Του Γ. Ν. Περαντωνάκη
“να βρω όλα τα χαμένα / ίσως να βρω κι εσένα”
Η Βασιλική Πέτσα είναι ώς τώρα η συγγραφέας τής μικρής μορφής. Κι αυτό ισχύει όχι μόνο επειδή στο παρόν τομίδιο περιλαμβάνει οκτώ διηγήματα εστιασμένης δράσης, αλλά και διότι το πρωτόλειό της, το περυσινό “Θυμάμαι”, ήταν νουβέλα που φώτιζε μια δολοφονία από πάμπολλες οπτικές γωνίες, οι οποίες το μόνο κοινό που είχαν ήταν ότι συνέκλιναν στο ίδιο κέντρο.
Επομένως η νεαρή συγγραφέας επιχείρησε και εκεί να θέσει πολλές μικρές αυτοτελείς ψηφίδες, έτσι ώστε αφενός να κουβαλούν μόνες τους το βάρος τής συμπύκνωσής τους και αφετέρου συμπαρατιθέμενες να αλληλεπιδρούν δραστικά.
Τα διηγήματά της πραγματεύονται με διαφορετικές εστιάσεις και με ποικίλες αφορμές την απώλεια, είτε αυτή είναι ο θάνατος, όπως συνήθως, είτε η αρρώστια, η απουσία ουσιαστικών ανθρώπινων σχέσεων, η στέρηση της στερεής επαφής με την πραγματικότητα και με τη ζωή κ.λπ. Ο άνθρωπος ζει την καθημερινότητά του σε ένα διαρκές κενό, το οποίο δημιουργείται από την αίσθηση του θανάτου που επήλθε ή από τη στέρηση βασικών συνιστωσών μιας υγιούς ζωής. Το κενό όμως δεν προκαλεί μόνο συναισθηματικές κρίσεις, αλλά και πράξεις βίας, αγανάκτησης, απόγνωσης, οι οποίες δείχνουν κλονισμένο ψυχισμό στα όρια της ισορροπίας.
Η απώλεια της αγαπημένης συνδυάζεται με τον θάνατο του μικρού γατιού (“Χάσαμε τον Φούφη μας”)· ο θάνατος προκαλεί ζήλια, καθώς ο ζηλόφθων εχθρεύεται τον ‘αντίζηλο’ νεκρό, με τον οποίο συνδεόταν η αγαπημένη του και τον επισκέπτεται πλέον στο νεκροταφείο (“Famous Blue Raincoat”)· οι παιδικοί διάλογοι που απεύχονται αφελώς τον θάνατο κι, εφόσον δεν μπορούν να τον αποφύγουν, σκέφτονται σενάρια απαθανάτισης όπως το βαλσάμωμα των γονιών τους (“Βαλσαμωμένο ελάφι”). Όλα αυτά τα επεισόδια αποτελούν τα κείμενα μιας μελέτης θανάτου.
Από την άλλη, συναντάμε τη μελέτη τού ‘θανάτου’ μέσα στην καθημερινότητα η οποία βιώνεται σαν αγκομαχητό και σαν λαχάνιασμα. Η μάνα-Κουράγιο τρέχει να βοηθήσει αδιαλείπτως την κόρη-Λείψανο, ενώ ο πατέρας-Γειάσας συνεχώς απουσιάζει (“Σετ ραπτικής”) ή η μάνα προσεύχεται και μαζί σκέφτεται πώς θα κάνει τραπέζι στα μαλωμένα παιδιά της (“Σηκωθείτε από τα κορεάτικα κρεβάτια μασάζ”), ενώ τα χρέη διαβρώνουν τον εσωτερικό κόσμο αλλά και τις οικογενειακές σχέσεις (“Για την ψυχή της μάνας μου”) και τέλος το Altsheimer και η εικόνα τής συντρόφου που ξεχνά, που χάνεται στον κόσμο της μετά από 35 χρόνια γάμου, που απομακρύνεται από τον σύζυγό της, κλονίζει την ισορροπία των σχέσεων (“Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα ”).
Η Β. Πέτσα αναδεικνύεται σε δεινή στυλίστρια αφού κάθε φωνή, κάθε επεισόδιο, κάθε οπτική γωνία ή μικρή ιστορία επενδύεται με διαφορετικό ύφος. Στην περίπτωσή της, ο ήρωας είναι το ύφος, για να διασκευάσω μια γνωστή φράση. Μερικές φορές βέβαια η συγγραφέας δίνει την εντύπωση πώς αποτυγχάνει να δώσει το στίγμα τής στιγμής και του βάθους, καθώς δείχνει σαν να σκαρφίζεται αφηγηματικά και στυλιστικά ενσταντανέ, για να δοκιμάσει τη γραφή της, κι έπειτα να βάλει στο καλούπι τους το θέμα της. Όμως, τελικά, όλες αυτές οι πολυφωνικές προσεγγίσεις τονίζουν την πολλαπλότητα της ζωής και των τρόπων έκφρασής της.
Συνάμα, η διακειμενικότητα των ιστοριών της που ξεκινά από τους στίχους και απλώνεται ώς την εκκλησιαστική ή τη μαθηματική ιδιόλεκτο δεν είναι εφέ. Είναι πιο πολύ τρόπος να δηλώσει ότι η ζωή μας διασταυρώνεται με άπειρα κείμενα, προφορικά ή γραπτά, που επιδρούν σε διάφορες πτυχές τής καθημερινότητάς μας και διαμορφώνουν τη σχέση μας με τους άλλους. Το ‘είναι’ μας είναι η συνισταμένη πολλών λόγων και αφηγημάτων που μας έχουν γαλουχήσει, έχουν υποσυνείδητα διαπλάσει την προσωπικότητά μας και μέσω αυτών σκεπτόμαστε και συλλαμβάνουμε την πραγματικότητα.
Η καθημερινότητα αναδεικνύεται σε ένα πολυδαίδαλο μωσαϊκό στιγμών, σκηνών, περιγραφών, φευγαλέων εντυπώσεων και ασύνδετων εικόνων. Ο λαβύρινθος που χτίζουν λειτουργεί σαν το χάος που επιβάλλεται, τόσο από τον ίδιο τον ήρωα όσο και από τον αναγνώστη, να μπει σε τάξη. Ο αναγνώστης λαχανιάζει παρακολουθώντας το αγκομαχητό των προσώπων που ζουν τεμαχισμένα στις άπειρες υποχρεώσεις, στο καθημερινό τρέξιμο, στον εκκωφαντικό βόμβο των ριπών τής ζωής. Αναζητά ανάμεσα στους μονολόγους κάθε διηγήματος τη θέση τού αφηγητή στον κόσμο και τον ρόλο του μεταξύ των χαρακτήρων, στους οποίους και για τους οποίους μιλάει. Το στίγμα τού ανθρώπου είναι ένα αίνιγμα, όπως αινιγματικό είναι κάθε άτομο της ζωής μας που παλεύει με τον εαυτό του, την εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα.