Για τη συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου, Γκιακ (εκδ. Αντίποδες).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Αν η ηθογραφία του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού στηριζόταν στον χρονότοπο της ιδιαίτερης πατρίδας κάθε διηγηματογράφου (ο Γ. Βιζυηνός για τη Θράκη, ο Αλ. Παπαδιαμάντης για τη Σκιάθο, ο Γ. Κονδυλάκης για την Κρήτη), η γλώσσα με τη σειρά της ακολουθούσε τα σουσούμια της περιοχής και φυσικά περιελάμβανε στοιχεία της ντόπιας διαλέκτου. Σε μια νέο-ηθογραφία των τελών του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα, που γράφεται με άλλους όρους και διαφορετικές αναζητήσεις, η γλώσσα εξακολουθεί να παίζει ρόλο, είτε μιλάμε λ.χ. για τη βορειοηπειρωτική του Σ. Δημητρίου είτε για την κρητική της Ρ. Γαλανάκη κ.λπ. Ο ίδιος παρονομαστής τίθεται και στα εννέα διηγήματα (οκτώ συν μία έμμετρη παραλογή) της συλλογής του Δημοσθένη Παπαμάρκου, τα οποία τοποθετούνται στην περιοχή της Μαλεσίνας και ντύνονται με το ελληνο-αρβανίτικο ιδίωμά της.
Αν κάθε ιστορία μοιάζει κοινότοπη ως προς την εξέλιξή της και αναμενόμενη στην κατάληξή της, όλες μαζί συνθέτουν ένα ψηφιδωτό γηγενών ηθών και αρβανίτικων νοοτροπιών, που μοιάζουν με τα αντίστοιχα άλλων περιοχών της Ελλάδας, όπως της Κρήτης ή της Μάνης.
«Γκιακ» στα αρβανίτικα σημαίνει, πέρα από το αίμα, και το δίκαιο του αίματος, δηλαδή την ηθική της εκδίκησης που καθόριζε τον τρόπο δράσης των κατοίκων της. Ο δραματικός χρόνος που επελέγη είναι λίγα χρόνια πριν ή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και με κάποιον τρόπο τα πρόσωπα και η δράση σχετίζονται μ’ αυτήν, χωρίς πάντα να περιέχεται εκδίκηση ή άλλης μορφής βεντέτα. Κι αν κάθε ιστορία μοιάζει κοινότοπη ως προς την εξέλιξή της και αναμενόμενη στην κατάληξή της, όλες μαζί συνθέτουν ένα ψηφιδωτό γηγενών ηθών και αρβανίτικων νοοτροπιών, που μοιάζουν με τα αντίστοιχα άλλων περιοχών της Ελλάδας, όπως της Κρήτης ή της Μάνης.
Η έννοια της τιμής ήταν σε παλιότερες εποχές πολύ πιο έντονη και στην αρβανίτικη κοινωνία της Φθιώτιδας συνδέεται με τον Κανούν, τον αλβανικό ηθικό κανόνα. Αυτός στηρίζεται στην κωδικοποίηση τέτοιων στάσεων στην Αλβανία από τον Lekë Dukagjini και καθόριζε μέχρι πρόσφατα (και καθορίζει;) τον τρόπο αντίδρασης του συγγενή του δολοφονημένου θύματος. Ο τρόπος πληρωμής ήταν το αίμα (σε άλλες περιπτώσεις η εξαγορά), αφού ο φόνος ή ο βιασμός δεν συγχωρείται ούτε υπάγεται στις αρμοδιότητες των δικαστηρίων. Ο άγραφος δηλαδή νόμος υπερτερεί σε τέτοιες προ-νεωτερικές κοινωνίες του γραπτού και αρμόδιος να τον επιβάλλει είναι ένας από τους συγγενείς του θύματος.
Πολλά βέβαια από τα κείμενα του Δ. Παπαμάρκου δεν αναφέρονται στην εκδίκηση, αλλά συνανήκουν στη συλλογή χάρη στο ηθογραφικό πλαίσιο της Μαλεσίνας. Ο βλάμης, ο γάμος, ο λόγος και η τιμή, οι σχέσεις συγγένειας και σεβασμού, οι ληστές, οι λαϊκές αντιλήψεις για στοιχειά και τελώνια, η μετανάστευση, όλα είναι χωνεμένα σε ένα λαϊκό, αυθεντικό, γνήσιο και ατόφυο σκηνικό. Οι ίδιες οι ιστορίες θα έμοιαζαν παλαιικές και για πολλούς αδιάφορες, αν δεν ψήνονταν με πυρίμαχα υλικά και δεν γαλβανίζονταν με τον διάλογο, πραγματικό ή υπολανθάνοντα, με την ορμή του προφορικού λόγου, με την πηγαιότητα του Στρατή Δούκα και τις λαϊκότροπες συνταγές του Θανάση Βαλτινού.
Οι ίδιες οι ιστορίες θα έμοιαζαν παλαιικές και για πολλούς αδιάφορες, αν δεν ψήνονταν με πυρίμαχα υλικά και δεν γαλβανίζονταν με τον διάλογο, με την ορμή του προφορικού λόγου, με την πηγαιότητα του Στρατή Δούκα και τις λαϊκότροπες συνταγές του Θανάση Βαλτινού.
Μέσα στα διηγήματα σιγοψήνονται ποικίλα υλικά· ο πόλεμος και κυρίως οι θηριωδίες των ελληνικών στρατευμάτων, όταν ήταν στη Μικρά Ασία· η μαγκιά των στρατιωτών απέναντι στους Τούρκους, το νταηλίκι, οι φιλίες μεταξύ των φαντάρων, που μπορεί να φτάσουν και σε άλλα πλαίσια, η Σμύρνη και οι χάρες της. Αυτά και άλλα είναι μοτίβα που επιπολάζουν σε πολλά διηγήματα, όλα βγαλμένα σαν εξομολόγηση, σαν απομνημονεύματα από τη φωνή των απλών ανθρώπων, που βρέθηκαν 19-20 χρονών στην απέναντι ακτή του Αιγαίου και ανδρώθηκαν μέσα στη σκόνη των πυρών.
Θα έλεγα ότι ο Δ. Παπαμάρκος έγραψε μια ωδή στην πατρίδα και στην τιμή των ανθρώπων της. Τα κείμενά του δεν έχουν τη (βίαιη) αψάδα των διηγημάτων της προηγούμενης συλλογής, αλλά γονατίζουν στο έδαφος κι από εκεί παίρνουν δύναμη και εκπέμπουν συγκίνηση. Κατεβαίνουν επίπεδο ως προς τον αναγνωστικό αιφνιδιασμό, αλλά δεν παύουν να διατηρούν το γλωσσικό τους αισθητήριο σε υψηλό επίπεδο και να αναδίδουν οσμές ηθικών νόμων και άγραφων επιταγών. Οι χαρακτήρες του είναι ατόφιοι τύποι που αναπαριστούν έξοχα το κλίμα της κοινωνίας τους από την οποία δραπετεύουν. Το τελικό αποτέλεσμα ισορροπεί ανάμεσα στη δεινότητα ενός καλού αφηγητή και στο οριοθετημένο ενδιαφέρον με το οποίο ο αναγνώστης διαβάζει παρόμοια περιστατικά, γνωστά κι από αλλού, χωρίς το απαραίτητο ξάφνιασμα που θα τον ξεσήκωνε.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Γκιακ
Δημοσθένης Παπαμάρκος
Αντίποδες 2014
Σελ. 128, τιμή εκδότη € 9,20