Του Κώστα Δρουγαλά
Η συλλογή διηγημάτων Εποχιακός διανομέας είναι το τρίτο βιβλίο του, κάτοικου Θεσσαλονίκης και νευρολόγου στο επάγγελμα, Νώντα Τσίγκα. Η συλλογή αποτελείται από εννέα διηγήματα, τα οποία βρίθουν τόσο από έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία όσο και από μια καθαρή μυθοπλαστική ματιά, που σε κάποιες περιπτώσεις λοξοδρομεί σε υπερρεαλιστικά μονοπάτια.
Στο πρώτο διήγημα, τα «Μάτια του Αντόνιο», ένας μεσήλικας, ύστερα από την απόκτηση πτυχίων και οικογένειας και έπειτα από πολυετή σκληρή εργασία, τα χάνει όλα στην Ελλάδα της οικονομικής ύφεσης. Ξενιτεύεται στη Στουτγκάρδη όπου μαθαίνει τη γερμανική γλώσσα απομονωμένος για έξι μήνες στο σπίτι ενός προτεστάντη πάστορα. Οι μνήμες από τη γενέθλια χώρα εξασθενούν, ο Καζαντζίδης κι ο Διονυσίου σωπαίνουν μπροστά στη μουσική του Βιβάλντι. Αφορμή για το δεύτερο διήγημα με τον τίτλο «Φιλμ οκτώ χιλιοστών» στέκεται ένα φιλμ από τη δεκαετία του 1960 στο Βογατσικό Καστοριάς που παρακολουθεί ο συγγραφέας στο youtube με μουσική υπόκρουση Θεοδωράκη. Το διήγημα ακολουθεί στην πραγματικότητα την κάμερα της εποχής και παρακολουθεί τους ανθρώπους και τα τοπία που χάθηκαν στη συνέχεια, αλλά χάρη στην τεχνολογία δεν ξεχάστηκαν: «εκεί όπου απιθώνεται η ελπίδα και η απορία μας».
Το διήγημα παρακολουθεί τους ανθρώπους και τα τοπία που χάθηκαν αλλά χάρη στην τεχνολογία δεν ξεχάστηκαν
Στο ομώνυμο διήγημα ο –«ας του δώσουμε κάποιο όνομα»– Θανάσης, εργάζεται ένα καλοκαιρινό καταμεσήμερο στη Θεσσαλονίκη ως ταχυδρόμος εξάμηνης απασχόλησης. Την ώρα που κάθεται σε ένα παγκάκι, ψηλώνει ο νους του, συνειδητοποιώντας πως ο ίδιος στέκει ως δικαστής, νόμος και μεσάζοντας δήμιος: καθώς αδειάζει το περιεχόμενο της πέτσινης τσάντας στον κάδο, μετρά με τη φαντασία του τα κέρδη και τις ζημιές αποστολέων και παραληπτών.
Στα τέσσερα μέρη του «Requiem», μια Μεγάλη Παρασκευή συναντιούνται τρεις άντρες με τελείως διαφορετικές ζωές: ο ποιητής Νίκος Καρούζος, που ακούει ένα ορατόριο του Μπαχ· ένας εργάτης σε βιοτεχνία που ζει ξεχασμένος από τους ανθρώπους· ένας πολυδιαβασμένος άντρας που εργάζεται ως ψυχίατρος των ψυχιάτρων. Η «ποίηση, ο σπαραγμός και τα ερέβη της ανθρώπινης ψυχής» συναντιούνται με τα Πάθη του Χριστού σε αυτή την σπονδυλωτή ιστορία.
Στη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία σε μπλε φόντο» βρισκόμαστε στο δημοτικό σχολείο προηγούμενης δεκαετίας, καθώς κορυφώνονται οι προετοιμασίες για τη γιορτή που θα σημάνει την αρχή της δεκαπενθήμερης σχόλης. Καθώς η μέρα γίνεται νύχτα, το σκούρο μπλε «που κάποτε αγγίζει το βαθύ κυανό της μελάνης», επιβάλλεται στις οπτικές αναμνήσεις έναντι των άλλων χρωμάτων: ο νόμος της ομοιομορφίας ενός διαφορετικού εκπαιδευτικού συστήματος· ποδιές, τετράδια και χριστουγεννιάτικα στολίδια· το αδυσώπυτο μπλε που συνδέεται με τη χαρμολύπη, που «μέσα του πέφτουν και σκοτώνονται όλα τα χρώματα».
Οι λογοτεχνικοί ήρωες είναι άνθρωποι απλοί και καθημερινοί, στους οποίους συμβαίνουν αναπάντεχα γεγονότα που ανατρέπουν στερεότυπα και συμβάσεις
Στη «Φωτογραφία» ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής κοιτάζει μια φωτογραφία των αρχών του εικοστού αιώνα. Μέσα από τα έντεκα πρόσωπα της πολυκαιρισμένης φωτογραφίας, ο αφηγητής αναγνωρίζει τους πεθαμένους προγόνουν, αλλά και μικρά μυστικά που συγκροτούν το μωσαϊκό μιας μεγαλύτερης τραγωδίας, αυτής του γέροντα της φωτογραφίας. Στην ιστορία με τον τίτλο «Μαύροι άγγελοι», δύο άνθρωποι ως άγγελοι θανάτου, σέρνουν ο καθένας στις πλάτες του ένα νεκρό ψάρι κι έναν νεκρό μπούφο. Η εικόνα των δύο φίλων που συζητούν με ριγμένο το σώμα τους μπροστά μοιάζει βγαλμένη από όνειρο. Το διήγημα «Στον Κάμπο της Χίου νύχτα» ο Τσίγκας περιγράφει ένα ακόμη όνειρο, πιο έντονο από το προηγούμενο. Μέσα από πορτοκαλιές και λεμονιές ο πρωταγωνιστής αντικρίζει την εγκαταλελειμμένη έπαυλη, για την οποία του είχαν κάνει λόγο κάποιοι άνθρωποι. Με υπόκρουση την «Ωδή στο φεγγάρι» του Ντβόρζακ το όνειρο του αφηγητή οδηγεί στο ξύπνημα της μνήμης. Το διήγημα που κλείνει τη συλλογή φέρει τον τίτλο «Κελαηδούν οι τρυποφράχτες;». Σε αυτή την ιστορία τρεις κυνηγοί σκοτώνουν έναν σημαντικό αριθμό πουλιών σε κάθε τους εξόρμηση στο βουνό. Η πραγματικότητα μπλέκεται πάλι με το όνειρο: οι τρεις γυναίκες που εμφανίζονται στον ύπνο του αφηγητή, κρύβουν στα χέρια τους το μυστικό που αναπαύεται στο ψυγείο του καφενείου.
Ο Τσίγκας αντλεί τα ερεθίσματά του από προσωπικά βιώματα τα οποία μπολιάζει με τη φαντασία και το όνειρο. Οι λογοτεχνικοί του ήρωες είναι άνθρωποι απλοί και καθημερινοί, στους οποίους συμβαίνουν αναπάντεχα γεγονότα που ανατρέπουν στερεότυπα και συμβάσεις, αλλάζοντας ριζικά τη ζωή τους.
Εκδόσεις Πανοπτικόν, 2013