Για τα αφηγήματα του Κάρολου Τσίζεκ «Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής και άλλες αφηγήσεις» (εκδ. Κίχλη)
Του Κώστα Αγοραστού
Διακεκριμένος ζωγράφος, πρωτοπόρος γραφίστας, λεπτολόγος μεταφραστής, ξεχωριστός ποιητής και χαρισματικός πεζογράφος: Ο Κάρολος Τσίζεκ συγκεντρώνει όλες τις παραπάνω ιδιότητες που τον καθιστούν μια από τις σημαντικότερες πνευματικές φυσιογνωμίες της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης.
Γεννημένος στη Μπρέσια της Ιταλίας από Τσέχους γονείς, το 1929 έρχεται οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη και φοιτά στο Ιταλικό σχολείο. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία και έπειτα Ιταλική Γλώσσα και Λογοτεχνία στο Α.Π.Θ., όπου και δίδαξε αργότερα στο Ιταλικό τμήμα (1961-1998). Η φιλία του με τον Πεντζίκη και τον Χριστιανόπουλο, η συνεργασία του με τα περιοδικά «Κοχλίας» και, αργότερα, «Διαγώνιος», στην τυποτεχνική και καλλιτεχνική επιμέλεια, οι μεταφράσεις και η επιμέλεια ήταν από αυτά που καθόρισαν το στίγμα του και τον απασχόλησαν αρκούντως δημιουργικά.
Το πρώτο κείμενο, που είναι και το εναρκτήριο αυτού του μικρού και κομψού βιβλίου, το εντόπισε ο Αλέξης Ζήρας στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Ένεκεν».
Φαινομενικά, όλες οι παραπάνω ιδιότητες επικάλυψαν και «καθυστέρησαν» το να εκφραστεί μέσω των λέξεων ο Τσίζεκ. Δε συνέβη όμως αυτό. Το πρώτο κείμενο, που είναι και το εναρκτήριο αυτού του μικρού και κομψού βιβλίου, το εντόπισε ο Αλέξης Ζήρας στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Ένεκεν». Γράφει ο Ζήρας στο επίμετρο της έκδοση της Κίχλης γι’ αυτό το κείμενο του Τσίζεκ: «Στις σελίδες του “Ένεκεν” δε με υποδεχόταν ο χρονικογράφος, όσο η μορφή ενός ολοκληρωμένου συγγραφέα, που δεν έμενε σε στιγμιότυπα και περιστατικά, αλλά τα ενσωμάτωνε σε μια άλλη, δική του αλήθεια. Ενός πεζογράφου που από τις μακρινές, παιδικές και εφηβικές του ενθυμήσεις του Μεσοπολέμου ανέπλαθε, με νεανική διάθεση, με χιούμορ ενίοτε δηκτικό, με ρεαλιστική καθαρότητα, αλλά και με υπόρρητη νοσταλγική θλίψη, έναν κόσμο ολοζώντανο». Ο ολοκληρωμένος συγγραφέας διαφαίνεται και στα υπόλοιπα πέντε αφηγήματα της συλλογής. Η μνήμη κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στα τεκταινόμενα. Αναπλάθει τα γεγονότα, τους προσδίδει αίγλη, φέρνει στο φως λόγια και νεύματα ξεχασμένα. Η φιγούρα του πατέρα, το κυνήγι, η εξορία και οι συνεχείς μετεγκαταστάσεις, ο κοινωνικός περίγυρος, η πικρή διαπίστωση ότι η οικογένεια Τσίζεκ δεν είναι σαν τις άλλες. Οι πολιτισμικές διαφορές μεγάλες κι όμως ανεκτές για τον περίγυρο της εποχής. Το ζήτημα του θρησκεύεσθαι, το οποίο αντιμετωπίζεται από την οικογένεια Τσίζεκ χωρίς δογματισμό και ιδεοληψίες, και περιγράφεται τόσο παραστατικά στο αφήγημα «Αθρησκεία» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Φιλομάθεια, κατανόηση της ετερότητας του Άλλου, ηθικό καθήκον για βοήθεια ήταν ζητήματα αυτονόητα και συνεχώς επιβεβαιούμενα στην πράξη.
Χιούμορ κι αυτοσαρκασμός
Ο Τσίζεκ με οδηγό τη μνήμη, τους τσέχους μετανάστες που φιλοξενούνταν στο σπίτι της Θεσσαλονίκης, τις μυρωδιές, τις γεύσεις και κυρίως τη γλώσσα επιστρέφει στην Τσεχία με τον τρόπο του άπατρη. Υπερσκελίζει την καχυποψία με την οποία τον αντιμετωπίζει το τσεχικό κράτος και εγκύπτει στην ιστορία της πόλης και των ανθρώπων της Πράγας με γνήσια αγάπη.
Ο Τσίζεκ με οδηγό τη μνήμη, τους τσέχους μετανάστες που φιλοξενούνταν στο σπίτι της Θεσσαλονίκης, τις μυρωδιές, τις γεύσεις και κυρίως τη γλώσσα επιστρέφει στην Τσεχία με τον τρόπο του άπατρη. Υπερσκελίζει την καχυποψία με την οποία τον αντιμετωπίζει το τσεχικό κράτος και εγκύπτει στην ιστορία της πόλης και των ανθρώπων της Πράγας με γνήσια αγάπη. Η αγάπη για τις προσφιλείς του κουλτούρες έχουν συνθέσει μια μοναδική προσωπικότητα, η οποία δε χάνει την ευκαιρία να αυτοσαρκαστεί. Λέει κάπου ο Τσίζεκ: «Κάρολε, μπορεί η ζωή σου εδώ που βρίσκεσαι να είναι κάθε άλλο παρά ρόδινη, όμως αν γύριζες στην πατρίδα, ίσως να σε έστελναν κατευθείαν σε στρατόπεδο αναμόρφωσης, λόγω οκνηρίας, παρασιτισμού ή δεν ξέρω τι άλλο, που εδώ στην Ψωροκώσταινα, τουλάχιστον, δεν αποτελούν αδίκημα». Το χιούμορ του οξύ και διαπεραστικό. Υποδόριο και στοχευμένο. Στο αφήγημα «Γιόζεφ Ρεσλ» στη συνομιλία του με έναν Τσέχο ο Τσίζεκ αρχίζει να λέει: «“Θάλασσα δεν έχουμε κι ωστόσο έχουμε έναν εφευρέτη της προπέλας”. “Μα ούτε και οι Ούγγροι έχουν θάλασσα”, μου απαντά. “Ένας στρατηγός τους όμως, ο Στέφανος Τυρ, που συμπολέμησε με τον Γαριβάλδη για την κατάληψη του Regno delle Due Sicilie, ο οποίος ήταν και μηχανικός, εκπόνησε τα σχέδια για την κατασκευή της κλιμακωτής διώρυγας του Παναμά, που άρχισε το 1881 και μετά από τεράστιες δυσκολίες ένωσε τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό ωκεανό. Μέχρι εκεί έφτασε η χάρη του. Και σαν να μην ήταν αρκετό, ίδρυσε αργότερα και μια διεθνή εταιρεία για τη διάνοιξη και την εκμετάλλευση της διώρυγας της Κορίνθου, τελικά πάλι με σχέδια ενός συμπατριώτη του μηχανικού, του Μπέλα Γέρστερ”. “Φαίνεται απ’ όλα αυτά ότι οι Κεντροευρωπαίοι έχουν μια ιδιαίτερη αδυναμία για τη θάλασσα” είπα. “Μόνο αδυναμία; Δε λέμε καλύτερα πάθος;” μου απαντά. Και προσθέτει: “Θα δίναμε ευχαρίστως τη Σλοβακία για λίγη θάλασσα”. Οι Τσέχοι έχουν ένα ιδιότυπο χιούμορ».
Στα έξι αφηγήματα του Κάρολου Τσίζεκ συναντάμε έναν άνθρωπο ευρυμαθή, ευγενικό εκ φύσεως, δίκαιο με το παρελθόν και τους ανθρώπους του. Έναν άνθρωπο πλήρη, χωρίς χρωστούμενα και οφειλές. «Τα έξι αφηγήματα του βιβλίου», σημειώνει ο Αλέξης Ζήρας στο επίμετρο, «διαμορφώνουν έναν κύκλο με πυρήνα τη διάσωση, μέσω της μνήμης, της οικογενειακής ταυτότητας, της συλλογικής ταυτότητας και βέβαια της προσωπικής ταυτότητας του Τσίζεκ». Τα αφηγήματα σκιαγραφούν επίσης το πορτρέτο μιας γενιάς ανθρώπων που πρωταρχικά ζούσαν και έπειτα έγραφαν. Αφηγήματα χωρίς καμιά επίδειξη, κανέναν ακκισμό (γλωσσικό ή ιδιοσυγκρασιακό), παρά με ειλικρινείς σκέψεις, τρυφερές αναμνήσεις και μια συγκινητική προσπάθεια ανασύστασης του παρελθόντος με κρυστάλλινη διαύγεια και λογοτεχνικές αρετές. «Όπως και να έχουν τα πράγματα» λέει σε ο Τσίζεκ κάπου, «πέρασαν στο μεταξύ τόσα χρόνια, οι μνήμες άρχισαν να ξεθωριάζουν, τα νερά της λήθης πλημμύρισαν το τοπίο, που διαγράφεται πλέον αμυδρά, και έχει αμβλυνθεί η αιχμηρότητα των καταστάσεων που έμοιαζαν αξεπέραστα βασανιστικές».
*Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
και άλλες αφηγήσεις
Κάρολος Τσίζεκ
Εκδόσεις Κίχλη, 2013
Τιμή € 13,00, σελ. 221