Για τη συλλογή διηγημάτων της Λένας Κιτσοπούλου Το μάτι του ψαριού (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Γνωρίσαμε το αδυσώπητο και οξύ βλέμμα της Λένας Κιτσοπούλου ήδη από την πρώτη, βραβευμένη, συλλογή διηγημάτων της με τίτλο Νυχτερίδες (2006).
Γνωρίσαμε τις προκλητικές της κατευθύνσεις στις παραστάσεις στις οποίες επέλεξε να παίξει ή να σκηνοθετήσει. Κι αυτά φαντάζουνε λαοφιλή, επειδή είναι υπερβολικά, ακραία, προβοκατόρικα, επειδή βγάζουν από τα ρούχα του τον μέσο βολεμένο Έλληνα, επειδή προκαλούν ένα απρόσμενο σοκ. Αυτή η σκόπιμη υπερβολή είναι τελικά μια τάση ναρκισσισμού (τα φώτα σε μένα) ή κοινωνικής κριτικής (τα φώτα στα σκοτεινά δρομάκια της ψυχής μας);
Και σ’ αυτήν τη συλλογή η διηγηματογράφος δεν παύει να είναι προκλητική και βωμολόχος. Δεν παύει να στρέφει τα βέλη της προς διάφορες κατευθύνσεις και να γράφει με νεανική ορμή κι ενίοτε αγανάκτηση.
Και σ’ αυτήν τη συλλογή η διηγηματογράφος δεν παύει να είναι προκλητική και βωμολόχος. Δεν παύει να στρέφει τα βέλη της προς διάφορες κατευθύνσεις και να γράφει με νεανική ορμή κι ενίοτε αγανάκτηση. Άλλοτε καταγγελτικά και μετωπικά, άλλοτε σκωπτικά, άλλοτε με κωμικές κι άλλοτε με τραγικές πινελιές. Δεν λείπει η γρήγορη αφήγηση, η σάτιρα, το άμεσο ή έμμεσο γέλιο, το καρναβαλικό αναποδογύρισμα της ομαλής πραγματικότητας, η έντεχνη σκηνοθεσία των σεναρίων της, η απόκρυψη της ταυτότητας του αφηγητή, ο σεξοθηρικός χαρακτήρας μερικών ιστοριών της, ο καλπάζων ρυθμός, ο χειμωρρώδης μονόλογος κι η πολύκροτη εκπυρσοκρότηση των ανατροπών.
Στα καλά της διηγήματα, όμως, ο βασικός της στόχος δεν είναι η σάπια κοινωνία ή οι παραδοσιακοί θεσμοί, αλλά ο ίδιος ο βολεμένος άνθρωπος, συχνά ο ίδιος ο πρωταγωνιστής που ναι μεν καταδικάζει όσα συμβαίνουν γύρω του, αλλά κατά βάθος αντιλαμβάνεται ότι ο ίδιος είναι πιο αδύναμος, πιο αλλόκοτος, πιο στρεβλός, ότι ο ίδιος κουβαλά ανάλογα κουσούρια με όσα βλέπει στους άλλους, ότι το πρόβλημα δεν είναι αυτό που φαίνεται αλλά ένα άλλο, εξίσου ή και χειρότερο από το οφθαλμοφανές. Το «τέρας» δεν είναι ο άλλος αλλά εμείς οι ίδιοι, πρόβλημα κατ’ ουσίαν δεν είναι οι κακοί τρίτοι αλλά οι μικροαστοί· αυτοί που βολεύονται με τη ζωούλα τους, κατηγορώντας συχνά τους «αφύσικους»· αυτοί που νομίζουν ότι έχουν μια ηθική και φυσική ανωτερότητα, καυτηριάζοντας την κατωτερότητα των άλλων· αυτοί που επαναπαύονται στην εύτακτη καθημερινότητά τους. Κατά βάθος όμως είναι οι ίδιοι συμπλεγματικοί, μίζεροι, βαθιά δυστυχισμένοι…
Στα «Θαλάσσια τέρατα» λ.χ. η αφηγήτρια απολαμβάνει τις διακοπές της και έχει εύκολη την κοροϊδία για μια χοντρή στην παραλία που βασανίζει τον αδύνατο άνδρα της· εντέλει όμως η ίδια δεν στερείται σωματικών μειονεκτημάτων, όπως τα αυτιά της που μοιάζουν με τεράστια σαλάχια. Στον «Τραπεζικό λογαριασμό» αντίστοιχα ο Αθανάσιος Κονδύλης αποφασίζει να δωρίσει στην οικογένεια με το «κουλό» αγόρι έναν τραπεζικό λογαριασμό, αλλά, όταν τρώει μαζί τους, συνειδητοποιεί ότι ο ίδιος είναι περισσότερο μίζερος και αξιολύπητος από τους χαρούμενους αυτούς ανθρώπους.
Η συγγραφέας, όταν δεν θέτει σε προτεραιότητα την ίδια την πρόκληση, όταν δεν την τραβάει δηλαδή επίτηδες στα άκρα ως αυτοσκοπό, πετυχαίνει να σοκάρει γονιμότατα με την παρουσίαση της κοινωνικής και ηθικής σήψης και όχι με την εκκωφαντικότητα των λόγων και των σκηνών της.
Η Λένα Κιτσοπούλου ανατρέπει την καθιερωμένη ιεραρχία που θέλει τη σάτιρα να στοχεύει πάντα τον κατώτερο άλλο· προεκτείνει ακόμα και τη δική της γραφή, που στις προηγούμενες συλλογές της ήταν τυφλά καταγγελτική, και προχωρά σε έναν αυτοσαρκασμό, ο οποίος ενέχει σπέρματα αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας. Η ίδια η κοινωνία δεν μπορεί να μένει στα επιφανειακά, να βάζει ταμπέλες και να χωρίζει ρατσιστικά τους ανθρώπους, αλλά να κρίνει με βάση βαθύτερα κριτήρια. Στο «Τέρας» λ.χ. τέρας δεν αποτελεί στην πραγματικότητα ο μικρός ήρωας που είναι άτομο με ειδικές ανάγκες, μάλλον υπερκινητικό και με μειωμένη νοημοσύνη, ένας μικρός δαίμονας που αλωνίζει και μπουρδολογεί ασυστόλως. Τέρας, ηθικό και κοινωνικό, είναι ο θείος του, που ως γιατρός έχει δεσμό με μάνα και κόρη και μάλιστα αφαιρεί τα γεννητικά όργανα της μικρής Αφροδίτης για να μην τη χαίρεται άλλος.
Έγραψα και προηγουμένως ότι στο στόχαστρο της διηγηματογράφου είναι ο μικροαστισμός και το βόλεμα, σαν τον Μάριο Χάκκα στο «Ψαράκι της γυάλας». Έτσι, και οι χαρακτήρες της Λένας Κιτσοπούλου αναζητούν την αξιοπρεπή και καλοκουρδισμένη ζωή, έστω κι αν μέσα τους σπαράσσονται από ένα βαθύ τραύμα· σαν τον πενηντάρη αφηγητή του διηγήματος «Ο καραφλομπέκατσος» που ξεκινά στο καινούργιο του σπίτι μια νέα ζωή μετά τον χωρισμό του, ανακουφισμένος και ορεξάτος για μια αισιόδοξη αρχή. Αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι είναι ακόμα εξαρτημένος από την παλιά του αγάπη. Ή ακόμα χειρότερα στους «Χαρταετούς» προβάλλεται η πετυχημένη πορεία του Πάνου, ο οποίος ξεκίνησε σαν παιδί-θαύμα και πέθανε ευτυχής, ως η χαζοχαρούμενη θεώρηση της ζωής που επιβεβαιώνει την εδραιωμένη αίσθηση περί εφησυχασμένης ευτυχίας. Όλα αυτά είναι αέρας, ματαιότητα, εύκολος και άκοπος ευδαιμονισμός, όλα είναι μικρά «όταν τα δεις από ψηλά», όπως αποδεικνύεται π.χ. με την εμφάνιση του καρκίνου στον Μένιο των «Άσχημων νέων». Κι αυτός, αντί να μεμψιμοιρεί και να κλαίγεται, αντιλαμβάνεται πόσο ανόητα είναι όλα τα άλλα και αντιμετωπίζει τη ματαιότητα με ακραίο, ακράτητο, «ανάρμοστο» γέλιο.
Η διηγηματογράφος αποδεικνύεται επιδέξια χειρίστρια της αφήγησης, καθώς συστρέφει την ιστορία σε απρόσμενες εξελίξεις. Κι εκεί φαίνεται πως τα βέλη του καθενός αξίζουν, όταν κατευθύνονται πού και πού και σ’ αυτόν τον ίδιο. Η συγγραφέας, όταν δεν θέτει σε προτεραιότητα την ίδια την πρόκληση, όταν δεν την τραβάει δηλαδή επίτηδες στα άκρα ως αυτοσκοπό, πετυχαίνει να σοκάρει γονιμότατα με την παρουσίαση της κοινωνικής και ηθικής σήψης και όχι με την εκκωφαντικότητα των λόγων και των σκηνών της.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Το μάτι του ψαριού
Λένα Κιτσοπούλου
Μεταίχμιο 2015
Σελ. 248, τιμή εκδότη € 12,20