Για τη νουβέλα Καρυότυπος του Άκη Παπαντώνη (εκδόσεις Κίχλη)
Του Γιώργου Π. Περαντωνάκη
Το παράδοξο μ' αυτό το βιβλίο είναι ότι δεν κινείται τίποτα κι όμως ο αναγνώστης δεν κουράζεται από την τόση στασιμότητα. Η ιστορία κάνει βήματα σημειωτόν ή, καλύτερα, χαράζει μια σπειροειδή τροχιά που δεν μετακινεί την υπόθεση παρά μόνο μερικά μέτρα· κι όμως, όποιος μπει στην τροχιά της περιμένει να κλείσει ο κύκλος και να βρεθεί στην αρχή της νουβέλας, όταν ο μοναχικός λύκος βρίσκει ακαριαίο θάνατο στα χιονισμένα δρομάκια της Οξφόρδης.
Ο Ν. Οικονομόπουλος εργάζεται ως ερευνητής βιολόγος στην Οξφόρδη, όπου μελετά τη συμπεριφορά ποντικιών και τις σχέσεις που αναπτύσσουν (ή που δεν αναπτύσσουν) μεταξύ τους. Η ζωή του είναι μια άχρωμη, καθημερινή επανάληψη με μικρές παρενθέσεις νέων δεδομένων, μια μονήρης παρακολούθηση των πειραματόζωών του, μια λιμνασμένη μοναχικότητα. Απομακρυσμένος από τους ανθρώπους, κλεισμένος στη ρουτίνα του, καταγράφει σκέψεις στο μαγνητόφωνό του και στο facebook ή στέλνει μικρές αναφορές στον επόπτη του. Το εκκρεμές κινείται, μονότονα και άκρως αναμενόμενα, ανάμεσα στη βαλτωμένη ζωή του και στην ερευνητική του προσήλωση.
Απομακρυσμένος από τους ανθρώπους, κλεισμένος στη ρουτίνα του, καταγράφει σκέψεις στο μαγνητόφωνό του και στο facebook ή στέλνει μικρές αναφορές στον επόπτη του.
Αυτό το δίπολο θέτει και το υπαρξιακό δίλημμα για το αν ο άνθρωπος γεννιέται ή γίνεται. Εν προκειμένω, οι τάσεις απομόνωσης και περιορισμένης κοινωνικότητας, η μοναχικότητα και η έλλειψη στοργής οφείλονται σε γονιδιακούς παράγοντες ή στον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσε; Είναι η μάχη μεταξύ βιολόγων και ψυχολόγων, που σε διαφορετικά επίπεδα δίνουν μεγαλύτερη βάση είτε στην κληρονομικότητα και στα γενετικά χαρακτηριστικά ή στο περιβάλλον το οποίο καθόρισε -ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωής του- τον άνθρωπο. Έτσι, στην πρώτη περίπτωση το άτομο γεννιέται με την προδιάθεση να είσαι εσωστρεφές ή εξωστρεφές, κοινωνικό ή αντικοινωνικό, εκδηλωτικό ή κλεισμένο στον εαυτό του. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση η οικογενειακή στοργή ή η απουσία της παίζουν πιο καθοριστικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση του παιδιού και στη μετέπειτα επαφή του με τους άλλους ανθρώπους.
Τα ορφανά του Τσαουσέσκου
Η καθημερινότητα του Ν. παρουσιάζει συμπτώματα μονήρους συμπεριφοράς, που πολλές φορές φαίνεται ανεξήγητη, διακρίνεται από μια τετριμμένη ατονία, χαρακτηρίζεται από μια αυτιστική αντικοινωνικότητα. Ξεκόβει γρήγορα από την Ελλάδα, καταφεύγει στην Αγγλία, όπου δεν συνάπτει παρά τυπικές και συναδελφικές σχέσεις, δεν βγαίνει με φίλους, δεν επικοινωνεί ουσιαστικά με τον περίγυρό του, ασχολείται με τη ρουτίνα του χωρίς να νιώθει την ανάγκη να εμπλακεί σε συναισθηματικά δεσίματα. Οι αναμνήσεις από το σπίτι του και οι σχέσεις του με την οικογένειά του, χωρίς να δείχνουν κάτι τραυματικό, φαίνονται άνευρες και ρηχές. Τα πειράματα που κάνει κείνται αντιστικτικά και σχολιάζουν έμμεσα τη δική του ζωή· τα ποντίκια του αναπτύσσουν διάφορες συμπεριφορές βάσει του τρόπου με τον οποίο λ.χ. αποχωρίστηκαν από τους γονείς τους. Τα συμπεράσματά του ωστόσο μιλάνε πιο πολύ για γονιδιακές προδιαθέσεις κι έτσι καταρχάς επιβεβαιώνεται ο καταλυτικός ρόλος της κληρονομικότητας.
Ο συγγραφέας πετάει τον αναγνώστη στη στάσιμη λιμνοθάλασσα του ήρωά του και τον αφήνει να περιπλανηθεί αρκετά. Κι εκεί μέσα τον ζυμώνει με την ιδέα ότι η βιολογία μπορεί πλέον να βρει τους γενετικούς παράγοντες που καθορίζουν ακόμα και ζητήματα κοινωνικότητας ή μοναχικότητας. Όμως, παρότι βιολόγος, ο συγγραφέας δείχνει πλαγίως τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που πιθανότατα έπαιξαν πιο καθοριστικό ρόλο. Έτσι, σηκώνει απρόσμενα έναν αντίθετο άνεμο, αφού στο τέλος αναφέρεται σε συνθήκες ορφάνιας, ταράζει τα νερά και απομακρύνει τη βάρκα από τους βιογενετικούς παράγοντες, που στην αρχή δέσποζαν.
Οι νύξεις του αφηγητή στη Ρουμανία και οι αναφορές στον Τσαουσέσκου παραπέμπουν στα παιδιά που μεγάλωσαν σε ορφανοτροφεία της χώρας, αμέτοχα της γονεϊκής αγάπης που έπρεπε να δεχτούν.
Οι νύξεις στη Ρουμανία και οι αναφορές στον Τσαουσέσκου παραπέμπουν στα παιδιά που μεγάλωσαν σε ορφανοτροφεία της χώρας, αμέτοχα της γονεϊκής αγάπης που έπρεπε να δεχτούν. Ο πρωταγωνιστής, παρόλο που δεν δίνει έτοιμες απαντήσεις, γέρνει -με το βάρος του «ρουμάνικου» παρελθόντος του- την πλάστιγγα προς το μέρος των κοινωνικών παραγόντων που επέδρασαν στην αντικοινωνικότητά του. Το πρώιμο περιβάλλον διαδραματίζει καθοριστικότερο ρόλο και μπορεί να εγκλωβίσει το άτομο σε μια εσωστρεφή συμπεριφορά, εξωτερικά καθόλα φυσιολογική, αλλά κατά βάθος τραυματική, πυορροούσα, καρκινική, που τον τρώει μέχρι θανάτου.
Ο Α. Παπαντώνης κατεβαίνει στη λογοτεχνική σκακιέρα με λιτά όπλα και με χασματική αφήγηση. Έτσι, καταφέρνει να αφήσει πολλά στην καλοπροαίρετη συμμετοχή του αναγνώστη, συνάμα όμως τον κατευθύνει με την κίνηση του εκκρεμούς πότε στη φύση και πότε στην κοινωνία, πότε στην ψυχολογία του Ν. και πότε στην εξωτερική συμπεριφορά του. Το παιχνίδι παίζεται με τον πιο αποτελεσματικό ρυθμό, αφού άλλοτε καταλαβαίνουμε νοητικά τον ήρωα κι άλλοτε συναισθανόμαστε τον έρημο ψυχισμό του. Η επιτυχία της ταλάντωσης είναι και η επιτυχία της νουβέλας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.