
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα είδος λόγου, που ονομάζεται «εξομολογητικό μυθιστόρημα»· σε τι διαφέρει όμως από την υπόλοιπη αυτοβιογραφική πεζογραφία; Στο ότι αποκαλύπτει ένα μυστικό, ένα προσωπικό ή οικογενειακό μυστικό, αναφέροντας ονόματα και διευθύνσεις και φέρνοντας στο (αναγνωστικό) φως ένα τραύμα, που σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν ταμπού να ακουστεί. Έτσι, δεν αναφέρομαι απλώς στο βιωματικό υλικό που ενσωματώνεται στη μυθοπλασία, διανθισμένο με πλήθος επινοημένων στοιχείων, αλλά για τη λογοτεχνική απόδοση μιας πραγματικής πληγής που παρουσιάζεται, αναλύεται, αφηγηματοποιείται και, καθώς κοινοποιείται στις λογοτεχνικές της διαστάσεις, γίνεται μέσο αυτοκάθαρσης. Θυμίζω ενδεικτικά την «Καλοσύνη των ξένων» (2006) του Π. Τατσόπουλου, όπου το «μυστικό» της υιοθεσίας του συγγραφέα μετατρέπεται σε εξομολογητική λογοτεχνία.
Ο Αύγουστος Κορτώ γράφει το μυθιστόρημα της Κατερίνας, της μητέρας του, που έπασχε για τριάντα χρόνια από διπολική διαταραχή και στο τέλος αυτοκτόνησε. Η ίδια αναλαμβάνει την αφήγηση όντας νεκρή και κάνει έναν απολογισμό της ζωής της, συμπεριλαμβάνοντας το ιστορικό της οικογένειάς της από την πλευρά της μητέρας της. Εκεί ξεδιπλώνονται με παραστατικό τρόπο, με αμεσότητα και με έντονες πινελιές, η νοσηρότητα μιας οικογένειας που διαλύει και διαλύεται, που βουλιάζει αφενός στον καθωσπρεπισμό κι αφετέρου στην ψυχική απόσταση.
Η ματιά της αγκαλιάζει τους θείους και τις θείες της, άλλους με γενναιόδωρη αγάπη κι άλλους με περισσή χολή
Η αφήγηση αρθρώνεται πάνω στην ιδιοσυγκρασία της Κατερίνας, η οποία άλλοτε φαίνεται να κουβαλά ένα κληρονομικό πρόβλημα κι άλλοτε να καλπάζει προς τη μανιοκατάθλιψη εξαιτίας της προβληματικής παιδικής ηλικίας που πέρασε. Η ματιά της αγκαλιάζει τους θείους και τις θείες της, άλλους με γενναιόδωρη αγάπη κι άλλους με περισσή χολή, καθώς στήνει μπροστά μας ολόκληρο το πλέγμα των οικογενειακών σχέσεων, μετατρέποντας τα πραγματικά πρόσωπα σε μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.
Η ίδια η Κατερίνα διηγείται και ταυτόχρονα κατηγορεί, περιγράφει σκηνές και ωρύεται, αφήνοντας έτσι βολές εναντίον των γονιών της, εναντίον δύο από τα αδέλφια της και γενικότερα εναντίον της βολεμένης και μαζί ανήσυχης οικογενειακής της κατάστασης. Το νοσηρό αυτό περιβάλλον τής δημιουργούσε πάντα μια ανυπόφορη ασφυξία, η οποία είναι συνάμα απόρροια της δικής της ευερέθιστης ιδιοσυγκρασίας αλλά και της αρρωστημένης αγάπης που βίωσε. Αυτό το πλέγμα εξωτερικών και εσωτερικών πιέσεων αναδεικνύει το σκοτεινό πλαίσιο που εξέθρεψε τον «λύκο» μέσα της.
Ο Αύγουστος Κορτώ στρώνει την αφήγησή του σε μια γλώσσα-λιβάδι, που ξεχύνεται απλή, καθημερινή αλλά και πλούσια σε βάθος και εύρος, που μπουμπουκιάζει σε κάθε σελίδα, που εφορμά και κόβει την πραγματικότητα σαν μαχαίρι. Γεμάτη με στοιχεία του προφορικού λόγου, συζευγνύει το λαϊκό με το δόκιμο, το πεζό με το ποιητικό, την ακρίβεια της κυριολεξίας με την οξύτητα της μεταφοράς. Τρέχει, κυλάει, κατακρημνίζεται, φιλοσοφεί και λοιδορεί με την ίδια άνεση που μιλάει και συζητά τα τραγικά περιστατικά της ζωής της πρωταγωνίστριας. Η γλώσσα του Κορτώ κρατά το βωμολοχικό-καρναβαλικό στοιχείο και το συνδυάζει με μια ώριμη σκέψη που δεν μένει στην επιφάνεια.
Ο Κορτώ βιογραφεί τον Χατζόπουλο με αφηγητή τη μάνα του
Ο Πέτρος Χατζόπουλος, ο γιος της Κατερίνας, γεννιέται και μεγαλώνει μέσα στο βιβλίο, ζει τον πόνο της αλλά και την άφατη αγάπη της. Κάποια στιγμή γίνεται συγγραφέας, υιοθετεί το ψευδώνυμο Αύγουστος Κορτώ και –όντας έξω από το κείμενο– μυθιστορηματοποιεί τη ζωή της μητέρας του αλλά συνάμα και του εαυτού του. Ο Αύγουστος Κορτώ βιογραφεί τον Πέτρο Χατζόπουλο με αφηγητή τη μάνα του, προσπαθώντας να διερευνήσει, να κατανοήσει και δη να εξομολογηθεί τις δυσλειτουργίες της προσωπικότητάς του που οφείλονται στο διαταραγμένο περιβάλλον. Ο συγγραφέας έτσι, αφήνει τα πειράματα με τους δαίμονές του, εγκαταλείπει το παιχνίδι της επιδειξιμανίας, και πιο ώριμος ξαναγράφει τον εαυτό του, σε προσωπικό και λογοτεχνικό επίπεδο.
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ - gperand@yahoo.gr
* Η εικονογράφηση του κειμένου είναι από την ταινία «Γερτρούδη» του Καρλ Ντράγιερ.