
Του Γ. Ν. Περαντωνάκη
Η συγγραφική εμμονή τής Αργυρώς Μαντόγλου ήταν ώς τώρα το (γυναικείο) σώμα, προϊόν όχι τόσο της βιολογικής του διάστασης όσο της πολιτισμικής του θεώρησης μέσα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Σ’ αυτό το τελευταίο της βιβλίο, παρόλο που το βαθύτερο υπέδαφος της γραφής της δεν έχει αλλάξει ριζικά, το έδαφός της αναφύει έναν άλλο χλοοτάπητα που αποτελείται από συμπτώματα βίας και άλλων μορφών κοινωνικής καταπίεσης. Κι αυτό το πετυχαίνει, χωρίς να ξεπέφτει σε ωμά ρεαλιστικές σκηνές ή σε βαρυφορτωμένα συναισθήματα.
Ακολουθώντας την τάση τής εποχής (κορυφαίο ενδεικτικό παράδειγμα είναι οι βραβευμένες “Σκοτεινές επιγραφές” τού Αλέξη Πανσέληνου), οικοδομεί ένα πολυπρόσωπο κείμενο, μέσα στο οποίο η οπτική γωνία τού αφηγητή πηγαινοέρχεται από την Πολυτίμη στην Ευρυδίκη κι από εκεί στη Μαριάννα, αν και δεν λείπει η εκτεταμένη προοπτική ενός άνδρα-θύτη. Κάθε πρωταγωνιστής, στα μικρά κεφάλαια του βιβλίου, συλλαμβάνει στο οπτικό του πεδίο τούς άλλους, οι οποίοι προσωρινά δεν αποκαλύπτουν όλες τις πτυχές του χαρακτήρα τους. Όταν η συγγραφέας μάς κάνει να δούμε μέσα από τα δικά τους μάτια, ολοκληρώνεται σταδιακά το προφίλ τους και ταυτόχρονα επεκτείνεται ο πλούτος των πληροφορησιακών λεπτομερειών, που χρειάζονται για να φανεί σε όλους πλέον το ποικίλο μωσαϊκό των δράσεων και των αντιδράσεων. Η αφήγηση μάλιστα ακολουθεί μια αντίστροφη χρονική σειρά και έτσι τα αινίγματα του παρόντος λύνονται με τη γνώση των εξελίξεων στο παρελθόν.
Το έργο θα μπορούσε να ονομαστεί “Ασκήσεις βίας”, αφού κέντρο του είναι το κακό που παίρνει ποικίλες μορφές, όχι πάντα μακρινές και αόριστες αλλά πιο συχνά καθημερινές και αναμενόμενες. Η ψυχολογική βία είναι η πιο συνηθισμένη, ωστόσο αυτή συνοδεύεται από την απόλυση ως εργασιακή βία, τη σεξουαλική διείσδυση χωρίς αγάπη, την επιβολή τής θέλησης του ενός στον άλλο, την καταπίεση κ.λπ. Η κλίμακα ανεβαίνει στην παιδική βία, στην εκδίκηση που φαίνεται δικαιολογημένη, στην αυτοκτονία και μάλιστα στη χειραγωγούμενη αυτοχειρία, στις δολοφονίες που γίνονται κατά συρροή με τη μορφή δολιοφθοράς…
Παρόλο που το μυθιστόρημα κάνει κοιλιά όταν η βία καμουφλάρεται από το πέπλο τού έρωτα, το έργο δεν υστερεί στην αφηγηματική οικονομία του και στη γλωσσική του ευθύτητα. Ο αναγνώστης στην αρχή θέλγεται από έναν λαβύρινθο προσώπων και στιγμιοτύπων, τα οποία όμως δεν οδηγούν σε αδιέξοδους διαδρόμους αλλά σε σοφά μελετημένες συγκλίσεις. Και μέσα σ’ αυτό το πολυπρόσωπο σύνολο αναδύεται η μορφή τού δολοφόνου, κληρονόμου μιας πατρικής λίστας με θύτες που άξιζαν να τιμωρηθούν, δολοφόνου που μοιράζεται σε ρόλους μεταξύ Ζορό και Δον Ζουάν, εκδικητή και υποκριτή. Το πρόβλημα είναι ότι η δικαιολογημένη εκδίκηση παίρνει σταδιακά μορφή προσωπικού στοιχήματος και το αναγκαίο κακό μετασχηματίζεται σε αμοραλιστικό χτύπημα.
Τελικά, το κακό μάς περιτριγυρίζει και διαμορφώνει ένα πλέγμα απειλών και πληγμάτων. Το ζητούμενο είναι όχι μόνο να καταλάβουμε πως στις πολυάριθμες ανθρώπινες σχέσεις ελλοχεύει ο κίνδυνος αόρατων θυτών και ανεξήγητων κρουσμάτων βίας, αλλά και να μπορέσουμε να επιβιώσουμε –κυρίως ψυχολογικά- πάνω σ’ αυτόν τον ιστό, στον οποίο δεν είμαστε η αράχνη. Η Αργ. Μαντόγλου επιμένει, με τον πλάγιο τρόπο τής λογοτεχνίας, ότι η αιτιώδης σχέση αιτίου και αποτελέσματος, κακού δηλαδή και έμπρακτης απειλής, δεν είναι πάντα τόσο προφανής όσο λένε τα αστυνομικά μυθιστορήματα και δεν αποδεικνύεται παρά μόνο μέσα από βαθιές ψυχικές γεωτρήσεις και παιδικά τραύματα που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά.
Σελ. 408, τιμή € 16,60