Για το βιβλίο του Παναγιώτη Γούτα Μικρό παιδί σαν ήμουνα (εκδ. Μπιλιέτο).
Της Αλεξάνδρας Μπακονίκα
Μυθιστορήματα, αφηγήματα και μια ποιητική συλλογή απαρτίζουν το λογοτεχνικό έργο του Παναγιώτη Γούτα. Με το καινούργιο βιβλίο του, Μικρό παιδί σαν ήμουνα, δίνει δείγμα γραφής και σε μικρά πεζά. Η έκτασή τους είναι περίπου 15 σειρές κατά μέσο όρο, το μεγαλύτερο φτάνει τις 39 και το μικρότερο τις 4 σειρές.
Δεν είναι καθόλου εύκολο είδος το μικρό πεζό, αν το περιεχόμενο στερείται βαθιάς, δυνατής ουσίας· το κείμενο δεν στέκεται με τίποτα, καταρρέει, αυτόματα ακυρώνεται. Όμως παράλληλα η κάθε λέξη πρέπει να υπολογίζεται εξονυχιστικά, ο λόγος πρέπει να είναι αριστοτεχνικά συμπυκνωμένος. Η αφαίρεση και η απόλυτη οικονομία στην έκφραση είναι προαπαιτούμενο – όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ποίηση.
Ο συγγραφέας, με την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του, μας βάζει στα «άδυτα» της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου συμβαίνουν πράγματα και θαύματα, καθώς εξασκεί το λειτούργημα του δασκάλου σε δημόσιο δημοτικό σχολείο – σε περιοχή εργατών και υπαλλήλων. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι η γνήσια, ατόφια τρυφερότητα και αγάπη του δασκάλου προς τους μαθητές του και το αντίστροφο. «Εσύ πάντα στο κέντρο, και πλάι σου πρωτάκια που τιτιβίζουν ασταμάτητα. Νιώθεις κάπως σαν μικρός θεός. Ένας Χριστός που ξαναζεί τα γήινα. Ή, το λιγότερο, σαν ένας άνθρωπος, που ξέχασε προσωρινά μιαν αγάπη που δεν γύρισε ή μια ζωή που πήγε χαράμι», είναι μία από τις πολλές και διάσπαρτες στο βιβλίο περιγραφές που δείχνουν καίρια την ενθουσιώδη, αφοπλιστική και αμοιβαία αγάπη του δάσκαλου-αφηγητή με τα παιδιά της τάξης του. Είναι εξόχως ενδεικτικά και τα επίθετα ή ουσιαστικά με τα οποία περιγράφει τους μαθητές του: «γουστόζικο διαβολάκι», «άγγελος εξ ουρανού», «τρελολουκουμάκια», «ιδρωμένη μελισσούλα», «Xερουβείμ», «ακριβοί μου επισκέπτες», «αναστάσιμες καμπανούλες οι φωνές τους», «θεματοφύλακες αθωότητας», «υπέρμαχοι της αιώνιας αγνότητας».
Με χάρη, διεισδυτική παρατηρητικότητα, χιούμορ και αυτοσαρκασμό ο συγγραφέας μάς μεταδίδει την ευδαιμονία που αισθάνεται παίρνοντας ικμάδα, δροσιά και ζωντάνια από τους μαθητές του.
«Θεός» ο αφηγητής για τους μαθητές του, που τρέχουν γύρω από την έδρα του «σαν τρελά ηλεκτρόνια», όμως ένας θεός πρόσχαρος και δοτικός μέσα από τις ίδιες του τις πράξεις. Σε αντίθεση με το πρότυπο του αυταρχικού δασκάλου της δικής του εποχής, που κτυπούσε με τη βίτσα αδίστακτα ως αμείλικτος εξουσιαστής, δεν θεωρεί καθόλου ταπεινωτικό κάθε πρωί να καθαρίζει την αυλή από πεταμένα μπουκάλια και χαρτιά νυκτερινών επιδρομέων, να μαζεύει τα προφυλακτικά, να διώχνει τα αδέσποτα σκυλιά που βρήκαν κατάλυμα τρυπώνοντας από τη χαλασμένη περίφραξη. Επίσης, ξεχνώντας το αυχενικό με τη ζάλη που τον παραλύει, με χαρά θα σκύψει να δέσει τα κορδόνια σε ένα πρωτάκι, με ενθουσιασμό θα σκαρφαλώσει στη σκάλα για να στολίσει την τάξη κάθε Χριστούγεννα, με όση δεξιοτεχνία του απέμεινε με κέφι θα παίξει μαζί με τα παιδιά ποδόσφαιρο. Χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, με χάρη, διεισδυτική παρατηρητικότητα, χιούμορ και αυτοσαρκασμό ο συγγραφέας μάς μεταδίδει την ευδαιμονία που αισθάνεται παίρνοντας ικμάδα, δροσιά και ζωντάνια από τους μαθητές του.
Αν η λογοτεχνία είναι ένα κτύπημα με τσεκούρι που σπάει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας, σύμφωνα με τον Κάφκα, στο βιβλίο του Π. Γούτα πολλές παγωμένες θάλασσες ραγίζουν και σπάνε. Ο συγγραφέας με ευαισθησία και πόνο καρδιάς εξιστορεί τις περιπτώσεις παραβατικών παιδιών, που σαν ανήμερα θηρία ξεσπούν με βρισιές, φτυσίματα, ξύλο, εκβιασμούς και απρέπειες στους συμμαθητές τους. Η παραβατικότητά τους οφείλεται σε αρρωστημένο και άκρως βίαιο οικογενειακό περιβάλλον, που στιγμάτισε για πάντα τον χαρακτήρα τους. Καμία προσπάθεια από το σχολείο δεν θα μπορέσει να τους απαλλάξει «από τον αβάσταχτο σταυρό της σκοτεινής και ταραγμένης τους ψυχής». Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί και μια άλλη ομάδα, είναι τα «γυφτάκια» που μένουν βυθισμένα στον δικό τους κόσμο. Σκορπάνε κέφι με τα καμώματά τους, καθώς και με την εκπληκτική δεξιοτεχνία τους στο ποδόσφαιρο – εντελώς ξεκομμένα από τα μαθήματα, πόσο μάλλον που το μισό χρόνο περιοδεύουν με τους γονείς τους σε εποχιακές δουλειές ανά την επικράτεια. Με κραδασμούς ψυχής που πιάνουν και τις πιο λεπτές αποχρώσεις, ο αφηγητής δίνει βαθυστόχαστες περιγραφές για τα πληγωμένα αισθήματα, τις αντιδράσεις και «την αδιόρατη ουλή, που δεν λέει να κλείσει» για παιδιά μεταναστών, χωρισμένων γονιών ή και ανυπάκουων παιδιών που οι αδιάφοροι γονείς τους τα τρέχουν στους ψυχίατρους.
Μικροί αναγνώστες και «μεγαλοκαρχαρίες»
Άμεσα κεντρίζουν το ενδιαφέρον μας οι επισημάνσεις για τις τάσεις και προτιμήσεις των παιδιών. Σαγηνεύονται από θρίλερ, περιπέτειες του Χάρι Πότερ, τους εξωγήινους, τα κόμικς και την επιστημονική φαντασία. Η «καλή» λογοτεχνία που τους βομβαρδίζει για ειρήνη και ισότητα τους ξενερώνει, και «κλωτσάνε». Όμως κι εμείς οι μεγάλοι, συμπληρώνει ο αφηγητής, λύσαμε τα ζητήματα της ειρήνης, της ισότητας, της φιλίας, της αγάπης; Μήπως κι εμείς οι μεγάλοι δεν τα «θαλασσώνουμε» και δεν τα περιπλέκουμε χωρίς να δίνουμε λύσεις, γι’ αυτό και «τα παιδιά αντιδρούν με σοφία».
Η αιχμηρή γραφή του συγγραφέα «χτυπάει» αλύπητα το σαθρό καθεστώς της δημόσιας εκπαίδευσης με τις τόσες χαίνουσες πληγές επί δεκαετίες, που η οικονομική χρεοκοπία ενέτεινε ακόμη περισσότερο. Τα άθλια κτήρια με τις προβληματικές κατασκευές, την ελλιπή θέρμανση, την απουσία νυχτερινών φυλάκων, τις απλήρωτες καθαρίστριες και σχολικούς τροχονόμους, τις φημολογούμενες μίζες «μεγαλοκαρχαριών» σε διάφορα προγράμματα. Και αυτά τα «σφυροκοπήματα» τα εντάσσει στη γενικότερη εικόνα που παρουσιάζει η κοινωνία μας. Μια κοινωνία ρεμούλας, αναξιοκρατίας, άθλιας συναλλαγής και παρανομίας. Ενδεικτικά γράφει στη σελ.25: «Διάβαζε να γίνεις δάσκαλος, αλλιώς θα πουλάς τυρόπιτες στο κυλικείο της Ακαδημίας», μου έλεγε η θεία μου, «πού να φανταζόταν ότι το κυλικείο θα γινόταν κοφτήριο, ο κυλικειάρχης θα κυκλοφορούσε με BMW, ενώ ο δάσκαλος θα φυτοζωούσε με τρεις κι εξήντα».
Σε μια κοινωνία παρακμής ο αφηγητής βρίσκει απάγκιο γράφοντας ποίηση.
Μέσα σε μια κοινωνία παρακμής, όπου οργιάζει η έλλειψη αξιών, ο αφηγητής βρίσκει απάγκιο γράφοντας ποίηση, οι στίχοι τού δίνουν διέξοδο να καταγράψει όχι μόνο τις ανησυχίες και τους φόβους του ζώντας σε ένα εχθρικό και βίαιο κόσμο, αλλά και τα ψιχία αγνότητας και ομορφιάς που με ανείπωτη χαρά περισυλλέγει. Εκ παραλλήλου πηγή ποίησης γι’ αυτόν είναι και τα «Xερουβείμ», που φτερουγίζουν στις αυλές του σχολείου, καθώς «καινούργια πρωτάκια θα σαρώνουν τον κόσμο των μεγάλων με την αγνότητά τους».
Οι σχέση δασκάλου και μαθητών, δασκάλων και γονιών, εκπαίδευσης και κοινωνίας, και από την άλλη τα αντίθετα δίπολα, διαφθοράς και αγνότητας, ψυχικής κούρασης κι ευδαιμονίας, καλού και κακού, άνοστης ξιπασιάς και γενναίας αξιοπρέπειας, παραίτησης και θαρραλέας ανάτασης, αναφύονται μέσα από την στέρεα ακριβόλογη, ρεαλιστική γραφή του συγγραφέα. Τα «Μικρά πεζά» μας παρέχουν μια μεγάλη δόση ώριμης και δραστικής τέχνης.
Μικρό παιδί σαν ήμουνα...
Παναγιώτης Γούτας
Μπιλιέτο 2013
Σελ. 40, τιμή € 7,46