Του Μένη Κουμανταρέα*
Με τα βιβλία των πολύ νέων μελαγχολώ. Κοίταξε να δεις, λέω στον εαυτό μου, πόσο άλλου είδους συγγραφείς είναι τα παιδιά αυτά και διαφορετικά προσγειωμένοι. Πόσο διαφορετική γλώσσα χρησιμοποιούν και εικονοποιία, πόσο αλλιώτικος είναι εν τέλει ο κόσμος τον οποίο περιγράφουν. Γι' αυτό, παρ' όλη τη διάθεση και την περιέργεια που έχω να δω τι γράφουν, τελευταία πλησιάζω τα βιβλία τους με δισταγμό, αν όχι και με κάποιο φόβο. Φόβο μην δεν τους καταλάβω, φόβο για τους άφθονους ιδιωματισμούς της γλώσσας τους αλλά και της ζωής που περιγράφουν. Φόβος μήπως και φανώ ξεπερασμένος μπροστά τους. Ή μήπως είναι από υπερτροφικό εγωισμό ότι μόνο εμείς, η δικιά μου γενιά, ήξερε να γράφει, και πως όλοι ετούτοι είναι "λογοτεχνία ποπ κορν";
Με τη Λητώ Πιτυρή γνωρίστηκα πριν διαβάσω το βιβλίο της.
Με τη Λητώ Πιτυρή γνωρίστηκα πριν διαβάσω το βιβλίο της. Από κοριτσάκι πήγαινε στο ίδιο ξενοδοχείο που πήγαινα κι εγώ τα καλοκαίρια, τον ΑΡΙΩΝΑ, στο Ξυλόκαστρο. Καθόταν στο πρώτο μαρμάρινο σκαλί της μεγάλης σκάλας σταυροπόδι και σάρκαζε μαζί με άλλες συνομίληκές της εμάς τους μεγαλύτερους. Όμως ειδικά εγώ είχα ασυλία, χωρίς να το ξέρω. Γνώριζε ότι ήμουν συγγραφέας, κι επειδή κι εκείνη είχε το μικρόβιο από μικρή μέσα της, περνούσα αλώβητος από τη στενωπό της κριτικής και της καζούρας. Το καλοκαίρι του 2010, το τελευταίο που μείναμε σε αυτό το ξενοδοχείο όπου οι σοβάδες ξεκολλούσαν και πέφταν, με τη Λιλή άρρωστη στο τελευταίο στάδιο, έβγαινα στο μπαλκόνι και κουβέντιαζα με τη Λητώ που έμενε στο διπλανό δωμάτιο, μεγάλη κοπέλα πια και, όπως μου εξομολογήθηκε, συγγραφέα κάποιων διηγημάτων.
Διηγήματα που όπως έμαθα αργότερα τα ξαναδούλεψε, αλλάζοντας το πετσί της από διηγηματογράφος σε μυθιστοριογράφο. Συνέτεινε σε αυτό η άρνηση των εκδοτικών οίκων να βγάζουν διηγήματα διότι κατά την πάγια έκφρασή τους: «τα διηγήματα δεν πουλούν». Γι' αυτό και κυριαρχεί ως γκράφιτι το σύνθημα: «μυθιστόρημα ή τίποτα». Η Λητώ δεν απογοητεύτηκε. Η συρραφή που έκανε ήταν αρκετά έξυπνη και τεχνικά άρτια έτσι ώστε στο σημερινό βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας οι ραφές να μη φαίνονται. Περισσότερο από μυθιστόρημα θα το έλεγα μεγάλη νουβέλα, αλλά καλύτερα να μην μπούμε σε αυτή τη συζήτηση.
Γρήγορα μου έφυγε ο φόβος ότι δεν καταλαβαίνω τον κόσμο των νέων ανθρώπων.
Ύφος προσγειωμένο, χωρίς μοντερνιές
Με το βιβλίο της Λητώς Πιτυρή γρήγορα μου έφυγε ο φόβος ότι δεν καταλαβαίνω τον κόσμο των νέων ανθρώπων. Αρκετά νωρίς στην ανάγνωση ένιωσα ότι είχα να κάνω με μια πεζογράφο που κρατούσε από σόι παραδοσιακό άρα και οικείο. Δεν υπάρχουν μοντερνιές και κόλπα που συναντώ σε άλλα βιβλία νέων, η γλώσσα χωρίς να πάψει να είναι η γλώσσα της γενιάς της είναι στέρεη και ακριβής. Χωρίς να απαρνιέται τον παράγοντα φαντασία, το ύφος είναι προσγειωμένο, προσιτό, θα έλεγα κλασικό αν από χαραμάδες δεν άφηνε να φανεί αυτό το κάτι που έχουν οι νεότεροι πεζογράφοι, κάτι απροσδιόριστα ανατρεπτικό. Στα χέρια της όμως η ανατροπή αυτή συντελείται σε πλαίσια λογικά, εύρυθμα, χωρίς μεγαλοστομίες και γνωρίζοντας τα όρια. Κάτι που δεν είναι συνηθισμένο σε πρωτοεμφανιζόμενους, να ξέρουν τα όριά τους, να μην τσαλαβουτούν άτσαλα πότε εδώ και πότε εκεί φλερτάροντας με διαφορετικά είδη και ύφη. Η Λητώ Πιτυρή γράφει με σύνεση χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ιδέες που εκφράζει είναι φρόνιμες. Στους ήρωές της, πιασμένους όλους στο δόκανο της κρίσης, αναγνωρίζω προβλήματα που έχουν νεότεροι φίλοι μου, τ' ανίψια μου, κόσμος με τον οποίο έρχομαι σ' επαφή της κρίσης και στιγμή το βιβλίο δεν απομακρύνεται από αυτήν.
Το σημαντικό είναι ότι η Λητώ Πιτυρή το θέμα της κρίσης, όσο τετριμμένο κι αν κοντεύει να καταντήσει αυτό, το διαχειρίζεται απροσποίητα και με καθαρό μάτι. Κι ακόμα, αποφεύγει τον σκόπελο στον οποίο αρκετοί νέοι προσαράζουν άδοξα όταν αντικείμενο του γραψίματός τους είναι τα πολύ φρέσκα σημερινά γεγονότα, αυτά που όλοι μας βλέπουμε στην τηλεόραση κάποτε παραποιημένα. Οπότε, αντί για λογοτεχνία έχουμε δημοσιογραφία και μάλιστα κακή.
Το βιβλίο εξετάζει δύο πλευρές της κρίσης, εκείνης που αφορούν τις σχέσεις των ανθρώπων, και της άλλης, της οικονομικής κρίσης. Οι δύο αυτές παράμετροι είναι συνιστώσες του ίδιου προβλήματος, δύο όψεις διαφορετικές αλλά στο βάθος ίδιες.
Αν οι ήρωες αντιμετωπίζουν τη μοναξιά της ξενιτιάς, εκείνοι που μένουν πίσω αντιμετωπίζουν την πτώχευση.
Από το Λονδίνο των ηττημένων στην Αθήνα της πτώχευσης
Κάποια στιγμή ένας από τους ήρωες περιφέρεται στο Λονδίνο όπου περιγράφονται οι συνθήκες μέσα στις οποίες εκείνος βρέθηκε και πώς οι άνθρωποι ζουν εκεί, μέσα από τα μάτια ενός Έλληνα βεβαίως. Μια πόλη βουερή, άγρια και αφιλόξενη που ανοίγει την όρεξη μόνο στον επίδοξο τουρίστα να την επισκεφτεί και να τη ζήσει επιπόλαια. Εγώ ο ίδιος που έζησα νεαρός αυτή την μεγαλούπολη επί έξι μήνες και διατηρώ αναμνήσεις που σφράγισαν την εφηβεία μου, δεν μπορώ να αναγνωρίσω το Λονδίνο της Λητώς Πιτυρή. Έχω πάντα εμπρός στα μάτια μου τα μαγικά εκείνα χρόνια όταν για πρώτη φορά έζησα μακριά από τους γονείς και την πατρίδα μου.
Αλλά και όταν επισκέφθηκα ξανά πολύ αργότερα το Λονδίνο, το βρήκα αλλαγμένο βέβαια, ωστόσο και πάλι αυτό το Λονδίνο δεν κατοικεί στις σελίδες αυτές. Στριμωγμένα διαμερίσματα που μοιράζονται φοιτητές και νέοι εργαζόμενοι, κάπνα, μουντάδα και παμπ με κόκκινες κουρτίνες στις οποίες ντόπιοι και ξένοι στραγγίζουν το αδιέξοδο της ζωής τους μέσα σε μπύρες και τζιν. Κι ακόμα, πρωταγωνιστής είναι η μοναξιά. «Πρώτη φορά έρχομαι αντιμέτωπος με τόση μοναξιά», λέει ο νεαρός ήρωας του βιβλίου. «Την εντόπισα στο σούπερ μάρκετ. Στα ράφια. Όλα ήταν τεμαχισμένα και χωρισμένα σε μερίδες του ενός. Μια φέτα καρπούζι, μια μελιτζάνα, κομμάτια κρέας αεροστεγώς κλεισμένα σε ατομικές μερίδες. Κλεισμένοι και οι άνθρωποι αεροστεγώς γύρω μου. Καθένας στον εαυτό του». (σελ. 168) Μοναξιά βέβαια προσθέτω παραμονεύει και στην Αθήνα, αν δεν μας γλυτώνει λίγο ότι είμαστε τόσο εξωστρεφείς και ζεμανφού.
Αν οι ήρωες αντιμετωπίζουν τη μοναξιά της ξενιτιάς, εκείνοι που μένουν πίσω αντιμετωπίζουν την πτώχευση. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που η συγγραφέας περιγράφει τα γυάλινα μεγαθήρια της λεωφόρου Κηφισίας που στεγάζουν μεγάλες εταιρίες, κατασκευαστικές και άλλες, καθώς και τους ανθρώπους που ζούνε τα τρία τέταρτα της μέρας τους σε αυτά, τους γιάπηδες και μεγαλόσχημους νεόπλουτους. Μου κάνει εντύπωση και η περιγραφή του εσωτερικού των κτιρίων αυτών, σαν ένα άψογο αρχιτεκτονικό σχέδιο πλουτισμένο όμως με παρατήρηση και φαντασία. Εδώ, βέβαια, θυμάμαι ότι η Λητώ Πιτυρή σπούδασε αρχιτέκτονας. Δεν αρκεί όμως αυτό. Εξίσου εντυπωσιακή είναι η περιγραφή της κατρακύλας των γυάλινων ανθρώπων μέχρι τελικής πτώσεως. Ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του βιβλίου είναι η σταδιακή πτώση του μεγαλοεπιχειρηματία Αντώνη Μπετόνη. Πτώση τόσο στην επιχειρηματική πλευρά της ζωής του όσο και στην προσωπική της οικογένειάς του. Οικογένεια κατ' επίφασιν. Διότι οι γυναίκες αυτών των νεόπλουτων είναι πιο ανατριχιαστικές από τους άντρες τους. Τουλάχιστον εκείνοι παλεύουν και ζουν έστω λανθασμένα, για να οικοδομήσουν, όμως αυτές το μόνο που κάνουν είναι να τρέχουν στα μαγαζιά και στα εγκαίνια φιλανθρωπικών εκδηλώσεων, γυναίκες που δεν ανοίγουν βιβλίο, που γεννούν παιδιά τα οποία με μαθηματική ακρίβεια θα γίνουν πιστά αντίγραφά τους. Υπάρχει ένα κάποιο μεγαλείο στην πτώση του Αντώνη Μπετόνη, ένας αγορίστικος δονκιχωτισμός, ενώ η γυναίκα του είναι η απωθητική εικόνα του πλαστικού και άδειου θηλυκού.
Δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση την οποία περιγράφει η Λητώ Πιτυρή. Είναι η περιγραφή της σήψης, του ηθικού κατήφορου, μια άγρια εικόνα όπου κανένα ιδανικό δεν είναι πια στη θέση του και οι άνθρωποι στροβιλίζονται γύρω από ιδέες και καταστάσεις που έχουν καταρρεύσει.
Άνθρωποι με νταλίκες και άνθρωποι με ανθρώπους συγκρούονται συνεχώς.
Ασφυκτιώντας στην επαρχία
Παράλληλα με τη ζωή στην Αθήνα, τους μεγαλόσχημους, από τη μια και τους αγανακτισμένους από την άλλη, υπάρχει και η ζωή στην επαρχία στην οποία αναγκάζεται λόγω οικονομικών συνθηκών να καταφύγει το ζευγάρι Τάκης και Ράνια. Εκείνος αντέχει διότι είναι το περιβάλλον που μεγάλωσε. Εκείνη ασφυκτιά. Ώσπου ένα βράδυ, εκεί που νιώθει ότι θέλει απελπισμένα μια άλλη συντροφιά, η Ράνια καταφεύγει σε ένα μπαρ με το φόβο πάντα μην την αναγνωρίσουν. Κι από εκεί μεθυσμένη πια παίρνει το αυτοκίνητό της νύχτα για την Αθήνα έως ότου ο θάνατος παραμονεύει σε μια μετωπική με νταλίκα.
Άνθρωποι με νταλίκες και άνθρωποι με ανθρώπους συγκρούονται συνεχώς. Άλλοτε με τη μορφή του ενεχυροδανειστή, όπου ο Μπετόνης καταφεύγει για να υποθηκεύσει το αστραφτερό του ρόλεξ. Άλλοτε με τη σκιά του αλτσχάιμερ στο πρόσωπο της μητέρας της Λίνας, της Μίνας, που εξαφανίζεται ξαφνικά από το σπίτι. Την αναζητούν παντού, ακόμα και στο νεκροτομείο για να τη βρουν τελικά σ' ένα παγκάκι στην Κηφισιά, όπου η Λίνα έχει μια σύντομη ερωτική φαντασίωση με τον αστυνομικό που της την παραδίδει. Και όταν η μητέρα σπίτι της πια ξυπνά, η κόρη τη ρωτά: «Καλά ρε μαμά, πώς σου ήρθε να πας στην Κηφισιά βραδιάτικα;» «Ποια Κηφισιά παιδί μου», αποκρίνεται η μαμά, «Εγώ δεν το κουνάω απ' το σπίτι μου. Φοβάμαι.»
Το μελό παραμονεύει σε όλες τις ιστορίες, μόνο που ποτέ δεν παίρνει το πάνω χέρι όπως στη λεγόμενη ροζ λογοτεχνία.
Ο χωρισμός στον οποίο καταλήγουν ο Άρης και η Όλγα είναι κι αυτός μια σύγκρουση απ' την οποία σκοτώνεται ο δεσμός. Και όλα αυτά συμβαίνουν με τη διαρκή παρουσία του γκράφιτι «ΟΛΓΑ Ή ΤΙΠΟΤΑ» που από τους τοίχους της γειτονιάς της ηρωίδας μετακομίζει παντού σε όλη την πόλη. Σύνθημα απειλητικό που μένει απροσδιόριστο για το ποιος μπορεί να το έχει γράψει. Τελικά το παίρνει η συγγραφέας και το κάνει τίτλο στο βιβλίο της.
Χωρίς αίσιο τέλος
Καμιά από τις τέσσερις-πέντε κεντρικές ιστορίες που σχηματίζουν το βιβλίο δεν έχει αίσιο τέλος. Το μελό παραμονεύει σε όλες, μόνο που ποτέ δεν παίρνει το πάνω χέρι όπως στα βιβλία των γυναικών που γράφουν μπεστ σέλερ, τη λεγόμενη ροζ λογοτεχνία. Όπως και ο αισθησιασμός είναι πανταχού παρών όταν μάλιστα οι ρόγες των ηρωίδων σκληραίνουν απότομα απαιτώντας την παρουσία αρσενικού. Αλλά ούτε αυτός κυριαρχεί. Η Λητώ Πιτυρή ξέρει να είναι συνετή και φρόνιμη, καμιά φορά υπέρ το δέον, περιορισμένη μάλιστα όπως είναι στην αστική τάξη τα ήθη της οποίας περιγράφει χωρίς να αγνοεί τις λαϊκότερες τάξεις αλλά αποφεύγοντας να αναμιχθεί με αυτές αποκλειστικά. Χαίρομαι που δεν υπάρχει happy end στο βιβλίο της. Εάν υπήρχε θα πρόδιδε κάτι από την ψυχή των ηρώων.
Μπορεί να μην είναι αριστούργημα αλλά είναι ένα κείμενο ζωντανό...
Το μυθιστόρημα της Λητώς Πιτυρή δεν έχει τις συνήθεις αδυναμίες του πρωτοεμφανιζόμενου. Μπορεί να μην είναι αριστούργημα αλλά είναι ένα κείμενο ζωντανό, που ξέρει να φυλάγεται από τις κακοτοπιές. Συντηρεί όχι μόνο την περιέργεια, που από τη φύση της γρήγορα εξατμίζεται, αλλά και την εμπιστοσύνη του αναγνώστη. Εμπιστοσύνη που είναι το πρώτο σκαλί στη σύμβαση που χτίζεται ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη. Σημαία με την οποία ξεκινά κανείς για την κορυφή του Έβερεστ της λογοτεχνίας.
Τελειώνοντας το βιβλίο της Λητώς, αναπόφευκτα νιώθω τη σκιά του παλιού ξενοδοχείου στο Ξυλόκαστρο, του ΑΡΙΩΝΑ, να πέφτει πάνω στις σελίδες του. Μια σκιά της μπελ-επόκ. Και μου αρέσει το γεγονός ότι ένα μικρό κορίτσι που ζούσε κάποτε τα καλοκαίρια εκεί, σήμερα πια μεγάλη κοπέλα, μπορεί και βλέπει την κοινωνία αυτή όχι με νοσταλγία μα με μάτι καθαρό, χωρίς παρωπίδες.
ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ
* Το κείμενο αυτό διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο Polis art Cafe, στις 8 Νοεμβρίου 2013.