Για το μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου Η γυναίκα του Θεού (εκδ. Καστανιώτη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Πώς μπορεί κανείς να προσεγγίσει τον Θεό χωρίς να μιλήσει ανθρωπομορφικά και ταυτόχρονα να διερευνήσει την «απρόσιτη δόξα» Του; Το ερώτημα μπορεί σήμερα να τεθεί και με φιλοσοφικούς, υπαρξιακούς όρους, χωρίς να παύει να στηρίζεται στις βιβλικές αναφορές. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο πυρήνας της σκέψης ενός σύγχρονου λογοτέχνη που θεολογεί δύσκολα θα είναι «ορθόδοξος», αλλά πιθανότατα θα κινείται στα όρια της φιλοσοφίας και της αμηχανίας.
Κάπως έτσι κι η Αμάντα Μιχαλοπούλου βάζει την ηρωίδα της να πλησιάζει τον Θεό, καθώς Αυτός την επέλεξε να τον παντρευτεί. Ο γάμος τους βέβαια αποτελεί μια πνευματική συντροφικότητα, που μεταφέρει την αφηγήτρια στο άχρονο, ύπερθεν της γης και της πραγματικότητάς της, μέσα στο θεϊκό πνεύμα της απέραντης φύσης Του. Αυτή η στάσιμη ατελευτησία, αυτή η μετέωρη τελμάτωση ισοδυναμεί εντέλει με Κόλαση, αφού ακινητοποιεί τα πάντα και δημιουργεί μια άξενη για τον άνθρωπο μακαριότητα.
Έτσι ξεκινάει το μυθιστόρημα, καθώς η ηρωίδα, ορφανή από γονείς, βρίσκεται στην αγκαλιά του Θεού και αναζητεί τον άνθρωπο για να τη γλιτώσει από τη μοναξιά της. Η πίστη στον άνθρωπο είναι ένα θαύμα στο οποίο η ίδια επιχειρεί να πιστέψει, αφού η άυλη και άσαρκη σχέση της με τον Θεό είναι συχνά ατελέσφορη. Μόνη διέξοδος είναι η γραφή, καθώς αποτελεί τον τρόπο να σπάσει την ακινησία του χρόνου: το να γράφει σημαίνει ότι κινεί τον κόσμο. Αλλιώς μένει παγωμένη σε μια αιώνια λιμνάζουσα κατάσταση, έστω κι αν αυτή προέρχεται από την παραδείσια αίσθηση της πληρότητας. Κόλαση είναι η αδιέξοδος μέσα στη δοσμένη ευτυχία.
Απέραντος και μόνος
Είναι έξω από τον Χρόνο, έξω από τον Χώρο αλλά και έξω από τον ανθρώπινο προκαθορισμό
Τελικά τι μπορούμε να μάθουμε για την ουσία του Θεού από τη γυναίκα Του; Το βασικό του χαρακτηριστικό είναι ότι είναι Άχρονος, καθώς η αιωνιότητα είναι γι’ Αυτόν απόλυτη φυσικότητα, ενώ «απεχθάνεται την έννοια του Σκοπού», δηλαδή δεν συσχετίζει αιτιωδώς και επομένως με ανθρώπινο τρόπο τα συμβάντα μεταξύ τους. Είναι έξω από τον Χρόνο, έξω από τον Χώρο αλλά και έξω από τον ανθρώπινο προκαθορισμό. Ακριβώς επειδή είναι Απόλυτος, είναι μαζί και πολύπλευρος, δηλαδή αντιφατικός, συνάμα Χ και –Χ, δυνατός και ανυπεράσπιστος, γελαστός και μελαγχολικός… Είναι απέραντος και μαζί μόνος, είναι φυσικά ο Ένας αλλά ταυτόχρονα έχει την ανάγκη του ανθρώπου.
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου
|
Το κείμενο όμως μοιάζει να θέλει να εστιάσει αλλού, αφού συνεχίζεται με δαντικό τρόπο στο Καθαρτήριο, δηλαδή στη Γη, όπου οι δοκιμασίες παραλληλίζονται με την κάθαρση ψυχών και σωμάτων, προτού καταλήξουν στον Παράδεισο. Στη γήινη περιπλάνηση του ζεύγους η αφηγήτρια επιχειρεί να επαναφέρει τη λογοτεχνία στο προσκήνιο, η οποία είχε εξοριστεί από τη σκέψη του Θεού σε έναν πλατωνικής φύσης παραγκωνισμό. «Καθαρτήριο» σημαίνει ότι ο Θεός και η γυναίκα του γνωρίζουν τη ζωή μέσα από τη φαντασία των βιβλίων, πράγμα που είναι απείρως πιο δημιουργικό και πλούσιο σε εμπειρίες από την ίδια τη ζωή. Η απεραντοσύνη του θείου γεμίζει με τη δημιουργική δύναμη του ανθρώπινου μυαλού. Ο άνθρωπος, ως συγγραφέας, είναι ένας μικρός θεός, που γράφοντας διδάσκει ακόμα και τον ίδιο τον Δημιουργό.
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου θέλησε να ισορροπήσει ανάμεσα στην άχρονη φύση του Θεού και στη δημιουργική δύναμη του ανθρώπου
Δεν ξέρω αν αυτή η μετατόπιση του βάρους πείθει ή τονίζει το χάσμα μεταξύ του πρώτου μέρους και των επόμενων δύο. Το δεύτερο μέρος έχει ήδη χάσει την αλληγορική του μαγεία και έχει ξεπέσει στην αφήγηση της καθημερινής ζωής ενός ζευγαριού. Έτσι όμως η συγγραφέας αφαιρεί την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου που αναζητεί τον Θεό και τον εαυτό του και μειώνει τη δυναμική της εξωλογικής πραγματικότητας, με αποτέλεσμα να εξασθενεί και η αναγνωστική εγρήγορση. Και στο τρίτο μέρος η δράση ακινητοποιείται σχεδόν εντελώς και θεριεύει η στατικότητα του επιστολικού λόγου, ο οποίος περιφέρεται σε σκέψεις και εξομολογήσεις, σε προσπάθειες να συλληφθεί η αλήθεια της κοσμογονίας και σε σχόλια για όσα μαθαίνει η γυναίκα του Θεού από Αυτόν.
Πιστεύω ότι η Αμάντα Μιχαλοπούλου θέλησε να ισορροπήσει ανάμεσα στην άχρονη φύση του Θεού και στη δημιουργική δύναμη του ανθρώπου, αλλά η μετάβαση από το μεν στο δε δεν έγινε με απόλυτη ομαλότητα. Αυτό βέβαια δεν ακυρώνει την ευφυή έμπνευση της πεζογράφου, τη θεολογική αναζήτηση, την αυτοαναφορική διάσταση και την προσπάθεια να αντιπαραβάλλει τη θεϊκή δημιουργία με την ανθρώπινη γραφή.
Η γυναίκα του Θεού
Αμάντα Μιχαλοπούλου
Καστανιώτης 2014
Σελ. 240, τιμή € 12,78