Για το βιβλίο του Θανάση Χατζόπουλου Οι λησμονημένοι (εκδ. Γαβριηλίδη).
Του Γιώργου Βέη
Ο Μώρυ ή Μπέντζυ ή Μπέντζαμιν, ένας εκ γενετής προβληματικός «άνους», δεν μπορεί να μιλήσει, δεν θυμάται ότι η φλόγα του κεριού μπορεί να του προκαλέσει οδυνηρότατο έγκαυμα, δεν έχει μάθει να μετράει το χρόνο. Όμως δεν παραιτείται: ποθεί ανελλιπώς σώμα. Θα ευνουχιστεί το 1913, για να κλειστεί στο κρατικό άσυλο του Τζάκσον μερικά χρόνια μετά. Ήταν επόμενο να ταρακουνήσει για τα καλά την αμερικανική αναγνωστική κοινωνία μια δεκαετία πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αναφέρομαι σ΄ έναν από τους πρωταγωνιστές της Βουής και της Μανίας, του εμβληματικού και διασημότερου ίσως μυθιστορήματος του νομπελίστα Γουίλιαμ Φώκνερ. (Βλ. εκδόσεις Καστανιώτη, 2002). Είναι, ως γνωστόν, η πρώτη φορά που εισάγεται στη λογοτεχνία της χώρας του ο «ηλίθιος» της οικογένειας, το μαύρο δηλαδή πρόβατο της κοινωνίας εκείνης, η οποία ξέρει κάλλιστα να εθελοτυφλεί ενώπιον της χαοτικής εγγύτητας, ήτοι της μαύρης τρύπας του Άλλου. Ο Μπέντζαμιν είναι το σημαινόμενο στη θέση του τραγικού. Ένας από τους εξ αίματος συγγενείς του είναι ασφαλώς και ο εμφανώς μειωμένης αντίληψης Λούσιας (εκδόσεις Νεφέλη, 1987) του Νίκου Χουλιαρά. Στην ομάδα αυτή σπεύδουν να ενταχθούν τώρα δύο κάτοικοι μιας κωμόπολης μας, που ανθεί στα μέσα της δεκαετίας του ΄60. Πρόκειται για την/το Αννιώ, με το ιδιότυπο, σαφώς ελλειμματικό μυαλό και τον αρχετυπικά επιληπτικό Αργύρη. Εννοώ τους καθόλα πειστικούς χαρακτήρες των Λησμονημένων του δόκιμου, πολυβραβευμένου ποιητή και ψυχαναλυτή Θανάση Χατζόπουλου (1961, Αλιβέρι Ευβοίας).
Η/το Αννιώ περιποιείται επί δεκαετίες το περιβολάκι της. Είναι άγαρμπη, αλλά πεισματικά αυτάρκης.
Η /το Αννιώ, κάτι μεταξύ σεισμικής ανθρώπινης μονάδας και αντικαρτεσιανού προπλάσματος του εγώ παράγει κυρίως Θόρυβο. Ό,τι αφήνει δηλαδή πίσω της μια απρόσωπη, πολυσχιδής, δυσερμήνευτη, άλογη ή κατά περιστάσεις πάνσοφη Φύση. Αυτό το οποίο θέλει να φαίνεται δεν αντιστοιχεί σ΄αυτό που κατά βάθος όντως υπάρχει. Το ουδέτερο άρθρο «το» μας προϊδεάζει πάντα, οίκοθεν νοείται, για τη συνάντησή μας μ' ένα έμψυχο Πράγμα. Συνιστά το έμβλημα της αρχέγονης στέρησης. Η αλήθεια της/του είναι κατά τα φαινόμενα ένα επτασφράγιστο μυστικό: η τελική αλαλία της/του αποτελεί το έσχατο οχυρό συνειδητής αντίστασης προς τον Άλλο. Φτάνοντας μάλιστα προς το τέλος της πρώτης νουβέλας, η οποία φέρει το όνομά της, αυτόν ακριβώς τον Άλλον τον έχει διαγράψει εντός της ανεκκλήτως, ως να είναι ένα παντελώς άχρηστο, επικίνδυνο κι ακατανόητο βάρος. Η/το Αννιώ βαδίζει σαν άλογο, μιλάει αλληγορικά, μιμούμενη σκοτεινά είδωλα του διαρκώς ταραγμένου της είναι, γελάει ανατρεπτικά, επιθετικά, γελάει ασυνάρτητα ίσως, αλλά με μια αλησμόνητη ένταση. Είναι το απόλυτο επικοινωνιακό της μέσον. Κι ενώ βασανίζεται από μιαν παρατεταμένη έλλειψη αγάπης, δεν παύει συχνά πυκνά να «ταξιδεύει [...] εκεί όπου κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί, ούτε καν να υποψιαστεί. Γιατί ταξιδεύει εκεί, επιτόπου, σ΄ έναν τόπο που για κανέναν από εκείνους που τον ζουν γύρω τους δεν είναι πραγματικά άξιος για ταξίδια. Και μόνον εκείνη μπορεί να εκμεταλλευτεί τις όψεις και τις στιγμές ενός ταξιδιού που της έχει δοθεί υπακούοντας στη χάρη με την οποία δίνουν τις ευχές όσες μανάδες νιώθουν και εννοούν πραγματικά αυτό που λένε όταν εύχονται στα παιδιά τους».(Βλ. σελ. 27).
Ο Θανάσης Χατζόπουλος
|
Η/το Αννιώ περιποιείται επί δεκαετίες το περιβολάκι της. Είναι άγαρμπη, αλλά πεισματικά αυτάρκης. Της αρκούν κατά συνέπεια τα σκουπίδια, τα οποία επιλεκτικά μαζεύει για να περάσει στην ενδοχώρα του πλέον παρήγορου, ιαματικού ονείρου. Εκείνου που της υπόσχεται κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ. Όχι γιατί δεν μας το επιτρέπει η πρόνοια του μάστορα συγγραφέα, αλλά επειδή ανήκει στη σφαίρα του ανέκφραστου, εν ολίγοις του μυστικού. Ας θυμηθούμε εδώ την οριακή αυτή αντιστοιχία: «Το ανέκφραστο υπάρχει: it is the mystical», όπως ακριβώς προσδιορίζεται στο κεφάλαιο 6 του Tractatus Logico - philosophicus του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. (Βλ. τη μετάφρασή του Θανάση Κιτσόπουλου, με επιμέλεια του Ζήσιμου Λορεντζάτου, από τις εκδόσεις Παπαζήση, 1978). Όπως στο προαναφερόμενο έργο του Γουίλιαμ Φώκνερ, το οποίο κατά τον Σαρτρ είναι ένα μεταφυσικό μυθιστόρημα με θέμα το Χρόνο, όπως τονίζει στην εισαγωγή του ο μεταφραστής του στη γλώσσα μας Παύλος Μάτεσις, έτσι και στους άρτια συγκερασμένους Λησμονημένους το ζήτημα του χρόνου συνιστά μόνιμη εστία αναφορών. Πότε αμέσων, πότε εμμέσων πλην σαφών. Άλλωστε πιστοποιείται ευκρινέστατα στην κρίσιμη σελίδα 128 ότι «...όσα είχαν συντελεστεί ερήμην της [Αννιώς] κι άλλα τόσα δεν θα γινόταν να συντελεστούν, τώρα δηλαδή που αντιλαμβανόταν τον χρόνο σαν αυτό από το οποίο είχε ζήσει χώρια ή από το οποίο ήταν ως τώρα αποκλεισμένη, ένα αγαθό που της έλειπε, αγαθό που όσοι το βιώνουν συχνά σαν μέγιστη κατάρα από την οποία ζητούν ν΄ απαλλαγούν, τώρα που όσοι την προσδιόριζαν ήταν συγχρόνως μίλια μακριά αλλά και τόσο βαθιά μέσα της, ο χρόνος άρχιζε να αποκτά την αληθινή του διάσταση. Ένα παρόν που ενώ αναδύεται, συγχρόνως καταδύεται σε μια κίνηση ισορροπίας την οποία ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει».
Θα ανακαλύψει τις ηδονές και τα συμφραζόμενα του πορνικού έρωτα μόλις στα εξήντα του χρόνια. Μένοντας πιστός δια βίου στη μια και μόνη πόρνη, την άκρως ευάγωγη Λουκία, αποδεικνύεται πρότυπο συζύγου.
Τον Αργύρη, τον επονομαζόμενο «ρεμπέτη», που μπορεί να εξυπηρετεί χωρίς να παρουσιάζει προβλήματα συμπεριφοράς το τοπικό φαρμακείο, διεκπεραιώνοντας αγογγύστως παραγγελίες και άλλα μικροθελήματα, τον διακρίνει μια «φαινομενικά κηρώδη ακαμψία, που όμως δεν είναι μια νηφάλια αντίδραση στα ερεθίσματα. Είναι ένα είδος αργής κίνησης που του κληροδότησε η αρρώστια του, όταν πια τα φάρμακα έφεραν αποτέλεσμα και τον γιάτρεψαν από τους πονοκεφάλους και τις μυοκλονίες που κάποτε τον έκαναν να σπαράζει». Θα ανακαλύψει τις ηδονές και τα συμφραζόμενα του πορνικού έρωτα μόλις στα εξήντα του χρόνια. Απελεύθερος, ορφανός και ημι-φασματικός. Περνάει μέσα από γνωστούς και γείτονες σαν αεράκι σκιάς. Σχεδόν το μη ον υλοποιημένο. Η γοητεία της ζωής γεννιέται τη στιγμή που περνάει με ορμή στο σώμα της Άλλης. Μένοντας πιστός δια βίου στη μια και μόνη πόρνη, την άκρως ευάγωγη Λουκία, αποδεικνύεται πρότυπο συζύγου. Δεν πρόκειται για αντίφαση, αλλά για εμπέδωση απεριόριστου σεβασμού της ετερότητας. Από την άποψη αυτή, ο Αργύρης διορθώνει εκών άκων μια κοινωνία, η οποία τον εξόρισε πεισματικά κι ανέκκλητα στα απορρίμματά της. Η/το Αννιώ και ο Αργύρης είναι οι θεματοφύλακες των υπολειμμάτων του εαυτού. Η περιουσία τους είναι ο σκληρός πυρήνας της ύπαρξης. Η εξαιρετικά καλλιεργημένη γλώσσα του διακριτικού αφηγητή υποστηρίζει αποτελεσματικά, το τονίζω αυτό, όλες τις αποχρώσεις του διπλού πολυετούς δράματος. Η ποητική αγωγή των εκφάνσεων αναβαθμίζει εμφανώς την κειμενική τάξη: ο λόγος καθίσταται Λειτουργία.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι ποιητής.
Οι λησμονημένοι
Θανάσης Χατζόπουλος
Εκδ. Γαβριηλίδη 2014
Σελ. 312, τιμή εκδότη € 15,98