
Για τον τόμο «Άπαντα τα πεζά» (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου) του Μπρούνο Σουλτς, από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Του Νίκου Ξένιου
Πρόσφατα κυκλοφόρησαν Άπαντα τα πεζά του Μπρούνο Σουλτς από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε εξαίσια μετάφραση και με κατατοπιστικό επίμετρο της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου και περιλαμβάνουν τις συλλογές Τα μαγαζιά της κανέλας και Η νύχτα της μεγάλης εποχής. Το μπαρόκ, ποιητικό ύφος των διηγημάτων αυτού του σπουδαίου στιλίστα της γλώσσας, επηρεασμένο από τον Κάφκα, διανθίζεται από σουρεαλιστικό χιούμορ και ρεαλιστικές λεπτομέρειες στην περιγραφή, που του προσδίδουν ζοφερή, σαρκαστική απόχρωση.
To κομμάτι της εβραϊκότητας του συγγραφέα
![]() |
Ντροχόμπιτς 1939 |
Όσοι Εβραίοι έφτασαν στην Πολωνία προερχόμενοι από τη Γερμανία, επέκτειναν τις δραστηριότητές τους έως το φέουδο της Γαλικίας-Βολινίας. Από τότε, η κουλτούρα Ασκενάζι κυριάρχησε ανάμεσα στους κατοίκους της περιοχής. Το 1340 το Ντροχόμπιτς, μαζί με ολόκληρη την Κόκκινη Ρουθηνία, ενσωματώθηκε στο βασίλειο της Πολωνίας. Οι πρώτες καταγραφές εβραϊκής παρουσίας στο Ντροχόμπιτς ανάγονται στην Αναγέννηση, το 1404, όταν οι Εβραίοι κατείχαν τα αλατωρυχεία της περιοχής, ενώ οι κυβερνώντες αγνοούσαν επιδεικτικά την παρουσία τους και τους αρνούνταν ξεχωριστό κοιμητήριο και διακριτή κοινότητα. Στα 1500 το διοικητικό συμβούλιο του Ντροχόμπιτς επέτρεψε στους Εβραίους την παραγωγή μπίρας και βότκας, καθιερώνοντας παράλληλα ένα φορολογικό σύστημα σ’ αυτούς. Το «καχάλ» (η εβραϊκή κοινότητα) αντιπροσωπευόταν στο Ρεστσόβ και το 1578 οι Εβραίοι έφτασαν τους 3.600: την ίδια χρονιά ο βασιλιάς Στέφανος εξέδωσε διάταγμα (Privilegium de non tolerandis Judaeis) που περιόριζε τις εμπορικές δραστηριότητες των Εβραίων. Το 1580 η Κόκκινη Ρουθηνία αντιπροσωπευόταν στο Συμβούλιο των Τεσσάρων Γαιών (που ήταν ενεργός θεσμός από το δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα έως το 1764), μια τοπική κυβέρνηση του Στέμματος της Πολωνίας. Το 1618 το Ντροχόμπιτς ισοπεδώθηκε από τους Τατάρους, ενώ το 1635 ο Ρώσος βοεβόδας Γιαν Ντανίλοβιτς εξασφάλισε κάποια εδάφη στους Ιουδαίους, που πήραν την ονομασία Na Łanie (χρεωμένα εδάφη) και περιλάμβαναν και κοιμητήριο. Το 1659 ο βασιλιάς Βλαντισλάβ ο Τέταρτος επέτρεψε στο εβραϊκό στοιχείο την υπό όρους εγκατάσταση στην περιοχή και στην περίοδο της αυστριακής κατοχής χρονολογείται η ίδρυση της νέας Συναγωγής. Το εβραϊκό εμπόριο άνθησε στην εποχή του Γιαν Σομπιεσκι του Τρίτου, ιδιαίτερα στον τομέα της εμπορίας αλκοολούχων ποτών.
Ο Μπρούνο Σουλτς γαλουχήθηκε μέσα σ’ αυτό το πολυπολιτισμικό κάδρο. Υπήρξε σπουδαστής γραφικών τεχνών στη Βιέννη και εξειδικεύτηκε στη λιθογραφία. Για το λογοτεχνικό του έργο ο Τζον Άπνταϊκ τον χαρακτήρισε «έναν από τους σπουδαίους transmogrifies: ριζικούς μετατροπείς της εικόνας του κόσμου σε γκροτέσκες λέξεις». Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του, εργάσθηκε από το 1924 ώς το 1939 ως καθηγητής Καλών Τεχνών στο Γυμνάσιο της περιοχής. Στη δεκαετία του ’30 άρχισε να γράφει, παρά το γεγονός ότι παρέμεινε απομονωμένος από τους φιλολογικούς κύκλους της εποχής. Άρθρα του δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Wiadomosci Literackie» και μαρτυρείται η αλληλογραφία του με τον Γκομπρόβιτς και τον Βίτκιεβιτς, καθώς και με την ποιήτρια της γλώσσας γίντις Ντέμπορα Φόγκελ.
«Τα μαγαζιά της κανέλας»: η τρυφερή ζωή μέσα από το σκοτάδι
Χωρίς να καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια να τηρήσει τις συμβάσεις του ρεαλισμού, ο Σουλτς περνά σε μιαν ιδιότυπη πρόζα δικής του εμπνεύσεως, στα πλαίσια της οποίας η μεταφορά χρησιμοποιείται αυθαίρετα, χωρίς απαραίτητη αντιστοίχιση με την εικονοποιία των μεταφορών που έχουμε συνηθίσει.
Παρά τη γνώση του των εβραϊκών και των γερμανικών, ο Σουλτς έγραψε την πρώτη του συλλογή, τα Μαγαζιά της Κανέλας (1934) στα πολωνικά. Κυρίαρχη η μορφή του πατέρα από το πρώτο κιόλας αφήγημα, τον «Αύγουστο», ενώ η μορφή της μητέρας είναι σκιώδης, ή, για την ακρίβεια, επισκιάζεται από την παντοδύναμη φιγούρα της οικιακής βοηθού, της Αντέλας. Μπερδεμένες συστάδες φυτών, δέντρων και άλλων στοιχείων της φύσης συνθέτουν το νατουραλιστικό σκηνικό της μικρής πόλης, που ανακλά την ψυχική διάθεση του συγγραφέα με όλες της τις μεταπτώσεις. Χωρίς να καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια να τηρήσει τις συμβάσεις του ρεαλισμού, ο Σουλτς περνά σε μιαν ιδιότυπη πρόζα δικής του εμπνεύσεως, στα πλαίσια της οποίας η μεταφορά χρησιμοποιείται αυθαίρετα, χωρίς απαραίτητη αντιστοίχιση με την εικονοποιία των μεταφορών που έχουμε συνηθίσει. «Ίδιον της ύπαρξής μου είναι να παρασιτώ στις μεταφορές» έγραφε ο ίδιος στο κείμενο «Μοναξιά», και δεν υπερέβαλλε καθόλου. Kαθώς οι εποχές διαδέχονται η μια την άλλη, η πόλη αλλάζει ύφος, γίνεται όλο και πιο σκυθρωπή και ζοφερή, και αυτό αντικατοπτρίζεται στο εσωτερικό των σπιτιών, που κατά μια περίεργη συγκυρία είναι έρμαια των εντόμων και των άλλων μικροσκοπικών εισβολέων. Μια πανίδα εντόμων και πτηνών θα σταθεί αυτόπτις μάρτυρας μιας εξωφρενικής σειράς μεταμορφώσεων, που όμως δεν έχουν καφκικό πρόσημο: πρόκειται για την καθιέρωση μιας νέας, προσωπικής εκδοχής της πραγματικότητας, που πλέει πλησίστια στην ανάγκη διαμόρφωσης ενός ηθικού υπόβαθρου, αρχικά ασαφούς αλλά σταδιακά φωτιζόμενου.
Μια γλυκιά χαύνωση κυριαρχεί στα Μαγαζιά της κανέλας, μαζί με μια τελετουργική συμφωνία διαδοχικών κινήσεων της καθημερινότητας, που στέφεται με ιερατική σοβαρότητα και φαντάζει απαραβίαστη. Η πάροδος του χρόνου μοιάζει με ροή ποταμού. Συχνά ο αναγνώστης διερωτάται πώς να είναι άραγε στο πρωτότυπο μια λέξη του Σουλτς, και παράλληλα διερωτάται σχετικά με τις άπειρες συνδηλώσεις που λογικά θα έχει αυτή η λέξη στα πολωνικά. Άραγε ο Έλληνας αναγνώστης χάνει τις αμέτρητες αυτές παραδηλώσεις των «ασυνάρτητων ονειροφαντασιών» και τις λεπτές εξυφάνσεις των παράλληλων νοημάτων, που πιθανόν να αποκρυπτογραφούσαν το όντως κρυπτικό κείμενό του; Όπως και αν έχει, η μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου συνιστά ένα αυτόνομο έργο, που το διατρέχει απ’ την αρχή ως το τέλος η υφολογική ενότητα και η γλαφυρότητα. Είναι μια μετάφραση απολύτως ξεχωριστή, που επιτρέπει στον αναγνώστη να μυηθεί σ’ αυτή την ξεχωριστή λογοτεχνία του στιλίστα Σουλτς, που για τα δεδομένα του 1934 υπήρξε απόλυτα ρηξικέλευθη.
«Το σανατόριο κάτω απ’ την κλεψύδρα»: ένα δωμάτιο μεγάλο σαν τον κόσμον όλο
Η παιδική του ηλικία έχει «παγώσει» ανάμεσα στα ψιθυρίσματα προσώπων που μπορούν, με μια πρωτεϊκή πανουργία, να γίνονται τεράστια οικοδομήματα ή ευτελή έντομα, να ταξινομούν εκ νέου τις εποχές του χρόνου εντρυφώντας σε αυτό που ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται ως την πεμπτουσία τους.
Τρία χρόνια αργότερα (1937) ακολούθησε η συλλογή Το σανατόριο κάτω απ’ την κλεψύδρα. «Το ονομάζω απλώς Βιβλίο» είναι η πρώτη φράση του βιβλίου «χωρίς καμία περιγραφή ή επίθετο, και σ’ αυτή την αποχή και τον περιορισμό υπάρχει ένας αμήχανος αναστεναγμός, μια ήσυχη παράδοση ενόψει της απεραντοσύνης του υπερβατικού»… Ο Σουλτς δεν γνωρίζει τα όρια ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη: το αποδεικνύει το γεγονός ότι βαφτίζει το αφήγημά του «μυθιστόρημα», και υπό αυτό το πρίσμα είναι πολύ πιο μοντέρνος (και πολύ πιο αμιγής προπάτορας του Μπόρχες) απ’ ό,τι φαντάζεται κανείς. Πράγματι, ακόμη και τα πρωθύστερα και παράλογα σημεία του κειμένου («Η μητέρα δεν υπήρχε ακόμη, περνούσα τις ημέρες μου ολομόναχος με τον πατέρα») που προσδίδουν υπερρεαλιστικό χρώμα στην αφήγηση, κατ’ ουσίαν επιστρατεύονται στην κατεύθυνση μιας κοσμογονίας υπερβατικής, όπου το ειδύλλιο του παιδιού με τον πατέρα λαμβάνει χώρα με την άφιξη του πατέρα στο σύμπαν ενός κόσμου αμιγώς λογοτεχνικού, για να παραμείνει εκεί, στη διαδρομή προς το δάσος με το σανατόριο, ένας διαρκής, επικρεμάμενος εφιάλτης γεμάτος ποίηση. Το σανατόριο είναι μια αυτοτελής, υπερβατική συνθήκη ύπαρξης, ύπαρξης μετά θάνατον, όπου η χρονικότητα των συνηθισμένων γεγονότων αφανίζεται τελείως.
Για τον Μπρούνο Σουλτς υφίστανται μόνο τα θεϊκά χρώματα μετά το λιώσιμο των πάγων της άνοιξης, το κυρίαρχο παντοφλάκι της παραμάνας του, της Αντέλας, η καλλιγραφία των αστεριών, το αρχιπέλαγος των σημαδιών του τοίχου, η ηρωϊκή χάρτα μιας προσωπικής κατάκτησης, ο οπιούχος παράδεισος της αυτοκρατορίας του Φραγκίσκου Ιωσήφ, ένα βαλσαμωμένο ζώο σε μια βάση στο κομοδίνο, μια σιωπηρή φρουρά ανάπηρων αξιωματικών που μόνον ο ίδιος μπορεί να διακρίνει. Η παιδική του ηλικία έχει «παγώσει» ανάμεσα στα ψιθυρίσματα προσώπων που μπορούν, με μια πρωτεϊκή πανουργία, να γίνονται τεράστια οικοδομήματα ή ευτελή έντομα, να ταξινομούν εκ νέου τις εποχές του χρόνου εντρυφώντας σε αυτό που ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται ως την πεμπτουσία τους. Με συνεχείς αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη και με μιαν αξιοσημείωτη εικαστική ευαισθησία ο Σουλτς ζωγραφίζει με την ευφάνταση παλέτα του την πομπή μιας αφανούς οικογένειας (της δικής του) προς τον αφανισμό, συνοδεύοντάς την με μιαν άκρως αισθησιακή, ξέπνοη και σκόπιμα αργοπορημένη ρυθμική και απλώνοντας πάνω στα αντικείμενα σαν χρυσόσκονη παραμυθιού μια χαρακτηριστική ραθυμία που παράγει, αίφνης, ένα μνημειακό γκρίζο χαρακτικό λέξεων.
![]() |
Τη δεκαετία του '70 επικεφαλής της σειράς «Συγγραφείς από την άλλη Ευρώπη», των εκδόσεων Penguin, ήταν ο Philip Roth, ο οποίος και ενέταξε στη σειρά και τα δύο βιβλία του Σουλτς. |
Τι μας απέμεινε από τον Σουλτς
Όπως είδαμε, ο Σουλτς όξυνε τη φαντασία του ερχόμενος σε επαφή με ένα ψηφιδωτό από διαφορετικές ταυτότητες και κουλτούρες. Ήταν ένας Εβραίος που σκεφτόταν και έγραφε στα πολωνικά, χειριζόταν με άνεση τα γερμανικά, είχε μυηθεί στην εβραϊκή κουλτούρα αλλά δεν μιλούσε τη γλώσσα γίντις των Εβραίων. Η έμπνευσή του αντλήθηκε από συγκεκριμένες τοπικές παραδόσεις και παρέμεινε τοπική ως προς το ύφος και το χρώμα, καθώς ο συγγραφέας απέφευγε συστηματικά να απομακρύνεται από τον γενέθλιο τόπο του και έζησε από κοντά όλες τις διαδοχικές κατοχές που υπέστη αυτή η πατρίδα: πρώτα την Αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας (1792-1919), έπειτα τη βραχύβια Λαϊκή Δημοκρατία των Δυτικών Ουκρανών (1919), ακολούθως το καθεστώς της Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας (1919-1939) και της Σοβιετικής Ουκρανίας μετά την εισβολή στην Πολωνία, το 1939. Και, λίγο πριν από το άδοξο τέλος της ζωής του, τη Ναζιστική Γερμανία της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα κατά της Σοβιετικής Ένωσης, το 1941.
Παρά τον δυσκίνητο χαρακτήρα της ζωής του, στα μέσα της δεκαετίας του 1930 ο Σουλτς επισκέφθηκε τη Βαρσοβία και το Παρίσι. Το 1938 τού απονεμήθηκε βραβείο της πολωνικής ακαδημίας λογοτεχνίας. Το έργο που άφησε πίσω του αυτός ο σπουδαίος συγγραφέας είναι μικρό: εκτός των βιβλίων που προαναφέρθησαν και της μετάφρασης της Δίκης του Κάφκα στα Πολωνικά, υπάρχει και μια σειρά πολύ ενδιαφερουσών επιστολών, που δόθηκαν στη δημοσιότητα το 1975, καθώς και σκίτσα του σε κάρβουνο και μολύβι, που δημοσιεύθηκαν αργότερα ως αυτόνομο έργο και τον καθιέρωσαν, στο εξής, ως έναν αξιόλογο ζωγράφο. Οι εικαστικές σπουδές του παρήγαγαν πράγματι μιαν αξιολογότατη συλλογή ονειρικών σκίτσων και αυτοπροσωπογραφιών, που κατά καιρούς συγκρίθηκαν, από τους εικαστικούς κριτικούς, με αυτά του Ουτρίγιο, του Ντε Κίρικο, του Douanier (τελωνοφύλακα) Ρουσώ και του Σαγκάλ. Χάθηκαν, εκτός του ημιτελούς λογοτεχνήματός του Μεσσίας, μια σειρά δοκιμίων που είχε στείλει για δημοσίευση σε διάφορα περιοδικά πριν από τον Πόλεμο καθώς και τα πρωτόλεια διηγήματά του από τις αρχές της δεκαετίας πριν το ’40. Μεταξύ 1939 και 1941 η περιοχή του βρέθηκε υπό σοβιετική κατοχή, αλλά όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, οι Ναζί κατέλαβαν το Ντροχόμπιτς και ο αξιωματικός της Γκεστάπο Φίλιξ Λάνταου, του οποίου το σπίτι ο συγγραφέας διακόσμησε με τοιχογραφίες, φρόντισε ώστε ο Σουλτς να δραπετεύσει από το εβραϊκό γκέτο που είχε διαμορφωθεί, αλλά ένας άλλος Γερμανός αξιωματικός πρόλαβε να τον εκτελέσει το 1942 μέσα στον δρόμο, προτού καταφέρει να διαφύγει.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
→ Στην κεντρική εικόνα και στο μέσο, φωτογραφίες από τα γυρίσματα της ταινίας Sanatorium pod Klepsydra (1973) σε σκηνοθεσία του Wojciech J. Has.