμητηρίου – μια δράση που ενώ ο ίδιος θεωρεί ως απόλυτα εναρμονισμένη με τη φύση, έναν φόρο τιμής στην αλυσίδα ζωής και στη γη που μας τρέφει, η υπόλοιπη κοινότητα τραβάει τα μαλλιά της στο θέαμα της έσχατης αυτής ιεροσυλίας: ο Στέφανος αφοδεύει τακτικά πάνω στον τάφο της μητέρας του, που αντί για μάρμαρο καλύπτεται με χώμα. Τα κόπρανά του γιου γίνονται λίπασμα για τις ξυλαγγουριές που έσπειρε για να κεράσει τους πενθούντες στο μνημόσυνο.
Ο Γιάννης Μακριδάκης
|
Καινοτόμες κενώσεις
Κόπρανα αντί στεφάνου, μοιάζει να υπονοεί ο τίτλος, όχι για να σπιλωθεί η μνήμη αλλά για να τιμηθεί. Έτσι ο πρωταγωνιστής, εκτός από το έντερό του, μοιάζει να αδειάζει τις πράξεις από το παλιό τους συμβολικό νόημα και να τις ντύνει με ένα καινούργιο, και σύμφωνα με τον ίδιο (ίσως και σύμφωνα με τον συγγραφέα, αν θεωρήσουμε πως ταυτίζεται, όπως είπε, μαζί του) πιο ουσιαστικό νόημα, ένα νόημα που συνδέει με οργανικό τρόπο ζώντες και τεθνεώτες και μπολιάζει το θάνατο με ζωή.
Η ακραία ρήξη με την παράδοση στη διαδικασία επανανοηματοδήτησης του κόσμου, θα μπορούσε να πυροδοτήσει μακρές φιλοσοφικές συζητήσεις, όμως η νουβέλα αυτή δεν βυθίζεται στα βαθιά νερά τέτοιων συλλογισμών γιατί την κρατάει στην επιφάνεια το σκωπτικό της ύφος και η γλώσσα, που όπως είπα, ξεκινώντας αυτό το κείμενο, θυμίζει εκείνη του Ροΐδη.
Ροϊδης, Παπαδιαμάντης, Κενώ
Ξεκινώντας να διαβάζω τη νουβέλα, διατηρούσα όμως τις επιφυλάξεις μου. Γιατί η τριτοπρόσωπη αυτή αφήγηση θα έπρεπε να είναι στην καθαρεύουσα; (ή, για να είμαστε ακριβείς, σε αυτό το μίγμα καθαρεύουσας με λαϊκότροπες λέξεις α λα Παπαδιαμάντη). Δημιουργεί, βέβαια, ένα σκωπτικό αποτέλεσμα αλλά πώς δικαιολογείται η ύπαρξή της αφού τα τεκταινόμενα διαδραματίζονται στην σημερινή εποχή; Στην πορεία μου ανακάλυψα το εξής: Η αφήγηση δεν είναι τριτοπρόσωπη. Στην πραγματικότητα υπάρχει αφηγητής ο οποίος αρχικά παραμένει κρυφός κι εμφανίζεται στο δεύτερο μέρος για να μας συστηθεί ως ο θεολόγος του σχολείου, ένας θεολόγος που έχει πρωτοδιοριστεί στην επαρχία κι ο οποίος συμπαθεί τον εκκεντρικό Στέφανο, οπότε στέκει κάπου ανάμεσα στο χορό και στον πρωταγωνιστή. Σε αυτόν το θεολόγο αναθέτουν οι αρχές του νησιού την προσωρινή αντικατάσταση του Στέφανου, να διοριστεί δηλαδή εκείνος στη θέση του νεκροθάφτη, εξ ου κι η διττή σημασία του τίτλου: Αντί στεφάνου αλλά και Αντί Στεφάνου.
Είναι φανερό πως ο Μακριδάκης, με αρκετά ήδη βιβλία στο ενεργητικό του, ως συγγραφέας κατέχει τα εργαλεία του. Η τεχνική της νουβέλας είναι άρτια.
Είναι φανερό πως ο Μακριδάκης, με αρκετά ήδη βιβλία στο ενεργητικό του, ως συγγραφέας κατέχει τα εργαλεία του. Η τεχνική της νουβέλας είναι άρτια. Εντούτοις, διατηρώ τις επιφυλάξεις μου για τη χρήση της επιτηδευμένης αυτής γλώσσας καθώς κάνει το αποτέλεσμα να μοιάζει με «μίμηση» κάτι άλλου. Θα μπορούσε κάλλιστα να σταθεί ως άσκηση ύφους (θυμίζοντας τις αντίστοιχες του Ρεϋμόντ Κενώ) και να διεκδικήσει μια θέση στη δυνητική ανθολογία που οραματίζεται ο φίλος μου, όμως αυτό το παιχνίδισμα μοιάζει να αποδυναμώνει την ουσία.
Επικίνδυνες αποστάσεις ασφαλείας
Σπάζοντας το κεφάλι μου να βρω γιατί ο συγγραφέας να διάλεξε μια φόρμα μιας άλλης εποχής για να τη φορέσει στη σημερινή (ακόμα κι οι θεολόγοι δεν μιλάνε πια έτσι), ανέτρεξα πάλι στα λεγόμενα του ίδιου. Σύμφωνα με αυτά, μόλις ξεκίνησε να γράφει το βιβλίο, σκάλωνε, και μόνο όταν άρχισε να χρησιμοποιεί αυτή τη γλώσσα, ξεκλείδωσε η αφήγηση κι άρχισε να κυλάει. Επιχειρώντας μια αυθαίρετη ερμηνεία αυτού του «ξεκλειδώματος» (αυθαίρετη στο μέτρο που είναι κάθε ερμηνεία) θα έλεγα πως ο Μακριδάκης, ταυτιζόμενος με τον πρωταγωνιστή με τον οποίο μοιράζεται τόσο τη φιλοσοφία και τον τρόπο ζωής, όσο και την δυσπιστία με την οποία τον έχει αντιμετωπίσει στο παρελθόν η κοινότητα του νησιού στο οποίο έχει επιλέξει να μένει, μπόρεσε με την καθαρεύουσα να αποστασιοποιηθεί από τα γραφόμενα. Το γαρ πολύ όμως της αποστασιοποίησης μπορεί να ευνοεί το χιούμορ, όμως απομακρύνει εν τέλει τον αναγνώστη ή έστω εμένα ως αναγνώστρια, που έκλεισα το βιβλίο, χωρίς οι εμφανείς αρετές του να μ’ έχουν στο βάθος αγγίξει.
* Η ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
Αντί στεφάνου
Γιάννης Μακριδάκης
Εστία 2015
Σελ. 144, τιμή εκδότη € 12,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗ