Για τη συλλογή διηγημάτων του Θοδωρή Νταλούση Ο Μασκοφόρος (εκδ. Φαρφουλάς) αλλά και για το είδος της pulp λογοτεχνίας στη χώρα μας.
Της Ελένης Τσαντίλη
Το pulp ως λογοτεχνικό είδος δεν μπόρεσε να διακριθεί στην ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Ούτε κατά την ευημερούσα δεκαετία του '90 που οι συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης ήταν ευνοϊκότερες. Με λίγα λόγια δεν μπόρεσε να συσπειρώσει ένα εναλλακτικό, κατά συνθήκη underground κοινό, και μόλις κάποιες μεμονωμένες μα διάσπαρτες περιπτώσεις θυμίζουν την παρουσία του.
Η pulp λογοτεχνία στην ελληνική παραγωγή
Αν προσπαθήσω να το ορίσω με παραδείγματα, το βρίσκουμε στην πεζογραφία του Λένου Χρηστίδη (κυρίως στον Τυχερό αριθμό του δόκτορος Μπου και άλλα καλοκαιρινά παραμύθια και στα Χαστουκόψαρα, Καστανιώτης, 1998 και 1997 αντίστοιχα) και στο Πες στη Μορφίνη, ακόμα την ψάχνω (Αλεξάνδρεια, 1996) της Νικόλ Ρούσσου, τυπικά δείγματα νεανικής λογοτεχνίας. Αναφέρω τις δημοφιλέστερες περιπτώσεις (με βάση την αναγνωστική υποδοχή τους) οι οποίες μάλλον επιβεβαιώνουν την αποσπασματικότητα του φαινομένου. Άλλες περιπτώσεις βιβλίων παρέμειναν εξαιρετικά περιθωριακές, και συχνά σε βάρος της ποιότητας, ίσως το πιο τρωτό σημείο αυτής της λογοτεχνίας.
Τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα του Λένου Χρηστίδη, εκδίδονται από έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο (Καστανιώτης), χωρίς αυτός να τα εντάσσει σε κάποια θεματική σειρά, αλλά μαζί με το υπόλοιπο εκδοτικό του πρόγραμμα ως σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, ενώ αντίστοιχη είναι και η κατάταξη και δεξίωση του πρώτου μυθιστορήματος της Νικόλ Ρούσσου. Τα δύο παραδείγματα είναι πιστεύω ενδεικτικά: το εν δυνάμει αναγνωστικό κοινό δυσκολεύτηκε να καταρτίσει την «pulp βιβλιοθήκη» του καθώς αυτού του είδους η λογοτεχνία συμπεριλήφθηκε κάτω από την ευρύτερη κατηγορία της «σύγχρονη ελληνικής πεζογραφίας».
H γλώσσα είναι κοφτή με σύντομες και ουσιαστικές περιγραφές που αδιάλειπτα προωθούν τη δράση χωρίς πολλούς λυρισμούς ή και καθόλου
Ως pulp ορίζεται η λογοτεχνία που έχει στοιχεία της νεανικής κουλτούρας (όπως π.χ. η αυθάδεια, το χιούμορ και το splutter) και της γρήγορης και μαζικής κατανάλωσης, σε υπερθετικό βαθμό. Η δράση τοποθετείται στην καρδιά της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας (αστικής-επαρχιακής-εξωτικής). Οι δε ήρωες, κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, βρίσκονται συγχυσμένοι, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσουν ή στην καλύτερη αδιαφορώντας για τα αίτια και τα αιτιατά που καθορίζουν την καθημερινότητά τους και κατ’ επέκταση την ύπαρξή τους. Είναι παιδιά της παγκοσμιοποίησης. Τους βλέπουμε να καταναλώνουν αδιάκριτα: μιντιακή τέχνη, ταξίδια, drugs. Είναι μηδενιστές, ζουν για το εφήμερο, βιώνουν στη βία. Ειδικά για το τελευταίο, ωθούν αλλά και ωθούνται σε αυτή. Αντίστοιχα, η γλώσσα είναι κοφτή, με σύντομες περιγραφές που αδιάλειπτα προωθούν τη δράση χωρίς πολλούς λυρισμούς ή και καθόλου. Είναι επίσης ωμή, προφορική και ενσωματώνει ιδιώματα από την αργκό ή τη γλώσσα των ΜΜΕ. Η αφήγηση είναι επεισοδιακή και πάντοτε γύρω από ακραίες καταστάσεις. Προπάτορες του είδους μπορούν να θεωρηθούν ο Χένρι Μίλερ, οι Κέρουακ και Μπάροουζ και ο Μπουκόφσκι. Το pulp μπορεί να θεωρηθεί ως μια μεταμοντέρνα έκφραση του underground.
Πρωτοεμφανιζόμενος με αφήγηση γκραν γκινιόλ
Στο προκείμενο τώρα, ο Μασκοφόρος του Θοδωρή Νταλούση (πρώτο του βιβλίο) είναι ακριβώς η περίπτωση που θα εντάσσαμε στο pulp με βάση τα παραπάνω. Εξάλλου τα είδη δεν είναι καλούπια αλλά δείκτες μιας τάσης. Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φαρφουλάς, δηλαδή από έναν οίκο που υποστηρίζει το underground και τη λοξή γραφή στην παλαιότερη ή και σύγχρονη λογοτεχνία. Επομένως, η παραγωγή ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο. Θεματικά, τα 13 διηγήματα της συλλογής αφορούν ήρωες και ηρωίδες που βιώνουν ακραίες, περιθωριακές καταστάσεις στο σπίτι, το σχολείο, τον χώρο εργασίας κ.λπ. Οι διαπροσωπικές σχέσεις εξαρτώνται από ιδιοτελή κίνητρα και βασίζονται στην ανάγκη. Τα ζωώδη ένστικτα (επιβίωσης-ηδονής) είναι ο κινητήριος μοχλός κάθε ιστορίας. Το ύφος είναι σαρκαστικό, χιουμοριστικό, κριτικό.
Η επιμονή τους να πετύχουν και η παταγώδης αποτυχία τους είναι συγκινητική
Από την πρώτη κιόλας περίοδο κάθε ιστορίας παρακολουθούμε πώς αναπτύσσεται η γκάφα: «Μου αρέσει η Μαρία, μου αρέσει πολύ. Έχει όμορφα σκιστά μάτια και γλυκό πρόσωπο. Είναι το ομορφότερο κορίτσι του νηπιαγωγείου. Άμα μεγαλώσω θα την παντρευτώ. Θα την παντρευτώ μαζί με τη μαμά μου.» («Ο Μασκοφόρος», σ. 7) ή «Ο Τάσος συγκέντρωσε τις παραγγελίες της ημέρας. Τρία γραμμάρια πρέζα, επτά τριπάκια, μια καρτέλα lexotanil, πενήντα γραμμάρια χόρτο και οκτώ ecstasy, όλα μοιρασμένα στις τσέπες του μπουφάν.» («Το δολερό σκυλί», σ. 47). Το χιούμορ μετριάζει τον κυνισμό των ιστοριών. Αλλά κυρίως το τσαλάκωμα των ηρώων είναι αυτό που τους κάνει συμπαθείς ακόμη κι όταν κινούνται με τα πιο ευτελή και ύπουλα μέσα για να πετύχουν τον σκοπό τους, όπως π.χ. στις «Μεθυσμένες Αγγλίδες». Είναι χιούμορ καταστάσεων κι όχι γλωσσικών παραφράσεων.
Οι ιστορίες είναι αληθοφανείς και δοσμένες με ντοκιμαντερίστικη ευθύτητα. Περιγράφουν ανθρώπους που ζουν. Η επιμονή τους να πετύχουν και η παταγώδης αποτυχία τους είναι συγκινητική. Η αφήγηση είναι κοφτή και γρήγορη. Δεν λείπει η φλυαρία σε κάποια σημεία, που ξεπερνιέται από το μικρό μέγεθος των διηγημάτων, καθώς το απαιτεί η πλοκή για να προχωρήσει σύντομα η δράση. Πράγματι, η μικρή φόρμα του διηγήματος είναι η καταλληλότερη για να ανανεώσει το εν λόγω είδος. Επιτρέπει την εστίαση σε ένα επεισόδιο τη φορά και στην ακριβόλογη παρουσίασή του μέσα από μια αλληλουχία αντιφάσεων και παραδοξοτήτων. Η δύναμη του αφηγήματος έγκειται στη γλωσσική δεξιοτεχνία και την πρωτοτυπία του θέματος. Στη δική μας περίπτωση, η γλώσσα είναι λεπτομερειακή. Οι χαρακτήρες αναλύουν, ρητορεύουν, είναι ετοιμόλογοι ή ξαφνιάζονται μέσα από μια πολύ ζωντανή παρουσίαση με κινηματογραφικό ρυθμό. Σχετικά με το δεύτερο, την πρωτοτυπία του θέματος, αυτή σχετίζεται με την αυθεντικότητα του βιώματος και στο κατά πόσο περνάει αληθοφανώς στο χαρτί.
Κάθε ιστορία είναι διακριτή. Συνήθως ξεκινούν χιουμοριστικά και στην πορεία σοβαρεύουν. Άλλωστε το επιβάλλουν τα θέματα. Εργασιακή επισφάλεια στον «Αστακό», καπιταλιστική οικονομική δομή στο «Σηπεδών», εξάρτηση στο «Μέχρι το εφήμερο». Η ματιά του Νταλούση είναι κυνική και ρεαλιστική, όπως στον «Ζαχίντ», όπου μέσα σε λίγες μόνο σειρές, αφηγείται την πορεία ενός μετανάστη προς την Ευρώπη. Υποδειγματικό, οικονομημένο πεζό. Όμως αυτό που διακρίνει τον Μασκοφόρο είναι η κοινοτοπία που διαρκώς υπονομεύεται. Η αυτοσυνειδησία για την ματαιότητα των πραγμάτων αποδομεί το ίδιο το σασπένς. Όπως προαναφέραμε, από την αρχή κιόλας προετοιμαζόμαστε για μια αφήγηση γκραν γκινιόλ. Δεν έχει σημασία το τι θα γίνει παρακάτω –είναι άλλωστε προδικασμένο– αλλά το πώς.
Η ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΝΤΙΛΗ έχει κάνει σπουδές γενικής και συγκριτικής γραμματολογίας.
Ο Μασκοφόρος
Θοδωρής Νταλούσης
Φαρφουλάς 2014
Σελ. 96, τιμή € 9,59