Του Δημήτρη Αργασταρά
Η λογοτεχνία τρόμου γεννήθηκε και άκμασε περισσότερο στις αχανείς σκοτεινές εκτάσεις της ηπειρωτικής Ευρώπης και της Αμερικής, αλλά μερικές φορές αξιόλογες προσπάθειες συναντάμε και στην εγχώρια παραγωγή.
Στα νεότερα χρόνια, οι σπουδαίοι συγγραφείς που εξάσκησαν το είδος (Ε. Α. Πόε, Χένρυ Τζέιμς, Χ. Φ. Λάβκραφτ, Στέφεν Κίνγκ) δημιούργησαν ένα πλαίσιο ''οικιακού τρόμου'', που διέπεται βασικά από την ιδέα πως κανείς δεν μπορεί να είναι ασφαλής, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται, ακόμη και μέσα στο εξανθρωπισμένο αστικό τοπίο. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν και οι τρεις παρακάτω συλλογές διηγημάτων που αλιεύσαμε από την πρόσφατη ελληνική παραγωγή…
Το Camera Obscura (Momentum, 2012) είναι η πρώτη λογοτεχνική εμφάνιση του Σταμάτη Λαδικού, η οποία περιλαμβάνει 12 ιστορίες, όλες στο είδος του τρόμου, που διατρέχουν όμως διαφορετικές αποχρώσεις του – υπαινικτικός τρόμος, σουρεαλιστικοί εφιάλτες, ψυχολογικός πόνος, κοσμικό δέος. Ο Λαδικός δείχνει όχι μόνο να κινείται με άνεση στα διαφορετικά πλαίσια των ιστοριών του, αλλά και να κατέχει ευρύτερους λογοτεχνικούς ορίζοντες που του επιτρέπουν να γίνεται πολυσυλλεκτικός και να αυξάνει την πολυπλοκότητα των ιστοριών του.
Στις σελίδες του βιβλίου θα διαβάσουμε για έναν νεκρόφιλο φωτογράφο που στοιχειώνεται από τα παράδοξα μοντέλα του, για ένα μυστηριώδες ξέφωτο που αιχμαλωτίζει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, για Μάσκες που ζωντανεύουν έργα τέχνης, για τον ίδιο τον Θάνατο που ταξιδεύει σε απομακρυσμένα χωριά, για τον Κώστα (Καρυωτάκη) που δεν ακολούθησε την Μαρία (Πολυδούρη) κι επέλεξε την αυτοκτονία, για την υλοποίηση μιας δαιμονικής στοιχειακής οντότητας στην δική μας διάσταση, κ.α.
Τα διηγήματα χαρακτηρίζονται από αφηγηματική άνεση, αναπαραστατική δεξιοτεχνία, υποβλητική ατμόσφαιρα και ωραίους διαλόγους. Μερικές ιστορίες – ευτυχώς λίγες – δίνουν την αίσθηση πως θα μπορούσαν να αναπτυχθούν περισσότερο, πως ο συγγραφέας βιάζεται να μας οδηγήσει στην αγωνιώδη συναισθηματική κορύφωση των ηρώων-θυμάτων του. Ωστόσο, ο Λαδικός διαθέτει το χάρισμα των εμπνευσμένων ιδεών και συνδυάζει ωραία την συνομιλία με τους μεγάλους του είδους με την ελευθερία της δικής του, καλλιεργημένης γραφής.
Ο Ανδρέας Καπανδρέου είναι ένας συγγραφέας από την Κύπρο, τον οποίο γνώρισα μέσα από την πρώτη του συλλογή διηγημάτων (απ’ όπου η ιστορία ''Θανάσιμο Όνειρο'' συμπεριλήφθηκε πρόσφατα σε τεύχος του ολλανδικού περιοδικού Kluger Hans). Στην νέα, δεύτερη κατά σειρά διηγηματική συλλογή του, Ο γιος της Μάγισσας, αλλόκοτες ιστορίες (Συμπαντικές Διαδρομές, 2012) βελτιώνει αισθητά την γραφή του και μάς εμπεδώνει την αίσθηση της αγαπημένης του ''συνταγής'' όσον αφορά στα πεζά μικρής φόρμας : σύντομες, καθαρές ιστορίες που βασίζονται κυρίως σε μία ιδέα, ένα σεναριακό εύρημα, με καθαρή ωστόσο απόκλιση προς το μυστηριώδες, το αλλόκοτο και το ασυνήθιστο.
Είτε πρόκειται για έναν αιχμάλωτο πολέμου που συνεχίζει αδιάκοπα ως φάντασμα τον εγκλεισμό του στην στενή φυλακή του, για την μοιραία συνάντηση ενός ταξιδιώτη με την φευγαλέα παρουσία μιας λευκοντυμένης νεαρής στην στροφή του δρόμου, για την ιδιαίτερη ικανότητα ενός παιδιού να διαβάζει τις σκέψεις των άλλων, για την παγίδευση μέσα στους ιστούς μιας ονειροπαγίδας ή για τους νεκρούς του πλανήτη Ογκλ, οι ιστορίες του Καπανδρέου χαρακτηρίζονται από την επιμελημένη γραφή και την απλή, ομαλή και ανεπιτήδευτη αφήγηση, που δεν δυσκολεύει τον αναγνώστη αλλά, αντίθετα, δεσμεύει την προσοχή του. Στις πιο αδύναμες στιγμές του, απλώς εκθέτει τα συγκεκριμένα περιστατικά, παρουσιάζει συγκεκριμένες σκηνές αλλά όχι συγκεκριμένους χαρακτήρες, χωρίς ωστόσο να χάνεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Απ' ότι φαίνεται, ο Καπανδρέου είναι ένας εξελίξιμος, εργατικός συγγραφέας, που τον παρακολουθεί κανείς με ενδιαφέρον.
Το Λυκόφως (Οδός Πανός, 2012) είναι το τέταρτο κατά σειρά βιβλίο του Βαγγέλη Γεωργάκη, αλλά μάλλον το πρώτο που οριοθετείται τόσο αυστηρά στο χώρο του φανταστικού. Παρόλο που ο τίτλος του παραπέμπει σε γνωστό ξενόγλωσσο best seller, το γεγονός αυτό είναι καθαρά συγκυριακό και ο Γεωργάκης κινείται σε ένα τελείως διαφορετικό ποιοτικά επίπεδο. Τα δεκατέσσερα διηγήματα της συλλογής χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερη επιμέλεια στην γραφή, το καλλιεργημένο ύφος, και τον εσωτερικό τόνο της αφήγησης. Το χαρακτηριστικό τους είναι ότι σχεδόν όλες οι ιστορίες ξεκινούν μέσα σε ένα απόλυτα ρεαλιστικό πλαίσιο, αυτό της σύγχρονης καθημερινής ζωής, και οι ήρωές του φαντάζουν κανονικοί, καθημερινοί άνθρωποι, για να εξελιχτούν όμως σε κάτι τελείως διαφορετικό, που πρόκειται να ξαφνιάσει αλλά και να γοητεύσει τον αναγνώστη.
Έτσι, στις ιστορίες της συλλογής θα διαβάσουμε για μια οικογένεια που συγκεντρώνεται για το μεσημεριανό τραπέζι, για τον ιδιοκτήτη ενός μικρού και έρημου επαρχιακού ξενοδοχείου, για μια ομάδα υδατοσφαίρισης, για μια πρώην συγγραφέα-νυν επιμελήτρια βιβλίων, για έναν συγγραφέα που του χαρίζουν μια χρυσή πένα, κτλ. Αυτό που μπορεί να ξενίσει κάπως τους πιο φανατικούς αναγνώστες του είδους είναι ότι οι ιστορίες του Γεωργάκη ξεκινούν και μερικές φορές εξελλίσονται επί μακρόν απόλυτα φυσιολογικά, ενώ εδώ ο συγγραφέας δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα πρόσωπά του, για τον ιδιαίτερο ψυχισμό και την βιογραφία τους, αλλά, από την άλλη, αυτό μπορεί να ικανοποιήσει ξεχωριστά τους λάτρεις της ''καθαρής'' λογοτεχνίας.
argastaras@yahoo.gr