
Για τη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου Το δέντρο του Ιούδα (εκδ. Κίχλη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
O τίτλος μού αρέσει πολύ· παραπέμπει σε βιβλικά πρότυπα και υπαγορεύει προδοσία, ενώ ταυτόχρονα αναφέρεται στην κουτσουπιά, ένα φυτό με φούξια άνθη, καλλωπιστικό, ωραίο στο μάτι, που στα αγγλικά ονομάζεται «Δέντρο του Ιούδα» από παράφραση του arbre de Judée (δέντρο της Ιουδαίας). Έχουμε λοιπόν μια νουβέλα που κινείται μεταξύ κάλλους και προδοσίας, μεταξύ ιουδαϊκής και ελληνικής γης, μεταξύ αλληγορίας και πραγματικότητας;
Η ιστορία δεν συντονίζεται εξ αρχής με τον τίτλο: εκτυλίσσεται στην Ήπειρο, όπου καταφεύγει ο αποτυχημένος Ηλίας Κούρος. Γυρίζει στη μάνα του, αφού έμεινε άνεργος και χώρισε από τη γυναίκα του, που τον απάτησε, και τις δυο του κόρες. Η προσωπική του αίσθηση κενότητας αλλά και η ανέχεια τον κάνει να ζει εσωστρεφώς, να τριγυρνά στη φύση και να ψάχνει να βρει αφενός δουλειά και αφετέρου τον εαυτό του. Βρίσκει από τη μια συμμάχους, που λειτουργούν ανιδιοτελώς, αλλά και ανθρώπους με κηλιδωμένο όνομα, που θα ζητήσουν τις υπηρεσίες του.
Το βασικό είναι ότι κουβαλά βάρη και αυτά φαίνονται σε κάθε του κίνηση. Ο Μιχάλης Μακρόπουλος καταφέρνει να δείξει το φορτίο που ο Λιακοκούρος (Ηλίας Κούρος) φέρει στην ψυχή του, την απώλεια των κοριτσιών του, τα οποία δεν μπορεί να δει, τη δική του ανασφάλεια· κι όλα αυτά δένουν αγαστά με το ηπειρώτικο τοπίο, το βουνό και τα αειθαλή δέντρα του, τον χειμώνα και τους αέρηδες, τη χιονισμένη Μουργκάνα και τα κοφτά λόγια των βαρύχνοτων ντόπιων. Χωρίς η νουβέλα να γίνει ηθογραφική και βουκολική, ο συγγραφέας κατορθώνει να αποδώσει την εξωτερική και την εσωτερική ατμόσφαιρα με καθαρές γραμμές –συχνά με εμφανείς αντιστοιχίες.
Δεν είναι μόνο η φυσιογνωμία του τόπου που μεταφέρεται στους χαρακτήρες, στην όψη και στη συμπεριφορά τους. Είναι και η ίδια η υποβολή ενός ευρύτερου ήθους που εξάγεται από τις περιγραφες, απλώνεται στην αφήγηση, διαπερνά τα πρόσωπα, νοτίζει τη δράση και φτάνει ώς τους αναγνώστες, που συλλαμβάνουν διαισθητικά τη λογική της Πίνδου και την αξιοπρέπεια των κατοίκων της αλλά και το σκληρό πρόσωπό τους.
Το τοπίο, ξαναείπα, είναι βασικός άξονας της αισθητικής του κειμένου. Δεν είναι μόνο οι περιηγήσεις του Λιάκου που γεμίζουν το μάτι σου με χρώματα και εικόνες της Ηπείρου. Δεν είναι μόνο η φυσιογνωμία του τόπου που μεταφέρεται στους χαρακτήρες, στην όψη και στη συμπεριφορά τους. Είναι και η ίδια η υποβολή ενός ευρύτερου ήθους που εξάγεται από τις περιγραφες, απλώνεται στην αφήγηση, διαπερνά τα πρόσωπα, νοτίζει τη δράση και φτάνει ώς τους αναγνώστες, που συλλαμβάνουν διαισθητικά τη λογική της Πίνδου και την αξιοπρέπεια των κατοίκων της αλλά και το σκληρό πρόσωπό τους.
Ο θάνατος της αλβανής πόρνης Αντέλα θα περνούσε απαρατήρητος, αν ο Λιάκος δεν ψυχανεμιζόταν, με μια εσωτερική φωνή να τον κεντρίζει, τον περιβόητο Γιαννογκάση και τον φοβισμένο Νασιομέτσιο. Ο φονιάς, ένας Αλβανός, γρήγορα ανακαλύπτεται και συλλαμβάνεται, αλλά παραδόξως αυτοκτονεί μέσα στο κελί. Ο Νασιομέτσιος φοβάται να μιλήσει και εν τέλει βρίσκεται κρεμασμένος σε μια κουτσουπιά (το δέντρο του Ιούδα), σπρωγμένος από το δικό του χέρι ή από κάποιον που ήθελε με κάθε τρόπο τη σιωπή του. Ο Λιάκος συνεχίζει να ψάχνει και δεν αφήνει ήσυχο τον φίλο του αστυνόμο Κωτσομεντή…
Ωστόσο, νιώθεις σαν το κείμενο να κόβεται στα δύο. Το πρώτο μισό με τη μετοίκηση του Ηλία στο Δελβινάκι και το δεύτερο με την εξιχνίαση του φόνου φαίνονται ασύνδετα, σαν να άλλαξε μεσοπέλαγα η ρότα του συγγραφέα. Αν έλειπε αυτή η αβαρία, θα μπορούσες να θεωρήσεις τη νουβέλα ένα μικρό καλλιτεχνικό αριστούργημα. Έστω και έτσι, όμως, το ύφος και ο ρυθμός της αφήγησης θέλγει τον αναγνώστη και καλύπτει τις ατέλειες στη δομή. Η αφήγηση οδηγεί με μια φυσική πορεία στο τέλος, το οποίο, μολονότι στην αρχή δεν φαινόταν να έχει τόση σημασία μπροστά στο ηπειρωτικό κλίμα, στον χειμώνα, στο τσίπουρο και στην μπέσα, που δεν αφήνει τις συνειδήσεις ήσυχες, εκρήγνυται σε μια συνταρακτική κορύφωση. Το έργο, αν και δεν είναι κλασικό αστυνομικό αφήγημα, καθώς η πορεία προς την εξιχνίαση του φονιά περιγράφεται με αδρές γραμμές και με πλάγιο τρόπο, τελικά φτάνει στο ύστατο σημείο με την αποκάλυψη μιας προδοσίας· εξ ου και ο Ιούδας που προδίδει αλλά και ο Ιησούς που δέχεται να θυσιαστεί.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Το δέντρο του Ιούδα
Μιχάλης Μακρόπουλος
Κίχλη 2014
Σελ. 120, τιμή εκδότη € 12,00