Του Γ. Ν. Περαντωνάκη
Το 2012 δεν υστέρησε σε τίποτα σε σχέση με τα άλλα έτη στην παραγωγή πολλών και καλών συλλογών διηγημάτων. Κοντά στα Άπαντα του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου και στα διηγήματα μιας εικοσιπενταετίας της Μ. Δούκα, δίπλα στα βιβλία παλαιών γραφίδων όπως ο Σ. Δημητρίου, ο Δ. Κούρτοβικ και η Αμ. Μιχαλοπούλου, εμφανίστηκαν τρεις τέσσερις νέες φωνές με κείμενα μικρής φόρμας τα οποία έδειξαν ότι το είδος έχει μέλλον: η Β. Πέτσα, ο Δ. Παπαμάρκος, η Ευγ. Μπογιάνου και τελευταίος αλλά όχι ελάσσων ο Γιάννης Παλαβός.
Γιατί τα περισσότερα από τα μικρά, λιπόσαρκα, μερικές φορές σαν ιστορίες παλάμης, κειμενάκια του βγάζουν μια άδηλη δύναμη, όταν έρχονται σε επαφή με τον αναγνώστη; Μα γιατί ο διηγηματογράφος μπόρεσε σε λίγες σελίδες να δώσει τον αέρα της φυγής, του φανταστικού και της εξωλογικής πραγματικότητας, η οποία έρχεται να ανανεώσει το καθημερινό μας βίωμα, αλλά και να κάνει το μερικό, το τοπικό, το προερχόμενο από μια αγροτική περιοχή της Ελλάδας γενικό και συγκινητικά διανθρώπινο.
Υπάρχει η λογοτεχνία του ρεαλιστικού λόγου που ακολουθεί τη ζωή χωρίς να επιδιώκει να την υπερκεράσει. Υπάρχει η λογοτεχνία του φανταστικού, της επιστημονικής φαντασίας, του παραλόγου, της ουτοπίας που ανυψώνεται σκόπιμα σε μια υπερβατή σφαίρα. Ο Γ. Παλαβός τροχοδρομεί πάνω στην πρώτη και μας απογειώνει στη δεύτερη. Στα περισσότερα διηγήματα ξεκινά απλά και καθημερινά, από τις συνηθισμένες ανεπαίσθητες ενέργειες κάθε μέσου ανθρώπου. Στήνει το δίχτυ της αφήγησης πάνω σε αληθοφανείς καταστάσεις και καθημερινά στιγμιότυπα. Και σε κάποια στιγμή αφήνει τις ράγες τού ρεαλιστικού και παρεκκλίνει προς το φανταστικό, ξεκολλά από το φυσικό και περνά στο μεταφυσικό, εγκαταλείπει το λογικό και μετακομίζει στο παράλογο.
Αυτά είναι τα μισά διηγήματα. Γιατί στα υπόλοιπα, ο Γ. Παλαβός επιστρέφει στη γη, ανασκαλεύει αναμνήσεις από τον Βελβεντό, ξαναπροσγειώνει τον αναγνώστη στα πεδία της γης και της γραφής του. Το ζητούμενο με την αφήγηση γύρω από τύπους του χωριού, όπως ο Τσούμπας, ή τη διαδικασία περισυλλογής ροδάκινων στα χωράφια της περιοχής δεν είναι να επιστρέψουμε σε μια ηθογραφία παλαιού τύπου, αλλά να ξαναδούμε την καθημερινότητα ως προβολέα ανθρώπινων αντιδράσεων και συλλογικών νοοτροπιών. Και μέσα από εκεί ο συγγραφέας μπόρεσε να στραγγίσει συγκίνηση, ιδιαίτερες ματιές και στιγμές που αποκαλύπτουν μορφές βαθιάς ψυχολογίας.
Φυσικά βρίσκω ότι οι πιο πετυχημένες ιστορίες του είναι αυτές όπου το ρεαλιστικό ανατρέπεται από το παράλογο και το αναμενόμενο ναρκοθετείται σκόπιμα από το φανταστικό. Κι αυτό γιατί ο διηγηματογράφος πετυχαίνει να κάνει αν-οίκειο αυτό που φαίνεται τόσο οικείο, με ορατό σκοπό να δείξει ότι η πραγματικότητα είναι γεμάτη παραλογισμό και απρόοπτα τα οποία δεν την αφήνουν ποτέ να βρει την ισορροπία της. Οι άνθρωποι που κινούνται στα διηγήματά του νιώθουν τη ασφυξία της ζωής και με μια τρέλα τουμπάρουν τα πάντα εκτοξεύοντας τη ζωή τους και ντεραπάροντας τα δεδομένα.
Ο Γ. Παλαβός, υιοθετώντας τη μεταμοντέρνα λογική των παράλληλων συμπάντων, ξαναδιαβάζει την καθημερινότητα, χρησιμοποιώντας κοφτές προτάσεις και φαινομενικά στρωτή αφήγηση, αλλά αλατίζοντάς την περαιτέρω με πλάγια ειρωνεία και αύρα φανταστικού, η οποία αιφνιδίως ξυπνάει τον αναγνώστη με ένα ανεπαίσθητο σκούντημα.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΛΑΒΟΥ