Για το μυθιστόρημα της Χριστίνας Καράμπελα Καιροί Τέσσερεις (Πόλις).
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Η συμμετοχή κειμένων της Χριστίνας Καράμπελα σε συλλογικές εκδόσεις (2009-2012) έχει δώσει στοιχεία μιας ενδιαφέρουσας λογοτεχνικής γραφής. Τώρα, το βιβλίο Καιροί τέσσερεις έρχεται να προσθέσει τεκμήρια μιας πρωτότυπης δημιουργικής παραγωγής σύμφωνα με την ευρηματικότητα και τη συνδυαστική ικανότητα της συγγραφέως. Εδώ αποτυπώνεται με παραστατικό τρόπο η διαδοχή των γενεών ως διαδοχή γεγονότων ζωής και θανάτου. Τη διαδοχή αυτή που κωδικοποιείται με την αέναη εναλλαγή των τεσσάρων εποχών του έτους, διεκπεραιώνουν οι τέσσερις μοναχοκόρες Ερατώ, Βαρβάρα, Δήμητρα/Ρούλα, Πέρσα ως συνέχεια της Ευφροσύνης, και με την παράλληλη απουσία αρρένων τέκνων.
Η αφήγηση εστιάζεται αφενός στην τελευταία περίοδο της ζωής και στον θάνατο της Δήμητρας, και αφετέρου στις διαδρομές της θυγατέρας Πέρσας που παραβιάζουν τα όρια ανάμεσα σε παρουσίες και σε απουσίες μέσα στο κληρονομικό, οικογενειακό περιβάλλον. Αυτή τη σχέση μητέρας και θυγατέρας, ως των δύο κεντρικών χαρακτήρων του βιβλίου, ενισχύουν, προσδιορίζουν, υπονομεύουν, διακόπτουν, αποκαθιστούν η οικονόμος Ευρυδίκη, η μεσίτρια Φώφη και ο συμβολαιογράφος Χαριτόπουλος, συντάκτης της διαθήκης της Δήμητρας, οι οποίοι λειτουργούν ως περιφερειακοί και παραπληρωματικοί χαρακτήρες.
Με αυτά τα βασικά δεδομένα η Χριστίνα Καράμπελα έχει οργανώσει έναν σύνθετο κειμενικό κόσμο, ο οποίος προβάλλει έναν εξίσου σύνθετο υποκειμενικό χαρακτήρα, και τον οποίον η κοινή λογική της αντικειμενικής πραγματικότητας παρακολουθεί από απόσταση χωρίς να κατορθώνει να εμπλακεί στη διαμόρφωση των καταστάσεων.
Το παρελθόν στη διάσταση ενός διευρυμένου χρόνου αντιπροσωπεύει έναν ισχυρό παράγοντα σταθερά παρόντα στην εξέλιξη της αφήγησης
Αντιθέτως, το παρελθόν στη διάσταση ενός διευρυμένου χρόνου αντιπροσωπεύει έναν ισχυρό παράγοντα σταθερά παρόντα στην εξέλιξη της αφήγησης, που δηλώνεται ως παρέμβαση των νεκρών στον κόσμο των ζωντανών. Οι προγενέστερες θυγατέρες, μία-μία ξεχωριστά ή όλες μαζί, επεμβαίνουν στη ζωή της Δήμητρας και κυρίως της Πέρσας προκειμένου να επιβάλουν την άποψη ή τη βούλησή τους, στο πλαίσιο ενός διαλόγου που τελικά αποδεικνύεται μονομερής, αφού οι ζωντανοί προσλαμβάνουν τον λόγο των νεκρών αλλά δεν μπορούν να απαντήσουν.
Με συνέπεια στη συμπεριφορά αυτή, το παρελθόν επιχειρεί να εξασφαλίσει και τη συνέχεια της διαδοχής των γενεών μετά την τελευταία θυγατέρα Πέρσα. Η αφήγηση αφήνει το ζήτημα σε εκκρεμότητα, καθώς αναζητεί την Πέρσα που εξαφανίζεται προς το τέλος του βιβλίου. Από αυτή την εκκρεμότητα επωφελείται η μεσίτρια Φώφη προκειμένου να εγκαταστήσει τη δική της μοναχοκόρη Πασχαλιά στο οικογενειακό περιβάλλον της Πέρσας. Φαίνεται έτσι να δημιουργείται μια νέα τάξη πραγμάτων με την ανοχή του παλαιού καθεστώτος που ευθύνεται για όσες ρωγμές προκαλούνται. Η γιαγιά Ερατώ ως φωνή του παρελθόντος ασκεί κριτική στους ψευδείς κληρονόμους και αντιμετωπίζει σοβαρά την ενδεχόμενη αποσύνδεση της επικοινωνίας των νεκρών με τους ζωντανούς οικείους.
Το τέλος της αφήγησης εντοπίζει τον συμβολαιογράφο Χαριτόπουλο να περιμένει την επιστροφή της Πέρσας κάποιο φθινόπωρο για να περάσουν μαζί τον χειμώνα του βίου.
Στο βιβλίο κυριαρχεί μια πολύπλευρη και πολυεπίπεδη ανάπτυξη ποικίλων διαπροσωπικών σχέσεων μέσα σε μια εκτενή τοιχογραφία εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, κοινωνικών, πολιτισμικών, αστικών και φυσικών τοπίων, ως αποτύπωση της υποχώρησης της αντικειμενικής πραγματικότητας κάτω από την ισχύ του υποκειμενικού κόσμου με τη συνδρομή του ονείρου και της φαντασίας.
Η Χριστίνα Καράμπελα
|
Στοιχεία που προέρχονται από την αντικειμενική πραγματικότητα, μεταλλάσσονται σε δομικά υλικά του κειμενικού κόσμου, όπως είναι: γλυκά του κουταλιού που αντιπροσωπεύουν τεκμήριο και παρουσία της οικογενειακής παράδοσης, ροδιές με σημειώματα που οι νεκροί κρέμασαν στα κλωνάρια τους, αμυγδαλιές και τριανταφυλλιές, άνεμοι αιφνίδιοι και ανολοκλήρωτοι που στροβιλίζουν φύλλα και ανθρώπους, τζιτζίκια, γεράκια, βατράχια, νυφίτσες, φίδια, νυχτερίδες, μελίσσια, μια πορτοκαλί γάτα, ζωόμορφα πόδια (λιονταριού, καμηλοπάρδαλης, λαγού, ζέμπρας, πάπιας) σε πολυθρόνες και τραπέζια που ζωντανεύουν και αντιδρούν στις προκλήσεις των ανθρώπων, τοπόσημα του αντικειμενικού κόσμου (Ζόναρ’ς, Starbucks, αεροδρόμιο Σαρλ ντε Γκωλ) σε συνδυασμό με φαράγγια και αρχαιολογικούς χώρους που λειτουργούν ως οδοδείκτες στην πορεία του εσωτερικού ανθρώπου, θαλάσσιες διαδρομές προς την Κρήτη και διαδρομές με τον σιδηρόδρομο προς την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη σε συνδυασμό με εσωτερικές διαδρομές αναμνήσεων και αναζητήσεων, επίσης πόνοι στην πλάτη εκεί όπου φυτρώνουν φτερά, όπως και «ραβασάκια» που βάζουν οι νεκροί στα χέρια των ζωντανών αλλά τα παίρνει ο αέρας αδιάβαστα.
Λόγος άμεσος, παραστατικός, συχνά αφοριστικός διεκπεραιώνει τα σημαινόμενα με την ευρύτατη χρήση της μεταφοράς, π.χ.: «…, τα τζιτζίκια, …, το φαράγγι, η ζέστη, …, οι αναμνήσεις από τις διηγήσεις της μάνας της, όλα χώθηκαν από το παράθυρο και στρογγυλοκάθισαν στα καθίσματα δίπλα της, απέναντί της, γύρω της», «Το καλοκαίρι μάλλον τελείωνε, ο καιρός αδημονούσε να μπει σε κίνηση, να στροβιλιστεί».
Λόγος άμεσος, παραστατικός, συχνά αφοριστικός διεκπεραιώνει τα σημαινόμενα με την ευρύτατη χρήση της μεταφοράς
Στο πλαίσιο αυτό εντοπίζεται ως ενδιαφέρον στοιχείο ύφους η σημειολογία χρωμάτων, λουλουδιών, καρπών, και κυρίως ονομάτων: η γιαγιά Ερατώ με τον λυρικό λόγο, η οικονόμος Ευρυδίκη με την εμμονή στην τήρηση των ισορροπιών, πρωτίστως η μητέρα Δήμητρα που ακόμα και νεκρή αναζητεί την εξαφανισμένη θυγατέρα Πέρσα για να της παραδώσει την κληρονομιά και τις εντολές από τη σειρά των προγενέστερων γυναικών, αφού «και από τον τάφο ορμηνεύουν οι μανάδες».
Τον κορμό του βιβλίου συνθέτουν τέσσερα κεφάλαια που αποτελούν την καλειδοσκοπική οργάνωση δεδομένων σύμφωνα με την οπτική των κεντρικών χαρακτήρων: της Δήμητρας που εισάγει στον κειμενικό κόσμο, και της Πέρσας που σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της σύνθεσης αυτού, ενώ παρεμβάλλεται ως παραπληρωματική η οπτική των περιφερειακών χαρακτήρων Χαριτόπουλου και Ευρυδίκης. Το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο συνδέονται με επιγραμματικές αναφορές στη διαδοχή εποχών και γενεών με αναζητούμενο διεκπεραιωτή την οριστική ή αόριστη μορφή μιας θυγατέρας που έρχεται και φεύγει.
Η δομή του βιβλίου ενισχύεται με επίμετρο που αποτυπώνει τον κειμενικό χρόνο μετά την εξαφάνιση της Πέρσας και όσα αυτή η εξαφάνιση προκάλεσε: την ισχύ της νέας τάξης πραγμάτων, στην οποία περνά ο ήχος του παρελθόντος, αλλά και την προσδοκία ότι το παρελθόν θα συνεχίσει να δρομολογεί τη διαδοχή των γενεών.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, είναι σαφές (και η συνέχεια βεβαίως θα δείξει) ότι η Χριστίνα Καράμπελα εγγράφει προσημείωση για μια δυναμική παρουσία μέσα στο ευρύ πεδίο της αφηγηματικής τέχνης.
Καιροί τέσσερεις
Χριστίνα Καράμπελα
Πόλις 2014
Σελ. 200, τιμή € 12,00