
Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Αν δεν είχε μυθιστορηματική φόρμα θα μπορούσε να είναι η σύνοψη μιας διδακτορικής διατριβής για το ζήτημα της εξόντωσης των ελλήνων εβραίων της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, με άξονα τη μελέτη των ψυχικών επιπτώσεων και του ανεξίτηλου τραυματικού αποτυπώματος που αφήνει η ανθρώπινη κτηνωδία και με συνεκτικό ιστό της αφήγησης την μικροϊστορία ανθρώπων προβαλλόμενη στην, και συμπλεκόμενη με, τη ροή της πολιτικοκοινωνικής Ιστορίας της Θεσσαλονίκης από τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου πολέμου μέχρι σχεδόν το τέλος του 20ου αιώνα.
Στημόνι της αφήγησης αποτελούν οι ιστορίες τριών γυναικών, της Αντζέλ, της Λέα και της Λόρυ, όπου πάνω του υφαίνονται οι έρωτές τους, τα πάθη τους, τα πάθεια τους και μαζί η τραγική ιστορία των δύο πρώτων και η αδιέξοδη και ακραία ψυχική κατάσταση της τρίτης μέσα στην περιπλοκότητα της μεταπολεμικής εποχής.
Η αφήγηση της Αντζέλ και η ισοπεδωμένη μνήμη
Στημόνι της αφήγησης αποτελούν οι ιστορίες τριών γυναικών.
Ευφυέστατο συγγραφικό εύρημα αποτελεί η δημιουργία του μυθιστορηματικού Ελιάν, ενός νεαρού εβραίου, ο οποίος είναι φίλος της Λόρυ και σκηνοθετεί μια μικρού μήκους ταινία για το Φεστιβάλ της Δράμας, αναφερόμενη στο δράμα των Εβραίων της Μακεδονίας στη διάρκεια της Κατοχής. Συγκεντρώνουν έτσι αρχειακό υλικό, το οποίο βλέπουν κι από εκεί ξεπηδούν τα γεγονότα που δομούν ή συμπληρώνουν την αφήγηση ή επεξηγούν πλευρές της. Κι ακόμη ηχογραφούν τη διήγηση της Αντζέλ και τη γνώση της από πρώτο χέρι για την περίοδο εκείνη.
Η Αντζέλ είναι η γυναίκα που παραμένει σε σχετική ψυχική ισορροπία στον ενεστώτα χρόνο της αφήγησης και προσπαθεί να καταλάβει πώς κονιορτοποιήθηκε η συναισθηματική συνεκτικότητα της οικογένειάς της και πώς διαλύθηκαν ουσιαστικά οι δομές και η υπόστασή της.
Η Λέα, παντρεμένη με τον Μωύς, έναν αδίστακτο επιχειρηματικά άνθρωπο συνεργάτη του πατέρα της Ερρίκου Μπεφόρ, είναι η αδελφή της Αντζέλ, η οποία ακολούθησε το δρόμο του μαρτυρίου και επέζησε των στρατοπέδων συγκέντρωσης, με σμπαραλιασμένο ψυχικό κόσμο, παραπαίοντας ανάμεσα στις αναμνήσεις και στην πραγματικότητα της καθημερινότητάς της, δίχως να μπορεί να ισορροπήσει πουθενά. Πριν ανεβεί στα τραίνα του ολέθρου το 1942 αγαπούσε έναν άντρα, τον Αλέξανδρο Παυλίδη, η μοίρα του οποίου είναι παράλληλη. Όταν και οι δυο θα επιζήσουν από την κόλαση, εκείνος, καταφεύγοντας στις γραμμές του Κόκκινου στρατού που πλησίαζε στο στρατόπεδο όπου ήταν κλεισμένος, θα μεταβεί στη σταλινική Σοβιετική Ένωση και, το ανυπόταχτο πνεύμα του, θα τον οδηγήσει σε νέο εγκλεισμό και νέα βάσανα στα γκουλάκ της Σιβηρίας. Μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης η Λέα και ο αγαπημένος της θα κατορθώσουν να συνευρεθούν μία και μόνη φορά ενώ μετέχουν στη διαλογή των ρούχων που απεκδύονται όσοι παίρνουν την άγουσα για το κρεματόριο.
Η Λέα θα επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη φορτωμένη όχι μονάχα με το βάρος των όσων υπέφερε, όχι μονάχα με το σίδερο της μνήμης να την ισοπεδώνει, αλλά και με το βάρος μιας εγκυμοσύνης, από την παράφορη σχέση της, μέσα στην κόλαση, με έναν από τους δημίους, την ώρα που ακροβατούσε στο θάνατο.
Γύρω από τον κεντρικό άξονα της αφήγησης κινείται η μακροϊστορία της πόλης.
Η Λόρυ είναι ένα παιδί που θα ταλανιστεί να ψάχνει την ταυτότητά της ολοζωής. Ό,τι προσέφερε εκείνη η σχέση και επαφή στη Λέα σαν ανάσα και σαν εισπνοή ζωής για να αντέξει την τραγωδία του στρατοπέδου, τώρα στη Λόρυ λειτουργεί ως ασφυξία που την κάνει να μη μπορεί να βρει ρυθμό αναπνοής στη μεταπολεμική ελληνική πραγματικότητα. Οι ερωτικές επιλογές της θα χαρακτηριστούν από ακραία νοσηρότητα, χωρίς όρια, βουλιμικά, ασυγκράτητα. Τι προσπαθεί να σκεπάσει στην ταραγμένη ψυχή της με όλη αυτή τη συμπεριφορά; Πού ψάχνει να βρει φωτεινή έξοδο;
Γύρω από τον κεντρικό άξονα της αφήγησης κινείται η μακροϊστορία της πόλης, της χώρας και των ανθρώπων. Χαφιέδες, δωσίλογοι, μικρόψυχοι, προδότες, αλλά και άνθρωποι που στηρίζουν και αισθάνονται την ανάγκη και τον πόνο των συνανθρώπων τους. Χριστιανοί που αγκαλιάζουν τους Εβραίους και διασώζουν από την προοπτική των κρεματορίων κάποιους συμπολίτες τους κι άλλους που ανέχονται η και επιχαίρουν με τη μαύρη μοίρα των διπλανών τους.
Η ευθύνη όλων των πλευρών
Παράλληλα τίθενται τα ερωτήματα: πόση ευθύνη αναλογεί σ' εκείνους που δεν έκαναν αυτό που μπορούσαν ώστε να αποσοβηθεί η τραγωδία; Πώς φτάνει ο άνθρωπος σε τέτοια επίπεδα ανθρωποφαγίας; Θα μπορούσε να εγκληματήσει σε τέτοια κλίμακα ο ναζισμός αν δεν είχε τη συμμετοχή των απλών ανθρώπων της διπλανής πόρτας;
Η Γερμανοεβραία φιλόσοφος Hannah Arendt υποστήριξε πως οι ηγέτες των εβραϊκών κοινοτήτων, τα εβραϊκά συμβούλια στην Γερμανία και την Πολωνία, υπακούοντας στις εντολές των Ναζί βοήθησαν με τον τρόπο τους στη μεγιστοποίηση του αριθμού των θυμάτων. Πως αν δεν είχαν συνεργαστεί ο αριθμός θα ήταν πολύ μικρότερος. Πως το γεγονός αυτό αποτελεί το πιο μαύρο κεφάλαιο σε αυτήν την κατάμαυρη ιστορία. Πως ναι μεν η αντίσταση ήταν αδύνατη σε εκείνες τις συνθήκες, αλλά πως ίσως ανάμεσα στην αντίσταση και την πλήρη υπακοή και συνεργασία υπάρχει ένα ενδιάμεσο στάδιο.
Πόση ευθύνη αναλογεί σ' εκείνους που δεν έκαναν αυτό που μπορούσαν ώστε να αποσοβηθεί η τραγωδία;
Στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης πέθανε, πριν από κάθε άλλο, η ουμανιστική παράδοση του ανθρώπου. Ο ανθρωπισμός εξαερώθηκε από τις καπνοδόχους των κρεματορίων μια για πάντα. Ο εκφυλισμός της ζωής, η έκπτωση της ατομικότητας, η ριζική αλλοίωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, συντελέστηκαν εκεί στα κολαστήρια του ναζισμού, σε αυτά τα εργαστήρια του πειράματος ολικής κυριαρχίας επάνω στην ατομικότητα του ανθρώπου, όπως τα ονόμασε η Hannah Arendt. Μέσα στα στρατόπεδα ο θάνατος , μας λέει ο Στέφανος Ροζάνης στο έργο του «Ο αδιανόητος θάνατος», δεν είναι πια μια ατομική υπόθεση, μια εξαφάνιση μαρτυρική του, ατόμου, αλλά ένας θάνατος που επιβάλλεται πάνω στο αρχέτυπο του ατόμου, πάνω στο ανθρώπινο ον ως είδος, ως ουσία, ως ικανότητα επιβίωσης και δημιουργίας μέσα στον κόσμο. Έτσι ο θάνατος γίνεται πλέον η ταυτότητα του ατόμου. Όχι μόνον εκείνου που πέθανε στα στρατόπεδα, αλλά κυρίως εκείνου που επέζησε. «Το Άουσβιτς», λέει ο Adorno, «επιβεβαιώνει τον φιλοσοφικό κανόνα της καθαρής ταυτότητας ως θανάτου. Η πλέον ακραία φράση στο Τέλος του παιχνιδιού του Beckett, "τώρα πια δεν υπάρχει κάτι μεγαλύτερο που να φοβάσαι", αντιτίθεται σε μια πράξη, που έκανε την πρώτη της δοκιμή μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. [...] Εκείνο που οι σαδιστές ανήγγελαν στα θύματά τους "αύριο θα διαλυθείς στον ουρανό σαν καπνός από εκείνον το δρόμο", το μαρτυρά η αδιαφορία της ζωής κάθε ατόμου προς την οποία κινείται πλέον η ιστορία.»
Ο Γιώργος Ρωμανός έγραψε μετά από πολύχρονη εξαντλητική έρευνα. Γι' αυτό το μυθιστόρημά του έχει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον. Η αφήγηση πλουτίζεται από φωτογραφίες, επίσημα έγγραφα, αρχειακό υλικό, τεκμηριώσεις. Αλλά και οι λογοτεχνικές αρετές της γραφής του Ρωμανού είναι διακριτές σε κάθε σελίδα του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας δίνει το λόγο στους ήρωές του και αφηγούνται την ιστορία τους σε πρώτο πρόσωπο, έτσι που έχουμε τη δυνατότητα να ακούσουμε τις επικαλύψεις στις διεπιφάνειες της αφήγησης ειδωμένες από διαφορετικές οπτικές γωνίες και ψυχικές διαθέσεις. Το μυθιστόρημα, σε πολλές του σελίδες, μπορεί να διαβαστεί και ως ποίημα.
Γιούντιν, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη
Γιώργος Ρωμανός
Εκδόσεις Άγκυρα, 2012
Τιμή: € 15,80, σελ. 411