Της Κατερίνας Στεφάνου*
Ο Γιώργος Στόγιας, άνθρωπος της συλλογικής εργασίας, όπως αποδεικνύεται, μας παραδίδει μαζί με τους ήρωες και την ιστορία τους, ένα εικονογραφημένο βιβλίο και έναν ψηφιακό δίσκο. Άρα και μια πρόταση ανάγνωσης.
Από αυτή την άποψη, έχουμε περισσότερο ένα έργο, παρά ένα βιβλίο. Ίσως αυτό είναι το αποτέλεσμα της συνεπούς θητείας του στο θέατρο, που του έδωσε μάλιστα υλικό για μεγάλο μέρος του βιβλίου. Η πρόταση της εικονογράφησης του moican είναι υποβλητική. Εικόνες με πολλές λεπτομέρειες, γεμάτες σύγκρουση, δημιουργούν ένα περιβάλλον ασφυκτικό. Από την άλλη, η μουσική του Αντώνη Τσαγκάρη δίνει πολύ χώρο, σαν να πρόκειται να σου αναπληρώσει την ελευθερία που σου αφαίρεσε η εικόνα. Στρίμωγμα στις εικόνες, μοναξιά και ενδοσκόπηση στη μουσική. Έλλειψη χώρου από τη μια, κενό προς εξερεύνηση από την άλλη. Η ηρωίδα και ο αναγνώστης της ιστορίας της βρίσκονται σε ένα αντιφατικό πεδίο, τόσο γεμάτο και τόσο άδειο ταυτόχρονα. Ισορροπία.
Δεν θέλησε απλώς να πολώσει διαφορετικές γενιές, με τα πρότυπα, τους στόχους και τις ασθένειές τους
Η πρώτη μου επαφή με το κείμενο μου άφησε την εντύπωση ότι έχει ως θέμα τη σύγκρουση των γενεών, αφού πρωταγωνιστές του είναι ένας πατέρας και μια κόρη. Από την άλλη, οι δύο τόποι, Ρέθυμνο και Αθήνα, όπου διαδραματίζεται ταυτόχρονα η ιστορία, προδιαθέτουν για θέματα γύρω από τη σχέση κέντρου και περιφέρειας. Αλλά δεν πρόκειται ακριβώς για αυτό. Ο Γιώργος Στόγιας δεν θέλησε απλώς να πολώσει διαφορετικές γενιές, με τα πρότυπα, τους στόχους και τις ασθένειές τους. Δεν αντιπαραθέτει δηλαδή ηλικιακά μπλοκ, αλλά πρόσωπα που προβάλουν μπροστά μας με κριτήριο τις απόψεις και τη στάση τους απέναντι στα γεγονότα – όχι με βάση την ηλικία τους.
Η κεντρική ιστορία εκτυλίσσεται στο Ρέθυμνο, σε μια επαρχιακή πόλη όπου τα νέα έρχονται όχι μόνο με καθυστέρηση και παράξενες διαθλάσεις αλλά και μέσα από πολύ προσωπικούς δρόμους. Όλα ξεκινούν τον Φλεβάρη του 2009, δυο μήνες μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Είναι Παρασκευή, 13 του μηνός. Το Ρέθυμνο προσπαθεί να βρει τους δικούς του λόγους και τον δικό του τρόπο να αντιδράσει στα γεγονότα. Η όμορφη φοιτήτρια Ντίνα ψάχνει κάτι που να την καταστήσει ζωντανή και στην αναζήτησή της αυτή αντί να κερδίζει χάνει – χάνει τον εαυτό της.
Χαρακτήρες, τόποι, νυχτερινές περιπλανήσεις, παθιασμένοι διάλογοι, σιωπές. Οι ήρωες αντιπαρατίθενται, διαφωνούν, αλλά ο συγγραφέας παραμένει αμέτοχος. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, αθώοι ή ένοχοι, έξυπνοι κι ανόητοι. Ο Γιώργος Στόγιας καταφέρνει να κρατήσει απόσταση από τους ήρωές του και τους επιτρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Μοιράζει τα επιχειρήματα, εξοπλίζει τον καθένα τους και τους αφήνει μόνους στη σκηνή, στην κρίση μας. Ο συγγραφέας παραμένει σκηνοθέτης και δεν προδίδει κανέναν από τους χαρακτήρες του.
Προς απώλεια ελέγχου
Το βιβλίο βρίθει από ατάκες, καλαμπούρια, πειράγματα, κουβέντες της παρέας, χιούμορ
Από την άλλη, εκτός από αναφορές σε πολύ γνωστές εικόνες και μουσικές, το βιβλίο βρίθει από ατάκες, καλαμπούρια, πειράγματα, κουβέντες της παρέας, χιούμορ. Σταχυολογώ για μια στιγμή αμηχανίας ότι «οι ιδέες της είχαν κατέβει στην προηγούμενη στάση και τώρα τις επαναλάμβανε μόνο από φήμες» ή ότι «η διαύγεια επανήλθε ξαφνικά σαν επανασύνδεση στο διαδίκτυο από προβληματικό μόντεμ», ενώ από την άλλη «οι πρακτικές εργασίες είναι ο φόβος και ο τρόμος των πλασμάτων της νύχτας». Γίνεται σαρκαστικός γράφοντας πως «αν κάθε μπαλιά σου είναι άουτ, δεν μπορείς να λες "παίζω άλλο είδος τένις"», ευρηματικός όταν λέει πως «η μόνη εκδίκηση που απομένει σε αυτόν που δεν θέλει να πάει κάπου αλλά το κάνει είναι να αργήσει». Μιλώντας για τους φοιτητές στις διακοπές λέει ότι «οι υπό αναστολή ενήλικοι παρουσιάζονται στα κατά τόπους σπίτια τους», και για την περίοδο που αρχίζουν να σταθεροποιούνται τα ζευγαράκια ότι «ο ιδιωτικός χρόνος είναι η μετοχή με τη μεγαλύτερη άνοδο». Ενίοτε, εγκαταλείπει την ουδετερότητά του σχολιάζοντας ότι «θα μπορούσε να πάρει το μέσα της στη χούφτα της, και δεν θα ήταν πιο βαρύ από μια ενόχληση».
Παρά τις υπερβολές της, η κεντρική ηρωίδα, η Ντίνα, δεν είναι καρικατούρα ούτε γελοιογραφία, δεν είναι ούτε σύμβολο ούτε παράδειγμα – προς μίμηση ή προς αποφυγή. Όταν λέει στον πατέρα της «ο χρόνος είναι μια παρεξήγηση, θα τη λύσουμε μόνο αν τρυπήσουμε τα όνειρα» ή όταν παραπαίει ανάμεσα στα διαδοχικά «όλα έχουν συνέπειες / τίποτα δεν έχει συνέπειες», έχει κανείς την αίσθηση ότι κάτι από αυτήν υπάρχει μέσα σε όλες τις κοπέλες, σε αυτή την ηλικία. Και αν υπάρχει κάτι «διδακτικό» σε αυτό το βιβλίο είναι η προειδοποίηση ότι στον δρόμο προς την απώλεια του ελέγχου δεν συναντάς καμία απαγορευτική πινακίδα. Όλα μπορούν να συμβούν με την απλότητα ενός κυματισμού και τη νομοτέλεια μιας φυσικής καταστροφής. Μόνο που, μετά από ένα τόσο μακρύ «Εαρινό εξάμηνο», αργά ή γρήγορα έρχεται η ώρα να αναλάβει κανείς τις ευθύνες της ενηλικίωσης.
* Η Κατερίνα Στεφάνου είναι δημοσιογράφος. Το κείμενο αυτό αποτελεί συντομευμένη εκδοχή κειμένου που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στη Λευκωσία, τη Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014, στο ισόγειο της εφημερίδας «Πολίτης».