
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Το κείμενο, το οποίο στην ουσία εισάγει τον δημιουργό του στην πεζογραφία, προκαλεί στην αρχή της ανάγνωσης αμφίθυμα συναισθήματα. Από τη μία, βλέπει κανείς μια γλώσσα που, χωρίς να ξεφεύγει από τη νόρμα, αφήνει τα ίχνη της μέχρι σημείου να μπορεί ο αναγνώστης να μιλήσει για ύφος. Ένα ύφος απλό αλλά και στοχαστικό, στιβαρό αλλά καθόλου στάσιμο, που παρακολουθεί την αφήγηση και εν μέρει την προωθεί. Από την άλλη, ο αναγνώστης φοβάται ότι έπεσε πάλι πάνω σε ένα μυθιστόρημα ομφαλοσκοπικό, που πιάνει ένα ψυχικό τραύμα και το περιφέρει μέχρι να το ζαλίσει, μέχρι να ζαλίσει και όλους εμάς που το διαβάζουμε.
Ο Μιχάλης έχασε τη γυναίκα του Λιλίκα μετά από τρία χρόνια γάμο και όλη του η ζωή καταστράφηκε. Παράλληλα, του έχει μπει η ιδέα ότι η γυναίκα του τον απατούσε και αναζητεί ενδείξεις-αποδείξεις που να επιβεβαιώσουν την υπόνοιά του. Τα ψυχολογικά αδιέξοδά του τον οδηγούν στον ψυχολόγο, όπου καταθέτει τις κινδυνολογικές του φοβίες για θεομηνίες και καταστροφές, όλες, όπως αποδεικνύεται, βγαλμένες από το καταστροφικό έτος 1986, όταν ήταν έντεκα χρονών. Ανάμεσα στις συνεδρίες βλέπει τον φίλο του Άλκη και ξαναθυμάται τη Λιλίκα, τη μάνα του, τον πατέρα του, που του μετέδωσε το καχύποπτο βλέμμα για την παγκόσμια ιστορία.
Το κείμενο χαρακτηρίζεται από αυτό που ονομάζεται «οργανική δομή». Αν και ξεκινά δήθεν αδιάφορα, η συνολική στρατηγική του συνδέει τα επιμέρους σημεία.
Και τότε, δύο ανακαλύψεις με έκαναν να δω το βιβλίο με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αφενός, η αυτοψυχανάλυση του Μιχάλη δεν οδηγεί στη θολή συναισθηματικότητα και τη στατική αφήγηση των ονείρων, των φοβιών και των εσωτερικών συγκρούσεων, αλλά όλα αυτά δίνονται με μέτρο και κυρίως με αφηγηματικό στόχο. Η ενδοσκόπηση με τη βοήθεια του ψυχολόγου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το 1986 έμεινε χαραγμένο στην ψυχή του, επειδή εκείνη τη χρονιά έπιασε στα πράσα τον πατέρα του με τη γειτόνισσα, κι από τότε ενσωμάτωσε μια ανθρωποφοβική διάθεση και μια καταστροφολογική νοοτροπία, που γέννησε τραύματα και ανησυχίες.
Κι αφετέρου, και πιο σημαντικό, ανακαλύπτω ότι το κείμενο χαρακτηρίζεται από αυτό που ονομάζεται «οργανική δομή». Αν και ξεκινά δήθεν αδιάφορα, η συνολική στρατηγική του συνδέει άλλοτε ανεπαίσθητα κι άλλοτε αισθητά τα επιμέρους σημεία, με αποτέλεσμα νήματα που βρίσκονται στην αρχή να συνεχίζονται κάπου στη μέση και να δένονται με άλλα νήματα που ξεπήδησαν από το πουθενά. Αυτό καταξιώνει την προσπάθεια του Γ. Πλιάγκου, η οποία, αν και πρωτολειακή, διακρίνεται από οικονομία, πλοκή, νομοτέλεια, καλά υπολογισμένη δράση που δεν προδίδει απειρία.
Η έννοια «πατέρας», που αποτελεί συχνά το κέντρο της ψυχαναλυτικής πρακτικής, έχει καθορίσει τόσο τον ίδιο τον Μιχάλη όσο και τη νεκρή σύζυγό του. Ο υποτιθέμενος εραστής αποδεικνύεται φίλος και μεταδότης μυστικών, που αναθεωρούν πάγιες αντιλήψεις και αποκαλύπτουν καθοριστικά μυστικά, τα οποία σχετίζονται με το παρελθόν αλλά επηρεάζουν ψυχικά και το παρόν. Έτσι μαθαίνουμε τον ρόλο του πατέρα της Λιλίκας στον τραυματισμό της ψυχοσύνθεσής της.
Κέδρος 2013