Για τη συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου Το καλό θα ’ρθει από τη θάλασσα (εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Όταν η συζήτηση πηγαίνει στη λογοτεχνία της κρίσης, η προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του 45χρονου πια πεζογράφου Χρήστου Οικονόμου Κάτι θα γίνει θα δεις (Πόλις 2010) βρίσκεται πάντα μεταξύ εκείνων των έργων που θεωρούνται αναμφισβήτητα ότι προέρχονται από το κλίμα της ύφεσης ή συντάσσονται μ’ αυτήν. Και τώρα, που η κρίση σοβεί εδώ και πέντε-έξι χρόνια, ο ίδιος λογοτέχνης έχει βρει περισσότερα ερεθίσματα ώστε να διερευνήσει βαθύτερα, πληρέστερα και με νέα πρίσματα την ελληνική ψυχολογία.
Η νέα του συλλογή περιέχει τέσσερα εκτενή διηγήματα, που στηρίζονται σε εννοιολογικές συλλήψεις της κρίσης, τις οποίες βέβαια ο διηγηματογράφος εκφράζει με συγκεκριμένες πλοκές και χαρακτήρες. Βλέπουμε πλέον ότι ορισμένα χαρακτηριστικά του, όπως η ευελιξία στην πλοκή, η ορμητική ή συγκρατημένη –ανάλογα με τις συνθήκες– γλώσσα, οι καθημερινοί τύποι που παίρνουν προεκτάσεις αντιπροσωπευτικότητας, η ατμόσφαιρα που, ενώ αντανακλά καθημερινές καταστάσεις, συνάμα έχει τη δική της αυτοτέλεια κ.λπ., είναι οι σταθερές συνιστώσες της γραφής του.
Η Μεγάλη Βδομάδα των Ελλήνων
Η συλλογή ξεκινά χριστολογικά με το διήγημα «Θα σας καταπιώ τα όνειρα»: ο Τάσος (που παραπέμπει στη Ανάσταση), ένας απλός μανάβης, ξεσηκώνεται απέναντι στα συμφέροντα που υπηρετούν οι «αρουραίοι» του αιγαιοπελαγίτικου νησιού (αδιάφορο αν είναι η Φολέγανδρος ή άλλο) και τελικά εξαφανίζεται στα βάραθρα ενός ορεινού σπηλαίου. Το περιστατικό είναι χαρακτηριστικό δείγμα της σύγκρουσης των ντόπιων και των «ξενομπατών», των Αθηναίων δηλαδή οι οποίοι έφτασαν στο νησί σπρωγμένοι από την οικονομική κρίση που πλήττει την πρωτεύουσα και άλλες πόλεις της Ελλάδας. Το φαινόμενο υπαινίσσεται τον «κοινωνικό αυτοματισμό», καθώς οι μεν στρέφονται κατά των δε, οι ντόπιοι ενάντια στους επήλυδες, τους οποίους βλέπουν με καχυποψία και έχθρα.
Το χριστολογικό πλαίσιο, που ενισχύεται με καζαντζακικές επιρροές αφήνει ανοικτό το τέλος, δεν δίνει δηλαδή έτοιμες απαντήσεις, καθώς επιτρέπει σε φιλοσοφικούς συλλογισμούς και διερευνητικές αναγνώσεις να εξαγάγουν μικρά και μεγάλα συμπεράσματα για την ουσία της ζωής, της αντίστασης, της θυσίας.
Ο Τάσος, χωρίς να προβάλλεται ως μεσσίας, είναι ο ειρηνικός επαναστάτης, που διαδηλώνει επώδυνες αλλαγές και ταυτόχρονα ανέχεται τις προσβολές, ταπεινώνεται και τελικά θυσιάζεται. Αυτό το χριστολογικό πλαίσιο, που ενισχύεται με καζαντζακικές επιρροές (λ.χ. η ελπίδα έρχεται, όταν δεν υπάρχει ελπίδα, απ’ όπου και ο τίτλος της συλλογής), αφήνει ανοικτό το τέλος, δεν δίνει δηλαδή έτοιμες απαντήσεις, καθώς επιτρέπει σε φιλοσοφικούς συλλογισμούς και διερευνητικές αναγνώσεις να εξαγάγουν μικρά και μεγάλα συμπεράσματα για την ουσία της ζωής, της αντίστασης, της θυσίας.
Αν το πρώτο κείμενο διαδραματίζεται τη μέρα του Πάσχα, το δεύτερο –με τίτλο «Σκότωσε τον Γερμανό»– λαμβάνει χώρα τη Μεγάλη Παρασκευή. Ο Χρόνης, καρφωμένος στο αναπηρικό αμαξίδιό του, βρίσκεται σε δίλημμα για το τι πρέπει να κάνει με τον γέρο απέναντι που συχνά πυκνά κλείνει στην κάμαρά του μια κοπέλα, με τη συναίνεση της μάνας της και την ανοχή όλων των περιοίκων. Κι ο Χρόνης, ενάντιος από ιδεολογία στην εξουσία και στη σύμφυτη μ’ αυτή βία, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην κοινώς αποδεκτή σιωπή των πάντων, που εθελοτυφλούν, και στην ανάγκη να δράσει, είτε ενεργώντας ο ίδιος είτε καταγγέλλοντας τον πορνόγερο στις αρχές. Το δεύτερο αποτελεί ξεπούλημα των αντιεξουσιαστικών του ιδεών, ενώ το πρώτο είναι ένα ανάλογο είδος βίας με αυτό που αποστρέφεται.
Ο Χρήστος Οικονόμου
|
Στην ουσία, ο εσωτερικός μονόλογος του πρωταγωνιστή πραγματεύεται το θέμα του καλού, του κακού, της κοινωνικής ανοχής (=συνενοχής), της αδιαφορίας που κλείνει στόματα αλλά και της παρέμβασης που μπορεί να θεωρηθεί αδιάκριτη επιβολή μιας ετερογενούς στάσης. Κι όμως ο «σακάτης» θα τολμήσει το μεγάλο βήμα και θα παρωθηθεί περισσότερο από την ηθική του συνείδηση παρά από την έννοια της εξουσίας και τις παγίδες της, αφού αποφασίζει να κινηθεί ο ίδιος δυναμικά, έστω και σέρνοντας το σαρκίο του μέχρι το δωμάτιο του γέρου. Το καλό δεν χρειάζεται υπερήρωες…
Στο ομώνυμο με τη συλλογή διήγημα, ο Λάζαρος (προτύπωμα της Ανάστασης κι αυτός) είναι ένας πικραμένος και απογοητευμένος πατέρας που ψάχνει απεγνωσμένα τον γιο του Πέτρο. Ο τελευταίος υπέστη μια θανάσιμη προσβολή από έναν ντόπιο μεγαλοαρουραίο και χάθηκε (από την ντροπή του;), με φήμες να λένε ότι εκούσια εισχώρησε στην αχανή Δρακοσπηλιά. Πάλι το μοτίβο της σπηλιάς που εξαφανίζει τους «ξενομπάτες»! Ο ίδιος ο Λάζαρος βέβαια εναποθέτει τις σαλεμένες του ελπίδες στη θάλασσα και προσμένει ότι ίσως από εκεί έλθει κάποια στιγμή πίσω ο γιος του. Η απελπισία αναζητεί μια έξωθεν λύση, μια απίθανη διέξοδο, μια από μηχανής θεϊκή παρέμβαση, όσο κι κάτι τέτοιο φαντάζει φρούδο.
Στο τελευταίο διήγημα με τίτλο «Χαρταετοί τον Ιούλιο» ένα ζευγάρι νοικιάζει μια ταβέρνα και κάνει όνειρα για να ριζώσει στο νησί και να ζήσει άνετα. Εξ αρχής όμως γνωρίζουμε ότι αυτοί οι «ξενομπάτες» δεν μπορούν να προκόψουν, αφού (άγνωστοι) βάνδαλοι θα ρημάξουν την ταβέρνα, αφήνοντας αποκαΐδια στο πέρασμά τους. Ο Σταύρος και η Άρτεμη μένουν μετέωροι μπροστά στην καμένη περιουσία τους και εντελώς αυθόρμητα σηκώνουν χαρταετό, βάζοντας μάλιστα πάνω στην πετονιά φαναράκια κι ένα σωσίβιο. Πρέπει, σκέφτονται, να ξαναφτιάξουν καινούργια έθιμα, για να αλλάξουν το σάπιο κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον!
Η φουσκοθαλασσιά των συναισθημάτων
Θα μπορούσα να γράψω μια κριτική για κάθε διήγημα της συλλογής· σε καθένα από αυτά, το βάθος της ιστορίας και οι συμβολισμοί, η αφηγηματική ευελιξία, οι διακειμενικές προεκτάσεις, το συναίσθημα που ισορροπεί με την τεχνική κ.ά. κάνουν τον αναγνώστη να στέκεται σε κάθε στροφή του λόγου για να ελέγξει αναδρομικά τη διαδρομή. Θα ήθελα να ξαναδιαβάσω ειδικά τα δύο πρώτα κείμενα, για να αναζητήσω τα κρυμμένα μονοπάτια, τις πλάγιες ερμηνείες, τις προβολές που δεν φαίνονται με την πρώτη ανάγνωση. Ο Χρ. Οικονόμου παίρνει το αδιέξοδο της κρίσης, την απόγνωση των Ελλήνων, τις ματαιότητες και τα βάραθρά τους και τα μετουσιώνει σε βιβλικές αλληγορίες, ιστορίες που μπορεί να φαίνονται παραγεμισμένες με προσωπικούς στοχασμούς των ηρώων, αλλά συνάμα είναι γεμάτες με τη φόρτιση των ημερών και το βάρος της διαχρονικότητας.
Οι ήρωες του Χρ. Οικονόμου, ιδιαίτεροι μέσα στον ιδεαλισμό τους, υφίστανται τη μοίρα, όχι με υποταγμένη διάθεση αλλά με μια χριστιανική εσωτερική ανωτερότητα.
Η ίδια η ιστορία σε κάθε διήγημα είναι πυρηνική. Δεν ενθουσιάζει με τη δύναμη της πολυπλοκότητάς της, αν και αφηγηματικά δεν υστερεί σε τίποτα με τις απαραίτητες καμπές και τις εναλλαγές χρονικών επιπέδων. Το βασικό ωστόσο πλεονέκτημά τους είναι ότι απελευθερώνουν στην ατμόσφαιρα το δραματικό στοιχείο, τόσο στερεό, τόσο συμπαγές, που κρατά σε ένταση τον αναγνώστη, όταν αυτός καταλάβει την τραγικότητα των στιγμών και των χαρακτήρων. Το αλλόκοτο της κατάστασης, το αδιέξοδο, η μετέωρη αμηχανία των ηρώων, η πίκρα της καταστροφής και η ελπίδα μιας αβέβαιης (θαλασσινής/θεϊκής) λύσης, η αντίσταση και το ψυχικό κόστος της αποτελούν τη συμπύκνωση της ταραγμένης ψυχολογίας των σημερινών Ελλήνων.
Οι ήρωες του Χρ. Οικονόμου, ιδιαίτεροι μέσα στον ιδεαλισμό τους, υφίστανται τη μοίρα, όχι με υποταγμένη διάθεση αλλά με μια χριστιανική εσωτερική ανωτερότητα, μια μάχιμη ταπεινοσύνη, μια στωική ανθεκτικότητα, που ίσως είναι η πεμπτουσία των αντοχών μας απέναντι σε ό,τι εξουθενώνει το είναι μας. Ανάλογους ήρωες είχαμε συναντήσει και στην προηγούμενη συλλογή του πεζογράφου, αλλά εδώ λόγω της έκτασης κάθε διηγήματος μπορούμε να δούμε πιο ολοκληρωμένη την τραγική τους πάλη και το φορτίο δυνάμεων και εντάσεων που τους κανοναρχεί. Κι αυτό συμβαίνει γιατί, ενώ ζουν μέσα σε έναν νέο Εμφύλιο, ανάμεσα σε μυλόπετρες που δεν τις αντέχουν, διατηρούν μια αξιοπρέπεια βγαλμένη από το αξιακό DNA της ψυχής τους.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα
Χρήστος Οικονόμου
Πόλις 2014
Σελ. 224, τιμή € 12,50